Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Φιλοσοφική διάθεση στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη

(Μιά ἀναφορά στόν Παπαδιαμάντη)

Ξεφυλλίζοντας τίς συλλογές τοῦ Ἐλύτη, μία πρός μία, ἀπό τίς πρῶτες ἐφηβικές του συνθέσεις ὥς καί τήν τελευταία, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ ποιητής παραμένει ἕνας καί ἀδιαίρετος: Λάτρης τῆς ὀμορφιᾶς πού τήν ταυτίζει μέ τή δικαιοσύνη καί τήν ἀλήθεια, ὁραματιστής ἑνός κόσμου πού δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκρυπτογραφήσει καί νά τόν βιώσει βαθιά, ἀρκεῖ νά θελήσει. Μάλιστα, ὁ ἕλληνας ἄνθρωπος εἶναι προνομιοῦχος τῆς ζωῆς γιά χίλιους λόγους καί πρωτίστως: Γιά τήν παράδοσή του, τήν ἰδιοσυγκρασία του, τό τοπίο του. Ὅλα αὐτά συνιστοῦν ἕναν Παράδεισο. "Η Μεσόγειος" γράφει στά Ἀνοιχτά Χαρτιά, "εἶναι μία ζώνη πού οἱ τερατολογικές παραμορφώσεις τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ Νότου παίρνουν ἀνθρώπινο σχῆμα, ὅταν φθάσουν ἀκριβῶς ἐκεῖ. Ἐκεῖ ἀκριβῶς γεννήθηκε ἡ Λυρική τέχνη, ἐκεῖ πρωτοδημιουργήθηκε ἡ Δημοκρατία, ἐκεῖ ἀξιώθηκαν νά διδάξουν ἕνας Σωκράτης κι ἕνας Ἰησούς. Ἡ ζώνη αὐτή εἶναι μιά ἀκριβής στιγμή πού ὅλες οἱ συνθῆκες, ὅλοι οἱ παράγοντες δίνουν τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σταθεῖ ἀκέραιος".
Ὁ Ἐλύτης, παρά πού ἔζησε σέ μιά ἐποχή ἰδεολογικῶν συγκρούσεων, δέν συγκινήθηκε ἰδιαιτέρως ἀπό καμμιά. Τό μόνο κίνημα πού τόν ἐξέφρασε ἦταν ὁ ὑπερρεαλισμός καί μάλιστα ὄχι πρός ὅλες τίς παραμέτρους του. Πῆρε ἀπ' αὐτόν ὅ,τι θεωροῦσε γόνιμο γιά τήν τέχνη του, προσαρμόζοντάς το κάθε φορά σέ ὅ,τι κουβαλοῦσε μέσα του ἀπό τήν ἑλληνική ποιητική παράδοση. Γι' αὐτό κι οἱ "Προσανατολισμοί"του (1939) ἐπαινέθηκαν ὁμοφώνως ἀπό τήν κριτική ὡς δρόμος πού ἔπρεπε ν' ἀκολουθήσει ἡ Νέα Ἑλληνική ποίηση. Πίστη καί στάση ζωῆς καί ἰδεολογία στάθηκε γι' αὐτόν τό ποιητικό του ὅραμα. Κι αὐτό διαμορφώθηκε σύμφωνα μέ τήν αὐθεντική του φύση, τά διαβάσματά του, τά βιώματά του. Ὁ ἑλληνικός χῶρος, μέ ὅ,τι τόν ὁρίζει, αὐτός καί τόν προσδιόρισε. Γι' αὐτό καί "ποιητής τοῦ Αἰγαίου", ὅπως τόν ἀποκαλοῦν, γι' αὐτό καί "ἡλιοπότης", παρότι βρίσκω συμβατικούς τούς χαρακτηρισμούς, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά θεωρήσουμε τόν Ἐλύτη ἕναν ποιητή πού μπαίνει σέ καλούπια. Τόν στενεύουμε. Δέν εἶναι μόνο αὐτό. Οὔτε καί ποιητή τῆς ἑλληνικότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας μποροῦμε νά τόν ποῦμε. Πάλι τόν στενεύουμε.
Ἡ ἑλληνικότητά του ἔγκειται κυρίως στό ὅτι νιώθει κομμάτι τοῦ τόπου, στόν ὁποῖο ἔτυχε νά γεννηθεῖ, στήν ἱστορική συνείδηση τῆς ἐλευθερίας, στόν ἥλιο, στή θάλασσα, τόν οὐρανό, τούς βράχους καί τόν ἀσβέστη τοῦ Αἰγαίου καί πάνω ἀπ' ὅλα, στή γλώσσα, πού τή θεωρεῖ ἦθος. Γράφει στά "Δημόσια καί Ἰδιωτικά" (Ἵκαρος 1990) "Εἶναι μιά γλώσσα μέ πολύ αὐστηρή γραμματική, πού τήν ἔφτιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπό τήν ἐποχή πού δέν ἐπήγαινε ἀκόμα σχολεῖο. Καί τήν τήρησε μέ θρησκευτική προσήλωση κι ἀντοχή ἀξιοθαύμαστη, μέσα στίς πιό δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ' ἐμεῖς, μέ τά διπλώματα καί τούς νόμους, νά τόν βοηθήσουμε. Καί σχεδόν τόν ἀφανίσαμε. Ἀπό τό ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τά κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καί ἀπό τό ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τήν ἴδια του τήν ὑπόσταση, τόν κοινωνικοποιήσαμε, τόν μεταβάλαμε σέ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, πού μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπό κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω".
Μέ τήν ὀρθοδοξία ἐξ ἄλλου ἡ σχέση του εἶναι κυρίως αἰσθητική. Δανείζεται σύμβολα ἀπό τό τελετουργικό της, λέξεις καί σχήματα ἀπό τήν ὑμνολογία της, τόν συγκινεῖ ἡ ταπεινή πίστη πού φτιάχνει, ἄς ποῦμε, ἕνα μικρό κάτασπρο ἐκκλησάκι, δέ φαίνεται νά τόν ἐνδιαφέρει τό δογματικό της μέρος.
Ὁ Ἐλύτης δοξάζει τίς αἰσθήσεις, στίς ὁποῖες προσδίδει ἠθική διάσταση. Ὀνειρεύεται μιά ἐποχή πού ὁ ἄνθρωπος, καθαρισμένος ἀπό τά λέπια πού κόλλησε πάνω του ἡ κοινωνική περίσταση, θά ζήσει ὅπως ἡ ἀληθινή του φύση ὁρίζει καί τότε θά εἶναι εὐδαίμων. "Θέλουμε δέ θέλουμε" γράφει στά Ἀνοιχτά Χαρτιά "εἴμαστε ὅλοι δέσμιοι μιᾶς εὐτυχίας, πού ἀπό δικό μας λάθος ἀποστερούμαστε. Κι ὅτι δέν ὑπάρχει χρυσόμαλλο δέρας εἶναι ψέματα. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς εἶναι τό χρυσόμαλλο δέρας τοῦ ἑαυτοῦ του". "Ἡ Ποίηση" συνεχίζει "μᾶς ξεμαθαίνει ἀπό τόν κόσμο τῆς φθορᾶς τέτοιον πού τόν βρήκαμε: τόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Πού ἔρχεται κάποια στιγμή νά δοῦμε ὅτι εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά ὑπερβοῦμε τή φθορά, μέ τήν ἔννοια πού ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ὁδός πρός τήν Ἀνάσταση".
Ἔχει ἐνδιαφέρον τό πῶς περνάει ὁ θάνατος στήν ποίησή του. Στό "Ἡμερολόγιο ἑνός ἀθέατου Ἀπριλίου" ὑπάρχει διάχυτη ἡ αἴσθηση τοῦ ποιητῆ γιά τό σκοτεινό μέρος τῆς ζωῆς. Σ' αὐτά τά ποιήματα ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό θάνατο, ἀλλά τόν προσπερνᾶμε ἁπαλά, λυτρωτικά σχεδόν. Διαβάζουμε στή σελίδα 10:
Κεῖ κατά τά μεσάνυχτα εἶδα τίς πρῶτες φωτιές
πάνω ἀπ' τ' ἀεροδρόμιο.
Πιό δῶ τό μαῦρο κενό.
Ὕστερα φάνηκε νά 'ρχεται ἡ flora mirabilis ὀρθή πάνω
στό ἅρμα της καί ἀδειάζοντας ἀπό 'να πελώριο χωνί
λουλούδια.
Τά θύματα ἔσκυβαν κι ἔπαιρναν τή στάση πού εἶχαν
πρίν χωρίσουν ἀπό τή Μητέρα.
Στό κοτσάνι τῆς νύχτας ἡ σεληνη σπάραζε.
Στή συλλογή "Τά ρώ τοῦ ἔρωτα" τό ποίημα "Ἡ ποδηλάτισσα"ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα αἰσθητικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ θανάτου:
Τό δρόμο πλάϊ στή θάλασσα περπάτησα
πού 'κανε κάθε μέρα ἡ ποδηλάτισσα.
Βρῆκα τά φροῦτα πού 'χε τό πανέρι της
τό δαχτυλίδι πού' πεσε ἀπ' τό χέρι της.
Βρῆκα τό κουδουνάκι καί τό σάλι της
τίς ρόδες, τό τιμόνι, τό πεντάλι της.
Βρῆκα τή ζώνη της, βρῆκα σέ μιάν ἄκρη
μιά πέτρα διάφανη πού 'μοιαζε μέ δάκρυ.
Τά μάζεψα ἕνα ἕνα καί τά κράτησα
κι ἔλεγα ποῦ 'ναι ποῦ'ναι ἡ ποδηλάτισσα.
Τήν εἶδα νά περνᾶ πάνω ἀπ' τά κύματα
τήν ἄλλη μέρα πάνω ἀπό τά μνήματα.
Τήν τρίτη νύχτωσ' ῎εχασα τ' ἀχνάρια της
στούς οὐρανούς ἀνάψαν τά φανάρια της.
Κάτι παρόμοιο συναντᾶμε στόν Παπαδιαμάντη. Πλῆθος διηγημάτων του ἔχουν θέμα τό θάνατο, συνήθως ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, ἑνός νέου ἄντρα, μιᾶς νέας κοπέλας. Αὐτοί οἱ θάνατοι τελοῦνται συνήθως μέσα στήν ἄπειρη ὀμορφιά τῆς φύσης, μέσα στήν ἄπειρη, θάλεγα, ὀμορφιά περιγραφῆς τους ἀπό τό συγγραφέα πού ὁ Ἐλύτης ἀπεριόριστα θαύμασε. Θάνατοι ποιητικοί, δηλ. λυτρωτικοί. Ἡ μόνη διαφορά τους εἶναι ὅτι, ἐνῶ καί οἱ δυό γνωρίζουν τήν "ἀνθρώπινη περίσταση", ὁ ποιητής τήν καταργεῖ, ὁ συγγραφέας τήν ὑπογραμμίζει.
Ὁ Ἐλύτης ἀρνεῖται νά τοποθετήσει μέσα στόν Παράδεισό του τόν ἄνθρωπο δυστυχισμένο. Τόν φτιάχνει λοιπόν ὅπως τόν θέλει, νά χαίρεται καί νά βιώνει βαθιά τό μυστήριο τοῦ κόσμου. Ἔτσι, ἄνθρωπος καί φύση συναποτελοῦν μιά ἠθική δύναμη πού συνιστᾶ μιά νέα μεταφυσική.
Ὁ Παπαδιαμάντης στήνει ἕναν κόσμο πού πεθαίνει μές στήν ὀμορφιά, γιά νά ξαναγίνει ὀμορφιά: λουλούδια, δέντρα, βράχοι, μυροβόλημα. Ὁ Ἐλύτης στήνει ἕναν κόσμο ἰδανικῆς ὀμορφιᾶς τέτοιον, πού δέν πεθαίνει, γιατί ἀρχή καί τέλος ταυτίζονται: "ἐδῶ τελειώνει ὁ θάνατος, ἐδῶ ἡ ζωή ἀρχίζει", στίχος ἀπό τό νεανικό του ποίημα "Ἆσμα ἡρωϊκό καί πένθιμο γιά τό χαμένο ἀνθυπολοχαγό τῆς Ἀλβανίας", (1943), αἴσθηση πού δέν ἀλλοιώνεται ὡς καί τήν τελευταία του συλλογή "Δυτικά τῆς λύπης" (1995), βαθύτατα ἐπηρεασμένος ἀπό τόν σκοτεινό Ἐφέσιο:
"Ἡ ὕλη ἡλικία δέν ἔχει.
Μόνο ν' ἀλλάζει ξέρει.
Θές πάρτην ἀπό τήν ἀρχή
θές ἀπ' τό τέλος.
Ἤρεμα κυλάει ἐμπρός ἡ ἐπιστροφή καί σύ τήν
παρακολουθεῖς δῆθεν ἀδιάφορος
... Ἄχ θάλασσα πάνω πού ξυπνᾶς πώς ξανακαινουργιώνονται ὅλα!" (ἀπόσπασμα ἀπό τό ποίημα "Ὡς Ἐνδυμίων")
Κορίτσια κι ἀγόρια στόν Ἐλύτη ἔχουν μιάν ἀλεγρία, κάτι ἀτίθασο, εἶναι κομμάτι τοῦ τοπίου. Σ' ὁλόκληρο σχεδόν τό ἔργο του φυσάει ἕνας ἄνεμος σάν ὅλα νά λικνίζονται στό φῶς, ὅλος ὁ κόσμος στήν ποίησή του εἶναι ἕνας λεβέντης ἄνεμος, ξέρει μόνο νά ζεῖ, ἀγνοεῖ τό θάνατο.
Κυνηγός τῶν χρωμάτων στή ζωγραφική του, ἐξομολογεῖται: "ξυπνάω τίς νύχτες ἀνήσυχος γιά κάποια ἀπόχρωση τοῦ μώβ, ποτέ μου ὅμως γιά τό τί μπορεῖ νά γίνεται στά ἐμπορεῖα τῆς Ἀγορᾶς". Πράγματι, παρά τήν πολιορκία πού κατά καιρούς τοῦ ἔγινε νά συμμετάσχει στήν ἐνεργό πολιτική ζωή, δέν ἐνέδωσε. Παρέμεινε προσηλωμένος στό ποιητικό του ὅραμα, μέ ἐπιμονή καί πεῖσμα, κραδαίνοντας τά σύμβολά του, τή θεά Φυτώ καί τή θεά Εὐδάνη, δυό γυναικεῖες φιγούρες πού ἐνσαρκώνουν ἡ πρώτη τό φυτικό κόσμο καί ἡ δεύτερη τό θαλάσσιο. Στό βιβλίο του "Τά δημόσια καί τά ἰδιωτικά" ἐξομολογεῖται: "Μετατρέποντας τό φυτό ἀπό οὐδέτερο σέ θηλυκό, καί θεωρώντας το σαν Κόρη, περίπου, ἁγία ἤ θεά, ζωγράφισα, χωρίς νά εἶμαι ζωγράφος, καί μάλιστα σέ πολλές παραλλαγές, μιά θεά Φυτώ, πού τῆς ἔβαλα βυσσινιά δυνατά καί χρυσά καί φωτοστέφανο στό κεφάλι, μέ τήν ἐλπίδα νά μπορεῖ δίπλα μου νά ἐνσαρκώνει κεῖνον τόν ἀέρα πού ἔρχεται σάν ἀπό θαῦμα μέσ' ἀπ' τά ἔγκατα τῆς γῆς καί νά ὑποκαταστήσει ὅσα καί σάν εἰδωλολάτρες καί σάν χριστιανοί διακονήσαμε στό βωμό τοῦ Ποσειδώνα καί τῆς Παρθένου". Ἔτσι ἔστησε τό δικό του εἰκονοστάσι.
Ὁ ποιητής ἔρχεται ἀπό τόν κόσμο τῶν Ὀρφικῶν, τῶν Προσωκρατικῶν, τοῦ Πλάτων, τοῦ Πλωτίνου, τή μυστικοπάθεια τοῦ Βυζαντίου, ἡ ψυχή δέν χωράει μόνο στή γήϊνο, προεκτείνεται στό ἀθέατο, ἴσως νάρχεται κι ἀπό κεῖ, διασκορπίζεται στό σύμπαν, ὅπως ἡ ποίησή του, ἡ γλώσσα του, ὅ,τι τόν συνιστᾶ.
Τό πόσο ἡ ποίησή του κατάφερε νά ὑπηρετήσει μέ δεξιοσύνη τό ποιητικό του ὅραμα, αὐτό εἶναι πάντα πρός συζήτηση. Ὅσο γιά τό ποιητικό του ὅραμα, αὐτό καθαυτό, τολμῶ νά ὑποστηρίξω πώς σέ μιά ἐποχή χρεοκοπίας, σάν τή δική μας, μπορεῖ νά ἀποτελέσει νόημα ζωῆς, γιατί εἶναι βαθιά ἀνθρώπινο, δηλαδή ἀληθινό.

[Τό κείμενο ἀποτελεῖ σύνοψη εὐρύτερης παρουσίασης καί δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 6, Ὀκτώβριος 1996]

Δεν υπάρχουν σχόλια: