Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Ὁ Ἰωάννης Βαρβάκης βιογραφούμενος


Ἡ βιογραφία ὡς εἶδος λόγου, εἶναι ἴσως παλαιότερη κι ἀπό τήν Ἱστορία. Ἡ Ὀδύσσεια, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, εἶναι μία ποιητική βιογραφία. Ὁ Ἀγησίλαος τοῦ Ξενοφώντα, ἀλλά καί ὁ Εὐαγόρας τοῦ Ἰσοκράτη ἀποτελοῦν πιθανόν, τίς πρῶτες ἀρχές τοῦ εἴδους. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἐνδεικτικά ἀναφέρω τούς Παράλληλους Βίους τοῦ Πλούταρχου, τόν γνωστό μας ἀπό τά μαθητικά χρόνια Κορνήλιο Νέπωτα, τόν Βίο τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀπό τό δάσκαλό του, Θεόφιλο τόν Πρεσβύτερο, τήν ἄνθηση μεταγενέστερά της βιογραφίας στήν Ἀγγλία καί τή Γαλλία. Στόν αἰώνα μας, ἡ βιογραφία ἔχει ἀναχθεῖ σέ ἔξοχο λογοτεχνικό εἶδος καί, ἰδιαίτερα ἡ μυθιστορηματική βιογραφία ἔχει πολλούς ἀναγνῶστες. Ὁ Ἀνρύ Τρουαγιά ἔχει γοητεύσει πολλούς ἀπό μας, ἰδίως μέ τή μυθιστορηματική βιογραφία τοῦ Τσέχωφ.

Μία βιογραφία –εἶναι εὐνόητο- προϋποθέτει: ἀγάπη στό πρόσωπο πού θά ἱστορηθεῖ, ἔρευνα ἀκαταπόνητη, προκειμένου νά βρεθοῦν τά ἀπαραίτητα ἐκεῖνα στοιχεῖα πού θά καλύψουν τόν βίο του, διασταύρωση καί ἔλεγχο τῶν στοιχείων, ὥστε νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἐγκυρότητα, καί, τό σπουδαιότερο, ἀπαιτεῖ τήν ἐσωτερική ἐκείνη ματιά πού θά σχίσει τά πέπλα τοῦ παρελθόντος καί θά τοποθετήσει σωστά τόν ἥρωα στό χρόνο καί τόν τόπο ζωῆς καί δράσης του.
Μέ τά πρῶτα χειρόγραφα πού μου ἐμπιστεύτηκε ὁ ἀγαπητός φίλος καί συνάδελφος κ. Βασίλης Ἀσημομύτης, ὅταν ξεκίνησε νά ὑλοποιεῖ τό ὄνειρό του, ἐντυπωσιάστηκα. Μία συγκλονιστική προσωπικότητα, τόσο μακρινή μου ὡς τότε, ἔπαιρνε σάρκα καί ὀστᾶ μπροστά στά μάτια μου, καί μέ καλοῦσε νά τή γνωρίσω καί νά τήν οἰκειωθῶ. Ὁ τρόπος πού ὁ συγγραφέας χειριζόταν τό ὑλικό του φανέρωνε γνησιότητα συγκίνησης, βιωματική δηλαδή σχέση μέ τό ἱστορούμενο πρόσωπο, πράγμα πού, κατά τή γνώμη μου, ἀποτελεῖ τόν κυριότερο μοχλό πρός εὐτυχῆ ἔκβαση ἑνός τέτοιου ἐγχειρήματος. Ἡ μία ἔκπληξη διαδεχόταν τήν ἄλλη καί, πρός τό τέλος τῆς ἐπίμοχθης προσπάθειας – ἦταν θυμᾶμαι μεσοκαλόκαιρο – ὁ συγγραφέας εἶχε καταφέρει νά μέ πυροδοτήσει ἔτσι, ὥστε ὅπου κι ἄν βρισκόμουν, δέν ἔπαυα νά καταθέτω, σέ γνωστούς καί φίλους τήν ἐμπειρία μου. Θέλω νά πῶ: Ἐνίωθα πλουσιότερη, μία αἴσθηση πού τήν ἐξασφαλίζει μόνο ἡ σοβαρότητα ἑνός ἔργου καί ἡ ἀλήθειά του. Ὁ Ἰωάννης Βαρβάκης, ὁ ταπεινός μά καί ἀγέρωχος Ψαριανός, ὁ ἄνθρωπος πού μετατρέπει τή σεμπέκα του σέ μπουρλότο καί καίει τόν τούρκικο στόλο στόν Τσεσμέ, ὁ ἴδιος αὐτός πού κάνοντας τόν σταυρό τοῦ σκύβει καί φιλεῖ μέ δάκρυα τό χῶμα τοῦ νησιοῦ του, λίγο πρίν μπαρκάρει καί φεύγει ὁριστικά γιά τό ἄγνωστο, ὁ ἀκατάβλητος ὁδοιπόρος, ὕστερα, πρός Ἁγία Πετρούπολη, ἡ συνάντησή του μέ τήν πεφωτισμένη τσαρίνα Αἰκατερίνη, ἡ ἐγκατάστασή του στό Ἀστραχάν καί ἡ ἐργώδης ἐπιχειρηματική του δραστηριότητα, ἡ σοσιαλιστική του ἀντίληψη πολύ πρίν τόν σοσιαλισμό, μέ τήν ὁποία μετατρέπει τόν ἐργασιακό χώρα σέ σχεδόν αὐτοδιαχειριζόμενη μονάδα, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ σεβασμός στή διαφορετικότητα. Ἡ ὁρμή του πρός ἔργα παιδευτικά καί κοινωνικά πού λαμπρύνουν τόν πολιτισμό καί καταξιώνουν τήν ἀνθρώπινη ζωή, ἡ ἐγκατάστασή του ἀργότερα στό Ταγκανρόγκ καί ἡ νέα ἐκεῖ πολιτισμική του προσφορά, ἡ μύησή του στή Φιλική Ἑταιρεία καί ἡ ἀποστολή μυθυδῶν ποσῶν γιά τήν προετοιμασία, ἀλλά καί τή στήριξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἡ ἐπίσκεψή του, τέλος, στόν τόπο τοῦ Ἀγώνα – γιά προσκύνημα, ἤ μήπως γιά νά πεθάνει ἐδῶ; Δέν εἶναι τυχαῖος ὁ θάνατός του στό περιπόθητο τοῦτο ταξίδι, στά ὀγδόντα του. Ὅλα αὐτά μά καί ἄλλες λεπτεπίλεπτης ποιότητας ἀναφορές στό μυθικό αὐτό πρόσωπο, μοῦ ἀποκάλυψαν ἕναν κόσμο ὕψιστου ἤθους.
Ὁ συγγραφέας χειρίστηκε τό ὑλικό του μέ δεξιοτεχνία, ἔτσι, κατάφερε νά ἐγκιβωτίσει μία βιογραφία σ’ ἕνα εὐρύτερο ἱστορικό πλαίσιο, ὁριακό γιά τήν Ἑλλάδα, καί ὄχι μόνο. Καθώς ἡ ζωή τοῦ Βαρβάκη διασταυρώνεται μέ τή ζωή κορυφαίων του γένους μᾶς προσωπικοτήτων καί ἡ δράση τοῦ βαίνει παράλληλη ἤ καί διαπλέκεται μέ τή δική τους, ὁ ἀναγνώστης ξεναγεῖται, γιά μία ἀκόμη φορᾶ, σέ τοπία φυσικά καί ἀνθρώπινα ἔμπλεα ἱστορικῆς μνήμης, ἐκπλήττεται καί ρεμβάζει. Ἡ γόνιμη συνεργασία Βαρβάκη καί Νικηφόρου Θεοτόκη στό μακρινό Ἀστραχάν, ἡ ἀλληλογραφία μέ τόν Καποδίστρια καί τόν Κοραή, πάντα γιά θέματα τῆς Πατρίδας, ἡ ἀποστροφή τοῦ Κάλβου γιά εὐθετότερο χειρισμό τῶν ἀποστελλομένων χρημάτων, ὁ Τσέχωφ καί ἡ φοίτησή του σέ σχολεῖο τοῦ Ταγκανρόγκ πού ἵδρυσε ὁ Βαρβάκης, ἡ συνάντηση τοῦ Ψαριανοῦ μέ τόν Σολωμό στή Ζάκυνθο καί ἡ «μαύρη ράχη»τοῦ γνωστοῦ Σολωμικοῦ ἐπιγράμματος, αὐτά καί ἄλλα, ἐκπληκτικῆς δυναμικῆς, ἀφηγούμενα γεγονότα προσδίδουν στή συγγραφή κύρος καί προοπτική, ἀλλά καί γοητεία ἀπαράμιλλη.
Ἡ ζωή τοῦ Βαρβάκη ξεδιπλώνεται, κεφάλαιο τό κεφάλαιο, καί μαζί ξεδιπλώνεται τό ἔπος τῆς φυλῆς μας, καθώς, κατά ἕνα περίεργο τρόπο, ὁ ἁπλός καί πρόθυμος αὐτός πατριώτης – ὅπως ὑπέγραφε – μπαίνει στή σκηνή τῆς Ἱστορίας, νεότατος στά Ὀρλωφικά, γιά νά ἐξέλθει ὁριστικά τό 1825, δύο χρόνια δηλαδή πρίν τό τέλος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ὁ ἀναγνώστης δέν χάνει ποτέ ἀπό τά μάτια τοῦ τόν ἥρωα τοῦ βιβλίου, ἀλλά, κι ὅταν ἡ ἀφήγηση ἀπομακρύνεται, γιά δικούς της λόγους, ὁ συγγραφέας φροντίζει νά τόν τοποθετεῖ πάλι στήν καρδιά τῶν γεγονότων. Αὐτό ἀποτελεῖ μία βασική ἀρετή τῆς Βιογραφίας. Ἡ ἀφήγηση, ἄμεση καί παραστατική, ἀναδίδει τόν παλμό ἑνός ἀφηγηματικοῦ ὑποκειμένου πού ἐμπνέεται καί καθοδηγεῖται ἀπό ἕναν ἔρωτα, δίχως αὐτό ὅμως νά τήν ὑπονομεύει, ἀντίθετα, τῆς προσδίδει τήν ἀξία λογοτεχνικῆς κατάθεσης. Εὐλύγιστη καί γλαφυρή, τριτοπρόσωπη ἐν πολλοῖς, ἐναλλάσσεται συχνά μέ πρωτοπρόσωπη, ἤ καί δραματοποιεῖται, ὅταν χρειάζεται, μέ ἀποτέλεσμα νά κρατεῖ ἀδιάπτωτο τό ἐνδιαφέρον. Παρεμβολές ἀπό ἀφηγήσεις τοῦ ἴδιου του Βαρβάκη, παραθέματα ἀπό ἄλλες ἱστορικές πηγές, ποιήματα μέσα στά ὁποῖα ἀντηχοῦν ἱστορούμενα γεγονότα, ἀλλά καί ἡ πλούσια εἰκονογράφηση πού συνοδεύει τίς σελίδες συνιστοῦν μιάν εὐφρόσυνη κατάθεση στά γράμματά μας, ἀλλλά καί ὡς ἐκδοτικό προϊόν, ἕνα κόσμημα γιά τή βιβλιοθήκη μας.
Σέ τελική ἀποτίμηση τό ἔργο αὐτό τοῦ Β.Α. πληροί τίς ἀπαιτήσεις μιᾶς βιογραφίας, καθώς τά πάντα ἑδράζονται σέ ἐπιστημονικά δεδομένα πού ἔχουν ἐλεγχθεῖ καί κριθεῖ ἀλλά συνδυάζοντας καί τή θελκτικότητα τῆς ἀφήγησης, ὑπερβαίνει τόν ἀρχικό της στόχο, καί ἐκτρέπεται γιά τόν ἀναγνώστη σέ πολλαπλῆς ἀπόλαυσης ἀναγνωστική περιπέτεια. Ὁ βιογραφούμενος Βαρβάκης, ὅπως τόν παρακολουθεῖ ὁ συγγραφέας – στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ – ἀπό τή γέννησή του ὡς τόν θάνατό του, ἀναδείχνεται ὁ αἰώνιος Ἕλληνας πού ἔχει τήν τόλμη καί τή λεβεντιά τοῦ Ἀχιλλέα, ὄχι ὅμως τήν ἀγουράδα του, τή σύνεση καί τό πολυτρόπον τοῦ Ὀδυσσέα ἀλλά καί τήν ἐμμονή καί τόν σεβασμό του στά θέσμια, τή συναίσθηση τῆς εὐθύνης ἀπέναντι σέ ὅ,τι τοῦ κληροδοτήθηκε καί, ἀκόμη, ἔχει τά πελώρια μάτια τοῦ ὁλάνοιχτα στό καινούργιο, σέ ὅ,τι ἀξίζει νά υἱοθετηθεῖ. Εἶναι, ἐντέλει –ὁ ἀγράμματος αὐτός- ο, κατ’ Ἀριστοτέλη, πρακτικός φιλόσοφος, πρότυπο οἰκουμενικό πού παραμένει ζητούμενο ἰδίως στήν ἐποχή μας. Βραχυλογώντας, ὁ Β.Α. ἔστησε στόν Ἰωάννη Βαρβάκη τόν πρέποντα ἀνδριάντα.
Στά χρόνια του Βαρβάκη, οἱ περιστάσεις ἀπαιτοῦσαν ὁλοκαυτώματα. Οἱ ἀποντες ἦταν παρόντες ρίχνοντας στίς φλόγες τῆς Ἐπανάστασης τά πλούτη τους, οἱ παρόντες ρίχνοντας τά κορμιά τους. Σήμερα, ἔχουμε τήν πολυτέλεια νά ἀπολαμβάνουμε τά πλούτη μας καί κανείς δέν μᾶς ζητᾶ νά θυσιάσουμε τή ζωή μας. Ὡστόσο, μία ἐναργής συνείδηση θά διαπιστώσει πώς δέν εἶναι ἔτσι. Ἀλλοίμονο ἄν ἐφησυχάσουμε. Ἡ ἀνάγκη γιά θυσίες παραμένοι, οἱ τρόποι ἀλλάζουν. Ἀνοιγόμαστε ὡς ἔθνος σέ ἄλλα πεδία μαχῶν. Ὁ ἐχθρός δέν εἶναι ὁρατός, ὅπως τό ’21, ὑπάρχει ὅμως καί ἀπαιτεῖ τήν ψυχή μας. Βιβλία σάν αὐτό ἀποτελοῦν ἀντίσταση σ’ ὅ,τι μᾶς ἀπειλεῖ καί τό συγγραφικό καί ἐκδοτικό αὐτό ἄθλημα ἀνάγεται σέ ἐθνική προσφορά. Ὁ Ἰωάννης Βαρβάκης, καί βιογραφούμενος, εὐεργετεῖ τό ἔθνος του.
Μέ τέτοιες πνευματικές ἀντιστάσεις μποροῦμε ἰσότιμα νά πορευτοῦμε μέ τά ἄλλα ἔθνη, ἀντιπαραθέτοντας στήν ἔπαρση τῆς ὑλικῆς δύναμης τό μεγαλεῖο του πνεύματος.


[Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεύχος 22, Μάιος 2001]

Δεν υπάρχουν σχόλια: