Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Γιά τή γλώσσα

Συχνά διαβάζω στόν Τύπο ἄρθρα γιά τή γλώσσα, ἀλλά καί στήν τηλεόραση ἐνίοτε παρακολουθῶ συζητήσεις γι’ αὐτήν ἀπό ἐπωνύμους καί μή, σχετικούς ἤ ἄσχετους μέ τό θέμα, πάντως ὁπωσδήποτε πρόσωπα ποῦ ἔχουν κάποια ἄποψη νά καταθέσουν, νά καταρρίψουν μιάν ἄλλη, νά συμφωνήσουν ἤ νά διαφωνήσουν, ἤ καί νά κατακεραυνώσουν. Ἄλλοι ἀπό αὐτούς – κάποιας ἡλικίας συνήθως – χρησιμοποιοῦν ἀκόμη τήν ἀντίθεση: δημοτική – καθαρεύουσα καί ἀποπνέουν ἐν γένει ἕνα πνεῦμα μπαρουτοκαπνισμένο. Ἄλλοι μιλᾶν γιά τήν ἑνιαία γλώσσα μέ τόση εὐκολία ποῦ ἔχεις τήν ἐντύπωση ὅτι νά, τό νέο παιδί δέν ἔχει παρά νά ἀνοίξει τό στόμα του καί θ’ ἀρχίσει κι ὄλας νά ρέει ἄνετα ἀπό ‘κεῖ ὁ Ὅμηρος, ὁ Θουκυδίδης, ἡ Ἄννα Κομνηνή, ὁ Παπαδιαμάντης, τό δημῶδες ἄσμα.
Ἄς ἀφήσουμε τ’ ἀστεία. Ἡ γλώσσα μας, ὅπως ἐξ ἄλλου κάθε γλώσσα, πολύ περισσότερο ἡ δική μας, γιά τούς γνωστούς λόγους, δικαιοῦται νά εἶναι τά πάντα: καί δημοτική καί καθαρεύουσα καί ἀρχαία καί βυζαντινή καί μικτή καί ὅ,τι θέλει. Σήμερα δέν ὑπάρχει γλωσστικό πρόβλημα. Γλώσσα μᾶς εἶναι ἡ καθομιλουμένη καί σίγουρα ὅλοι τή γνωρίζουμε, ἀπό τό μικρό παιδί ποῦ τή μαθαίνει ἀπό τή μητέρα του ὡς τόν ἐνήλικα ποῦ συνεχῶς τήν πλουτίζει μέ χίλιους τρόπους, καί τήν παιδεία φυσικά. Ἡ καθομιλουμένη κουβαλάει πάνω της ὅλη τήν ἱστορία τῆς γλώσσας μας, διαμορφούμενη συνεχῶς καί ἐξελισσόμενη κατά τά ἑκάστοτε παρόντα, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλα τά πράγματα στή ζωή.
Οἱ ἄνθρωποι ποῦ πάλεψαν, ἔστω κι ἀπό διαφορετικά χαρακώματα, γιά τή γλώσσα, σέ ἐποχές δύσκολες, εἶναι ὅλοι δικαιωμένοι καί ὅ,τι πέρασε, πέρασε καλά. Δέν ὑπάρχουν ριψάσπιδες. Ἡ φύση τῆς γλώσσας μας καί ὁ ἀνώμαλος ἱστορικός μας βίος ἐπέβαλαν τίς ἀντιπαραθέσεις, στίς ὁποῖες χρωστᾶμε τό σημερινό γλωσσικό μας ὄργανο. Δέν ὑπάρχει σκοταδιστές καί διαφωτιστές. Οἱ μέν χαλιναγωγοῦσαν τους δέ, σ’ αὐτούς ὀφείλουμε σήμερα τή γλώσσα ποῦ μιλᾶμε.
Τί ζητάει ἡ γλώσσα ἀπό μας; Πρῶτα-πρῶτα νά ἀποδεχτοῦμε αὐτή τήν ἀλήθεια, νά θεωρήσουμε γνήσια παιδιά τῆς ὅλες τίς ἐκφάνσεις της, νά τίς σπουδάζουμε ὅσο μποροῦμε καί νά τίς σεβόμαστε. Μακάριος ὅποιος μπορέσει νά τίς προσεγγίσει ὅλες, ἀλλά κι ἐκεῖνος ποῦ δέ θά μπορέσει, νά ξέρει τουλάχιστον πῶς ἔχει χάσει πολλά.
Κι ἄν, τέλος πάντων, πρέπει νά μεταφράζουμε τούς ἀρχαίους, γιά νά εἶναι προσιτοί, ε, ἄς μή μᾶς πιάνει πρεμούρα νά μεταφράζουμε καί κείμενα τοῦ αἰώνα μᾶς π.χ. Παπαδιαμάντη, γιατί αὐτό καταντᾶ, ἄν ὄχι ἀσέβεια, πάντως ὁπωσδήποτε ἐπιπολαιότητα ἤ καί ὕβρη. Ἄς κρατήσουμε μία εὐαίσθητη στάση ἀπέναντι σ’ ὅ,τι μάς ὁρίζει (τί ἄλλο ἔχουμε;), μία ποίηση, γιατί νά ὑποτάσσουμε τά πάντα στήν εὐκολία;
Οἱ φιλόλογοι βλάπτουμε συχνά τήν ὑπόθεση τῆς γλώσσας μας μέ τεχνητές ἀντιπαραθέσεις. Γιατί; Τό πρόγραμμα μιλάει μόνο του. Ἄς ἀκούσει τουλάχιστον τό παιδί ἀπό τό δικό μας στόμα στή φράση: «Χαρά σ’ ἐκεῖνον ποῦ μπορεῖ καί προσεγγίζει ὅσο γίνεται περισσότερα κείμενα». Αὐτή δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ἀπό κεῖ καί πέρα, ὁ καθείς καί τά ὄπλα του. Αὐτός χάνει ποῦ δέν ξέρει π.χ. τή χρήση τοῦ πολυτονικοῦ. Γιατί ἐπιμένουμε νά παράγουμε «ἱππεῖς»;
Τά πράγματα λοιπόν εἶναι ἁπλά. Ἡ σπουδή τῆς γλώσσας εἶναι ἔργο ἐπίπονο, ὅσο κι ἄν προσπαθεῖ νά τά ἁπλουστεύσει ὁ ὅρος ἑνιαία γλώσσα, ὅπως καί ἡ καθομιλουμένη χρειάζεται συνεχῆ φροντίδα, ἐγρήγορση καί στοργή. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἐκ τοῦ πονηροῦ ἤ, τό λιγότερο, ἐπιπολαιότητες.

[Τό ἄρθρο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεύχος 9-10, Ὀκτώβριος 1997]

Δεν υπάρχουν σχόλια: