Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [γ]

Ἑνότητα "Ὄνειρα"

α. Μετά τήν ἐκφορά

Σπίτι σου
οἱ συγγενεῖς
φωτογραφία πού ξάσπρισε
καί μόνη ἐσύ, ξεκάθαρη,
δεχόσουν συλληπητήρια
γιά τό δικό σου θάνατο.
Τά μάτια σου δυό πύλες
- τί κοίταζαν -
κ' ἀρχή, τέλος καί πένθος
ὅλα ἐσύ.

Στίς στῆλες τοῦ Κεραμεικοῦ
κόρες καί κοῦροι, μόνοι,
δέν ξέρεις:
κοιτάζουν πεθαμένοι τή ζωή
ἤ ζωντανοί τό θάνατό τους.

β. Τό ξόδι

Στό πατρικό μου
πρόσωπα θαμπά
- γείτονες ἴσως -
πηγαινέλα᾿
κ' ἡ μάνα μου
κάτι νά κάνει,
κάτι νά λέει καί νά γελάει.
Τά μάτια της κράτησα μονάχα,
γαλάζια κ' ἥσυχα, σχεδόν ἀπόντα.
Θά γινόταν ἡ κηδεία της σέ λίγο
κ' εἶχα μιάν ἔγνοια ἐγώ
μιάν ἀγωνία
τί νά πῶ στόν κόσμο᾿
ἡ κάσα της ἔχασκε ἄδεια
κ' ἡ μάνα (ἕνα γέλιο ὅλη)
σάμπως νά γυρίζει ἀκόμα
νά βοηθάει καί στό δικό της ξόδι.

γ. Τά μαλλιά

Ἔφεγγαν τά ὡραῖα μαλλιά
στίς σκάλες,
στήν αἴθουσα ζωγραφικῆς,
στούς διαδρόμους τοῦ μεγάλου᾿
ὅλα μές στ' ὄνειρο μουντά
ἔπαιρναν φῶς ἀπ' τά μαλλιά της.
Στήν ἔξοδο χαθήκαμε
Μισόφωτο...
Συνωστισμός...
Περίμενα...
Εἶπα: τώρα θά τή δῶ,
θά λάμψει!
Τό κτήριο σιωπηλό σκοτάδι.
Κόρη μου, λέω,
λαμπερά μαλλιά μου...

δ. Τό σπίτι

Εἴχαμε, λέει, κουβαλήσει ἀλλοῦ᾿
ἡ διαρρύθμιση ἐντάξει:
Ἕνα τετράγωνο ἤτανε ἡ σάλα
κ' ἡ κουζίνα κύκλος.
Σκόνταφταν τά παιδιά στά πράγματα,
γελοῦσαν,
κ' ἐσύ, πανευτυχής,
σέ κάποιους φίλους ἔδειχνες τούς χώρους
κ' ἐπιδοκιμάζανε
καί μόνο ἐγώ
φαινότανε νά βλέπω
κι ἀποροῦσα
πῶς θά τά καταφέρναμε
σέ σπίτι δίχως τοίχους.

ε. Στό περιθώριο μέ μολύβι

Σέ διαγωνισμό ἔλαβα μέρος
γιά κάποιες θέσεις στό δημόσιο, νομίζω.
Τοιχοκολλούσανε τ' ἀποτελέσματα
κ' ἔσπρωχνεν ὁ κόσμος᾿
δέν ἔβλεπα ὅμως τ' ὄνομά μου
κι ἀγωνιοῦσα.
Τέλος τό βρῆκα στό περιθώριο
μέ μολύβι - καί δίπλα:
"διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"᾿
κ' οἱ ἄλλοι ὅλοι-ἀποτυχόντες, μέ μονάδα,
εἶχαν τουλάχιστο βαθμό καί τή σειρά τους.
"Διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"...
Κ' οἱ θέσεις;

στ. Στό παλιό σπίτι

Ἔκλεβαν, λέει, τή μπουκαμβίλια μας!
Ξερίζωναν τήν παιδική μου μνήμη᾿
ἀκόμη ἀκούω τό σούρσιμό της στήν αὐλή.
Ἤτανε λίγο τό φεγγάρι
κ' ἔτρεχα στά χαλάσματα,
νά τόν ἁρπάξω,
νά τόν σκοτώσω, ἤθελα, τόν κλέφτη...

Δρασκέλαε τό φράχτη,
ὅταν ἔφτασα,
κ' ἤμουν ἐγώ ὁ κλέφτης
στό φεγγάρι
κι ἅπλωνε γύρω ἡ μπουκαμβίλια
μιάν ἐρημία ρουμπινιά.

ζ. Ἀναπάντεχα

Φλεβάρης
καί νά τρώγω μοῦρα...
Ἄσπρα μεγάλα μοῦρα, μέλι...
Εἶχε βρέξει
κ' ἔλαμπε ἡ μουριά στόν ἥλιο
κάθε της φύλλο καί μιά λίμνη...
Ἐγώ νάμαι ψηλά σ' ἕνα κλαρί της
καί στάλες νά ξαφνιάζουνε τό πρόσωπό μου...
Ἡ ρίζα της νά χάνεται στό χάος,
σκοτάδι κάτω μου νά χάσκει,
νά μή φοβᾶμαι
καί στόν ἥλιο
μοῦρα φρεσκοπλυμένα νά μαζεύω...