Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Τάσου Γαλάτη, "Ανιπτόποδες και σφενδονήτες"

Έξ όνυχος τον λέοντα

Άμεση- φρέσκια ματιά είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης του Τ. Γ. Στο βιβλίο του «Aνιπτόπoδες και σφενδονήτες», βιβλίο αποκάλυψη, καθώς ήρθε αθόρυβα να μας θυμίσει την άξία της αληθινής ποιητικής φωνής, μιας φωνής αστόλιστης, εν πολλοίς, και ανεπιτήδευτης, γεμάτης, ωστόσο, χυμούς και φυλλωσιές, ήχους και γεύσεις, οσμές και χρώματα και αφές και, πάνω απ' όλα, μνήμες και νοσταλγία, στοχασμό και υπαρξιακή ρέμβη.

Ό Τ. Γ. μεταφέρει στην ποίησή του την προσωπική του μυθολογία με τρόπο άμεσο και απροσποίητο δίχως διλήμματα και αναστολές, επείγεται να μιλήσει για όλα, με αφoπλιστική ειλικρίνεια. Γι αυτό και ο λόγος του είναι ουσιαστικός, μας κεντρίζει, τα ειδώματά του μας ενδιαφέρουν, ο κόσμος του αποτελεί μέρος του δικού μας. Τα εργαλεία του είναι καθαρά καλλιτεχνικά, αλλά ή αξία τους έγκειται στο ότι είναι σύμφυτα του ψυχισμού του, δεν τα επινοεί.

Οι αρετές της ποίησης του Τ-Γ. επισημαίνονται αμέσως από τον επαρκή αναγνώστη και δεν είναι λίγες. Παίρνω ενδεικτικά., το ποίημα της σελ. 149 «'Ένας Ζουρτσάνος». Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Πρόθεση μου είναι να παρουσιάσω τον ποιητή. Το παραθέτω ολόκληρο:


ΕΝΑΣ ΖΟΥΡΤΣΑΝΟΣ

Γεννήθηκα στο Αργοστόλι άλλά δεν έγινα Κεφαλλονίτης,
Δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιους μεγαλουσιάνους
και τούς κόντηδες
έκτός από τον ιππότη Διονύσιο κόμητα Σολωμό.
άλλη άρχονται δεν έχω.

Έμένα ή δική μου ή σειρά κρατάει κάτω από τ' αυλάκι
παρέμεινα σάν τούς γονιούς μου βέρος Ζουρτσάνος
αν και δεν ξεκαθάρισα ποτέ ακριβώς Ζούρτσα τι θα πει.

Όσοι επαίρονται ώς Ευρωπαίοι
πιστεύουν ότι έτσι τη βάφτισαν οι Φράγκοι τών Bιλλαρδουϊνων
για τα ποτάμια και τα κεφαλάρια της
άλλοι λένε πώς είναι σλάβικο απομεινάρι
γι' αυτό αργότερα επί τό ευπρεπέστερον
μετονομάστηκε σε Κάτω και Νέα Φιγαλία.

Δεν ξέρω τι να διαλέξω ούτε νοιάζομαι
άλλωστε μπορεί να είμαι τουρκόσπορος
Όπως υποψιάζομαι από τούς Κουζουμαίους και Γιαβρούμηδες
το σόι του πατέρα μου
ή να κατάγομαι από τούς αραπάδες του Ιμπραήμ
πού όργωσαν πέρα για πέρα τον Μωριά

Όταν ήμουνα δάσκαλος στό Μισίρι
κανένας ντόπιος δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου
το σκούρο μούτρο μου δεν ξένιζε, αράπης ήμουνα κι εγώ.

Φράγκος ή Σκλαβηνός, τουρκόσπορος ή αράπης, αδιάφορο
για ένα πράγμα είμαι σίγουρος
τη γλώσσα πού μου έμαθε ή μάνα μου
αυτή πού δίδαξε στο γιό της ή σκοτεινή Αγγελική Νίκλη
κι έφτασε μόνο γι' αυτό να γίνει το βλαστάρι της
ο ψάλτης των Ελλήνων και της λευτεριάς τους.

Ποια είναι ή Ζούρτσα, ποιος είναι ό Ζουρτσάνος. Τό πρώτο πρόσωπο στό ποίημα σηκώνει όλο τό βάρος της ευθύνης, δεδομένη λοιπόν ή αμεσότητα του λόγου. Πρoxωρώντας, μάς κερδίζει το εύρος του ποιήματoς, εύρος γεωγραφικό, ιστορικό, γλωσσικό: Από τη Ζάκυνθο στη Ζούρτσα της Αρκαδίας κι ακόμα πιο κάτω, στο Μισίρι. Μια διαγώνια γραμμή ενώνει δύση- νότο, το ταξίδι μας γεμίζει ευφορία. Παράλληλα ή μνήμη συναγείρεται: Σκλαβηνοί, Φράγκοι, Τούρκοι, Αραπάδες, η νεότερη ιστορία μας παρούσα, κι όλα ειπωμένα με τη γλώσσα μας εκτεταμένη ως τά όριά της, από την απλοϊκή κουβέντα του δρόμου ( δεν έχω τίποτα, ή σειρά μου κρατάει, κανένας δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου, κι έφτασε μονάχα γι αυτό κ. α.) ως τη λόγια ( επαίρονται, επί το ευπρεπέστερον, μετονομάστηκε κ.α.) γλώσσα δουλεμένη κι αφομοιωμένη, ικανή να αφηγείται αλλά και να συμπυκνώνει στο έπακρον.

Οι αντιθέσεις, εξ άλλου, πού λογχίζουν το ποίημα, εξωτερικά και εσωτερικά, (γεννήθηκα στο Αργοστόλι- δεν έγινα Κεφαλλονίτης, δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιoυς μεγαλουσιάνoυς και τούς κόντηδες- παρέμεινα βέρος Ζουρτσάνος, μπορεί να είμαι τουρκόσπορος, αράπης- για τη γλώσσα μου όμως είμαι σίγουρος) συμβάλλουν στην κλιμάκωση της έντασης, ενώ, παράλληλα, ο αυτοσαρκασμός αποφορτίζει, διαχέοντας ιλαρότητα και ευφροσύνη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί μεγάλη αρετή, γιατί ή ποίηση όπως και κάθε τέχνη, δεν σοβαροφορεί, παίζει, ας θυμηθούμε τους Αρχαίους λυρικούς μας.

Εν τέλει, ποια είναι η Ζούρτσα; Είναι ή Σκιάθος του Παπαδιαμάvrη, είναι ό ομφαλός της γης, είναι ή εσωτερική στέγη του καθενός μας; Και ό Ζουρτσάνος;

Είναι μόνο ο ποιητής, ο κάθε Έλληνας, είναι ο άνθρωπος όπου γης, πού δικαιούται να έχει μια ρίζα;

Το ποίημα ρέει «με τις αισθήσεις όλες στα πρόσω»*, μας συγκινεί, και γι αυτό μας μετακινεί. Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Φτάνει πού μιλάμε τη γλώσσα της μάνας μας, αυτή από μόνη της αποτελεί πατρίδα, αδιαπραγμάτευτη εθνική μας ταυτότητα.

Οί καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος θριαμβικοί στην αναφορά τους για τον «ψάλτη των Ελλήνων και της λευτεριάς τους», κορυφώνουν τη συγκίνηση και τη ρέμβη, στοιχεία απαραίτητα της λυτρωτικής λειτουργίας της αληθιvής τέχνης.

Ό ποιητής, αθώα, και με βιωματικό τρόπο, μέσα σε τριάντα στίχους απάντησε σε θεμελιακής σημασίας ερωτήματα και, το σπουδαιότερο, οι απαντήσεις του ενισχυμένες με το «δίκαιον» της καρδιάς, δεν σηκώνουν αντίλoγo.


• στίχος από ποίημα του Λουκά Κούσουλα

[Τάσου Γαλάτη Ανιπτόποδες και σφενδονήτες, ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα]