Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Σοφοκλής Λαζάρου: Ένας κατ' εξοχήν "Έλληνας" ποιητής-στοχαστής από την Κύπρο

Με τον τίτλο "Ποιήματα", από τις εκδόσεις Ακτή, Λευκωσία 2003, κυκλοφόρησε ολόκληρη η ποιητική παραγωγή (1958-2000) του Κύπριου ποιητή Σοφοκλή Λαζάρου. Ο Σοφοκλής Λαζάρου, ως ποιητικό υποκείμενο, αισθάνεται, σκέφτεται και υπάρχει πρώτα ως Έλληνας, που εμπνέεται και πυροδοτείται από την ιδέα της ελληνικότητας, και ύστερα ως Κύπριος. Συγκεκριμένα, στην ποίησή του η Κύπρος είναι η αγαπημένη γενέθλια πατρίδα που την εννοεί και τη δέχεται μόνο ως κομμάτι της Ελλάδας. 
Έτσι, έταξε τον εαυτό του στην υπόθεση της Κύπρου όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί η Κύπρος τον περιέχει ως Έλληνα κι εκείνος την περιέχει ως Ελλάδα. Αυτό αποτελεί την ουσία του ως ύπαρξης, άρα και ως ποιητή, κάθε τι άλλο τον καταργεί. Μ' αυτή την ανάσα ζει και δημιουργεί.
Αυτό το στοιχείο διατρέχει την ποιητική του πορεία και εξακτινώνεται σε δονούσες την ψυχή του δυνάμεις που είναι: 
  • Η οδυνηρή συναίσθηση της σκλαβιάς και η λαχτάρα για την αποτίναξή της.
  • Ο Αγώνας (1955-1959), η θρυλική ΕΟΚΑ.
  • Η απογοήτευσή του για την ατελέσφορη λύση, έτσι όπως την εισπράττει ο ποιητής.
  • Ο διχασμός.
  • Το βαθύ ποτάμι που άνοιξε και χώρισε τις συνειδήσεις (από δω ο ποιητής και από κει οι άλλοι).
  • Η έσω πορεία προς την Πηγή, ως εξισορροπιστική δύναμη προς εξασφάλιση της ενότητας του εαυτού.
  • Η σύγχρονη πραγματικότητα της Κύπρου, μετά την εισβολή των δυνάμεων κατοχής.
  • Η αλλοτρίωση από την κοινωνία της αφθονίας.
  • Η οργή για τον εφησυχασμό.
  • Η ανάγκη για μιά εξέγερση συνειδήσεων.
  • Οι μεγάλες μορφές του Αγώνα και το χυμένο αίμα ως χρέος και ιστορική επιταγή καί, πάνω απ' όλα, 
  • Η βαθειά επίγνωση της ελληνικής ουσίας του ως μοίρας και ύψιστου ιδανικού.
Η πίκρα για τη σκλαβιά, αλλά και η λαχτάρα για την αποτίναξή της εμφαίνεται στις πρώτες κι όλας δοκιμές του, μαζί με τον έρωτα για το τοπίο και τους ανθρώπους του μόχθου, τη Σολωμική αντήχηση της αγαπημένης, διάχυτης παντού, ταυτισμένης με την ίδια την ελευθερία, αλλά και την ψυχή του Σύμπαντος: 
Χώμα της Πάφου
ψυχή αρκαδική που θρέφεις!
Χώμα πυρωμένη καρδιά
γιγάντια
του σκλαβωμένου μου λαού
(Χώμα της Πάφου, 1952, από τη συλλογή "Ανηφόρες")

Στο τελευταίο ποίημα της ίδιας συλλογής με το χαρακτηριστικό τίτλο "'Ωρες οργής", ο ποιητής συνειδητά διαλέγεται με τον Σεφέρη:
Κάποιος χωρίς καν όνομα, χωρίς πατρίδα, ξένος
άραξε δω τη μουσική ν' ακούσει του τόπου
όμως τ' αηδόνια πια δεν τραγουδούν στις Πλάτρες.

Ο διάλογος με τον Σεφέρη συνεχίζεται στη συλλογή "Ενδοσκόπιο" (1961), με ποιήματα, όπως λέει ο ίδιος, "που αποτυπώνουν τα βιώματα του τέλους της δεκαετίας του '50, σε υπερρεαλίζουσα γραφή - γραφή διαμαρτυρίας, γεμάτα πόνο από τις κακοποιήσεις και το αίμα των θυσιών του απελευθερωτικού Αγώνα και συνάμα γεμάτα πίκρα από τη διάψευση του ονείρου της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ένα ιδανικό με το οποίο έζησαν οι γενιές των σκλάβων και η γενιά του ποιητή".
Σ' αυτά τα ποιήματα ο ποιητής αποπειράται να μπολιάσει τη γραφή του με τον υπερρεαλισμό και ιδίως στα πρώτα της συλλογής αντηχεί έντονα η φωνή του Σεφέρη που, θαρρείς, ανασαίνει μαζί του: 
Πέρασα από τον ίσκιο στην κάψα του μεσημεριού
χωρίς τον ύπνο να γευτώ μια στάλα.
Τώρα αγωνίζομαι να ξεχωρίσω
στην άλλη πλευρά του ποταμού
την τεθλασμένη ανάμνηση των άστρων
this is my affliction
(Πορτρέτο ενός στίχου, από τη συλλογή "Ενδοσκόπιο")

Αλλά και οι επιρροές του Ελύτη είναι ανιχνεύσιμες: 
... Και τρέχει μες στις φλέβες μου
πιο γρήγορα το αίμα
ξύνοντας τις πληγές
(Ο Κρατούμενος)

Ακόμη και από τον Άγγλο ποιητή Elliot:
Οι αντίλαλοι που φτάνουν και τους νιώθουμε
σα λεπτό βάδισμα δροσιάς ή ζέστης
είναι το θρόισμα του ροδόκηπου
είναι τα βήματά μας στο ροδόκηπο
(Συνείδηση)

Ωστόσο, όταν το βίωμα είναι άμεσο, η υπερρεαλίζουσα γραφή υποχωρεί και ο ποιητής αφήνεται στη συγκίνηση της παρούσας στιγμής ή μνήμης, με αποτέλεσμα η φωνή του να γίνεται πιό αυθεντική και, παρότι το συναίσθημα επιβάλλεται στην ποιητική τέχνη, τα ποιήματα μας αμείβουν με την ειλικρίνειά τους. Παράδειγμα το ποίημα με τον τίτλο "Στον πρωτομάρτυρα μαθητή Χρύσανθο Μυλωνά", αλλά και το εκτενές ποίημα "Ραψωδία της πικρής μνήμης".
Το 1981 κυκλοφορεί η συλλογή του Σ.Λ. "Επιστροφή". Τη χωρίζουν είκοσι χρόνια από το "Ενδοσκόπιο" ('61-'81), χρόνια-εφιάλτες που κατακεραυνώνουν τ' όνειρο, διαλύουν την ανθρώπινη ψυχή και την αποξενώνουν. Έντονο υπαρξιακό ρίγος, αλλά και μια αίσθηση ματαιότητας αναδίνουν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Το χαμένο όνειρο δημιουργεί χαμένους ανθρώπους:
... Ήταν η γη εδώ χλωρή
εδώ κοιμόταν τ' όνειρο.
.......
Όμως σηκώθηκ' ένας άνεμος
κουβαλώντας οργή και θάνατο
(Οι χαμένοι άνθρωποι)

Κι όταν οι άνθρωποι χάνονται, αποξενώνονται, βλέπουν στον αδερφό τον εχθρό τους. Υπαινιγμός για τον διχασμό ανιχνεύεται στο ποίημα "Η απόφαση που δεν παίρνουν":
... Στέκουν αντίπερα και σείουν τα φονικά τους όπλα
γεμάτοι απειλές και οπισθοδρόμηση
και το ποτάμι ρέει πορφυρό από το αίμα των πληγών
που ανοίγουν ο ένας του άλλου.

Η ερημία και το άλγος που ακολουθούν το χαμένο όνειρο στρέφουν συχνά τον άνθρωπο εντός του:
Πίσω από τη σάρκα μου αναζητώ τον θείο εαυτό μου
... Ο ήλιος είναι στην κορφή
και η κορφή εντός μας, αδερφέ μου (ορθωσου).

Ο θείος λοιπόν εαυτός δείχνει στον ποιητή το δρόμο:
Πρέπει να το κατάλαβες, Αγαμέμνονα,
πως οι πράξεις μας δε διαγράφονται με τον καιρό
ούτε  κι εξαγοράζονται με τίποτε άλλο
παρά με ίσες πράξεις
(Οι ίσες πράξεις)

Η έσω πορεία οδηγεί στη συνειδητοποίηση της πράξης, αλλά και στην αιώνια Πηγή που μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας και τον κόσμο:
Σήμερα, Θεέ, ανακάλυψα την ομορφιά εντός μου!
....
Είμαι πια ώριμος σαν τον καρπό τον γινωμένο
στο παχνισμένο δέντρο της αυγής
(Σήμερα Θεέ)

Μετά τη συνείδηση του Εγώ και του Εμείς, έρχεται η συνείδηση του Επέκεινα:
Ω φως που αναβοσβήνεις πίσω
από τα μάτια μου
απροσδιόριστη Αλήθεια!
Καθώς βαδίζω στη σκιά της ύπαρξής μου
Σου μιλώ και Συ μου αποκρίνεσαι
(Ο ήλιος μέσα μου)

Η ένδον πορεία συνεχίζεται στα ποιήματα της συλλογής "Ένδον πορευόμενος", 1988:
Θα σε αγγίξω, Ανέγγιχτε, χωρίς τα χέρια μου
θα σε φτάσω, Ύψιστε, χωρίς τα πόδια μου
βαδίζοντας τους ουρανούς εντός μου!
(Θα σε αγγίξω, Ανέγγιχτε)

Στην ίδια συλλογή συναντάμε και μια σειρά από ποιήματα με διάχτυτο το ερωτικό στοιχείο, που ο προσεκτικός αναγνώστης υποψιάζεται ότι το ερώμενο πρόσωπο υπερβαίνει τα όρια της μικροζωής και ταυτίζεται με την ψυχή του κόσμου, ίσως-ίσως με την ίδια την Κύπρο και την έγνοια της.
Θλασμένες μνήμες
στον ξένο τόπο μας
η μιά του κόρφου σου
η άλλη των χειλιών σου
(Λυρικό παιχνίδι)

Παράλληλα τον βαραίνουν οι μνήμες, τον βαραίνουν οι νεκροί του Αγώνα, οι Ανάπηροι. Ορίσαμε από την αρχή ότι ο ποιητής ταυτίζεται με την Κύπρο, το όνειρο, την Ελλάδα, στην εντός του αναζήτηση πορεύεται λοιπόν ολόκληρος και, αφού ένα κομμάτι του πλήττεται, πονάει. Σ' ένα αφηγηματικό ποίημα "Ο Ηλίας, ένας ανάπηρος του '55-'59", ξεχύνεται όλη η πίκρα για το κατάντημα του ονείρου, για την ολιγωρία Εκκλησίας και εκπαίδευσης, για την αλλοτρίωση και τη λησμονιά. Ίδια κίνηση ψυχής χαρακτηρίζει και το εκτενές ποίημα "Οι άγγελοι της Λευτεριάς", αλλά και το ποίημα "Τήν πανσέληνον μένομεν", όπου σαρκάζει για την παραίτηση, και τις δικαιολογίες για απραξία και ανοχή. Ωστόσο, η φοβερή πραγματικότητα πάντα εκεί, ελλοχεύει:
Ραγισμένε καθρέφτη!
τι μας κοιτάεις από χίλιες μεριές
με το μαύρο σου το μάτι; 
Δεν είμαστε κορμιά
είμαστε δέντρα
στην απαλάμη της φωτιάς
(Σκληρός ουρανός)

Στις δυό τελευταίες συλλογές "Καταγραφές" 1993 και "Φυσάει βοριάς" 2000, ο Σοφοκλής Λαζάρου αφήνει σχεδόν κατά μέρος τον υπαινικτικό λόγο και στρατεύεται στην ανάγκη να θυμίσει, να καταγράψει, να ξεσηκώσει συνειδήσεις, νά γίνει μάντης κακών. Δεν νοιάζεται παρά για το δραστικό αποτέλεσμα, γίνεται αιχμηρός κι αν χρειαστεί, αντιποιητικός. Σ' αυτές τις συλλογές υπάρχουν ποιήματα-κραυγές ή και συνθήματα, ακόμη και οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: "Εφιάλτης", "1974", "Γρήγορα στα λημέρια μας", "Οι νεκροί μας", "Τα σπίτια μας απ' εκεί" κ.ά., αλλά και ποιήματα ατόφιας ποιητικής ουσίας:
"Η άδεια τάξη"
Μέσ' από βαθμολόγιο
φθαρμένο,
με αποτυπώματα
κηλίδες κόκκινες των ματωμένων χρόνων
φωνάζει ο μαθητής μου ο κρεμασμένος
παράξενα
φωνάζει τ' όνομά μου.
Χωρίς πίνακα
η τάξη 
άδεια
μονάχα μια μεγάλη
άσπρη κιμωλία
υγρή στη ράχη
σαράβαλου θρανίου του πενηνταπέντε.
Ένα φάντασμα κάθεται στην έδρα
ένα φάντασμα
και μου ζητάει
να πω Ελληνική Ιστορία.

Θαυμάσιους στίχους βρίσκουμε και στην αξιόλογη ποιητική σύνθεση "Συναξάρι για τον μάρτυρα Σολωμό Σολωμού", 1994:
Όλο ανάβεις το τσιγάρο
όλο αγέρωχα ανεβαίνεις
όλο γλιστράς και πέφτεις
ολοπόρφυρος
και ξανά προς
και ξανά
και ξανά στον ιστό
σκαρφαλώνεις και πέφτεις
και ξανά
(Από τη συλλογή "Φυσάει ο βοριάς", 2000)

Δύο αντίρροπες δυνάμεις που επικρατούν, κινούν το ποιητικό φορτίο στην ποίηση του Σοφοκλή Λαζάρου: Η μιά αναδύεται από τη χαίνουσα πληγή που λέγεται χαμένο όνειρο και διχασμός, και η άλλη από την πίστη στην Πηγή εντός μας. Η μία δίνει ποιήματα πικραμένα ή οργισμένα, η άλλη δίνει ποιήματα μεταφυσικά και υψωτικά του ανθρώπου. Ανάμεσα σ' αυτές τις δυό δυνάμεις, ο ποιητής άλλοτε αιμάσσων και άλλοτε αιθεροβαίνων, καταφέρνει να ισορροποί έτσι, ώστε, κάποτε, να βρίσκει και κάποιες λυρικές διεξόδους.
Όταν όμως η μνήμη, ερεθιζόμενη από την τρέχουσα πραγματικότητα, εξεγείρεται, ο ποιητής ορμάει καταπάνω σε οδυνηρά περιστατικά στα οποία πρωταγωνιστούν μορφές του Αγώνα, πρόσωπα μύθοι (Αυξεντίου, Παλικαρίδης κ.ά.) αλλά και λιγότερο γνωστά, εξίσου όμως τραγικά ή αξιοθαύμαστα, με αποτέλεσμα μια σειρά από ποιήματα, μέ έντονο το δραματικό στοιχείο, στα οποία δεν καταργείται η ποίηση, ενυπάρχει στο μέτρο που τα υψώνει ο ποιητής. Ως προς ό,τι αφορά την ποιητική του τέχνη καθεαυτήν, θάλεγα ότι, μετά τις επιρροές που δέχεται στις πρώτες συλλογές του, κυρίως από Ελλαδίτες ποιητές (Σολωμό, Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσο, Ελύτη), βρίσκει σιγά σιγά την προσωπική του φωνή και ως γνήσιος Έλληνας ποιητής, μεταστοιχειώνει τον κόσμο της εμπειρίας σε καλλιτεχνικά μορφώματα, με λιγότερη ή περισσότερη δεξιότητα, με τη φροντίδα όμως πάντα να υπηρετήσει το ωραίο και αληθινό, το κλασσικό δηλαδή ιδεώδες στην τέχνη.
Τι "κομίζει εις την τέχνην" αυτή η ποιητική κατάθεση; Ο Σοφοκλής Λαζάρου, σε μια εποχή κατακερματιμσού της ανθρώπινης οντότητας, αντιθέτει τη δική του ενότητα ως Έλληνα, με φωνή απροσχημάτιστη και αθώα, φέρνοντας στο προσκήνιο των συνειδήσεων το αίτημα της ουσιαστικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Έτσι, η φωνή του παρατάσσεται πλάι σ' εκείνη του Σολωμού και του Κάλβου, του Παλαμά και του Σικελιανού, ου Σεφέρη και του Ελύτη, στο μέτρο, βέβαια, των δυνάμεών του. Άλλά  και πλάι στη φωνή εκείνων των ποιητών της γης που υπερασπίζονται το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να αισθάνεται άτομο, αλλά και ιστορικό πρόσωπο.
Η γλώσσα του είναι εύφορη, ευγενής, εύχυμη, με καταβολές από την πλούσια ομηρική παράδοση - ενδεικτικά σημειώνω μια γλωσσική του ανθοφορία που μ' εντυπωσίασε και παραπέμπει κατ' ευθείαν στις πλατειές παρομοιώσεις του Ομήρου:
Ξύπνησε το πρωί και το χωριό στα πόδια του πολέμου
ήταν τεμαχισμένη λέξη στο στόμα ενός βαρβάρου
Σφάδαζε σαν την ουρά του φιδιού
που μόλις κόπηκε απ' το υπόλοιπο κορμί
από το φτυάρι του εργάτη και κάνει επιθανάτια προσπάθεια
(Ραψωδία πικρής μνήμης, από τη συλλογή "Ενδοσκόπιο", 1961)

Μια γλώσσα λοιπόν καθαρά ελληνική, εν πολλοίς αισιόδοξη, σκοπεύουσα τα υψηλά. Δεν είναι, φαντάζομαι, τυχαία τοποθετημένο στην τελευταία σελίδα της συνολικής αυτής έκδοσης το ποίημα:
Αν 
Αν με λαξεύσεις
χέρι αγγελικό
σε άσπρο μάρμαρο
θέλω ελληνικό
το φως της η καρδιά μου
να χύνει γύρω
κι απ' τον αιθέρα τα αισχυλικά
οράματά μου
να στάζουν μύρο
(Από τη συλλογή "Φυσάει βοριάς", 2000)

Αυτά "τα αισχυλικά οράματα", αλλά και "οι ραψωδές του όρθρου στη μονή της Χρυσορογιάτισσας" (στίχος από το ποίημα "Αυτός που περιπλανήθηκε αναζητώντας ΣΕ, ΘΕΕ"), η αισθητική δηλ. της Ορθοδοξίας ως γέφυρας στην ένδον Πηγή, είναι οι συνιστώσες της ένδον ζωής, που συντρέχουν και στηρίζουν τον ποιητή στην οδύνη του, καθώς βλέπει μπροστά στα μάτια του την Κύπρο - ένα σπάραγμα -, κομμένο από το κορμί της Ελλάδας να "σφαδάζει σαν την ουρά του φιδιού που μόλις κόπηκε από το φτυάρι του εργάτη και κάνει επιθανάτια προσπάθεια".

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φιλοσοφία και Παιδεία", τεύχος 33, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004]

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Τάσου Γαλάτη, "Ανιπτόποδες και σφενδονήτες"

Έξ όνυχος τον λέοντα

Άμεση- φρέσκια ματιά είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης του Τ. Γ. Στο βιβλίο του «Aνιπτόπoδες και σφενδονήτες», βιβλίο αποκάλυψη, καθώς ήρθε αθόρυβα να μας θυμίσει την άξία της αληθινής ποιητικής φωνής, μιας φωνής αστόλιστης, εν πολλοίς, και ανεπιτήδευτης, γεμάτης, ωστόσο, χυμούς και φυλλωσιές, ήχους και γεύσεις, οσμές και χρώματα και αφές και, πάνω απ' όλα, μνήμες και νοσταλγία, στοχασμό και υπαρξιακή ρέμβη.

Ό Τ. Γ. μεταφέρει στην ποίησή του την προσωπική του μυθολογία με τρόπο άμεσο και απροσποίητο δίχως διλήμματα και αναστολές, επείγεται να μιλήσει για όλα, με αφoπλιστική ειλικρίνεια. Γι αυτό και ο λόγος του είναι ουσιαστικός, μας κεντρίζει, τα ειδώματά του μας ενδιαφέρουν, ο κόσμος του αποτελεί μέρος του δικού μας. Τα εργαλεία του είναι καθαρά καλλιτεχνικά, αλλά ή αξία τους έγκειται στο ότι είναι σύμφυτα του ψυχισμού του, δεν τα επινοεί.

Οι αρετές της ποίησης του Τ-Γ. επισημαίνονται αμέσως από τον επαρκή αναγνώστη και δεν είναι λίγες. Παίρνω ενδεικτικά., το ποίημα της σελ. 149 «'Ένας Ζουρτσάνος». Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Πρόθεση μου είναι να παρουσιάσω τον ποιητή. Το παραθέτω ολόκληρο:


ΕΝΑΣ ΖΟΥΡΤΣΑΝΟΣ

Γεννήθηκα στο Αργοστόλι άλλά δεν έγινα Κεφαλλονίτης,
Δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιους μεγαλουσιάνους
και τούς κόντηδες
έκτός από τον ιππότη Διονύσιο κόμητα Σολωμό.
άλλη άρχονται δεν έχω.

Έμένα ή δική μου ή σειρά κρατάει κάτω από τ' αυλάκι
παρέμεινα σάν τούς γονιούς μου βέρος Ζουρτσάνος
αν και δεν ξεκαθάρισα ποτέ ακριβώς Ζούρτσα τι θα πει.

Όσοι επαίρονται ώς Ευρωπαίοι
πιστεύουν ότι έτσι τη βάφτισαν οι Φράγκοι τών Bιλλαρδουϊνων
για τα ποτάμια και τα κεφαλάρια της
άλλοι λένε πώς είναι σλάβικο απομεινάρι
γι' αυτό αργότερα επί τό ευπρεπέστερον
μετονομάστηκε σε Κάτω και Νέα Φιγαλία.

Δεν ξέρω τι να διαλέξω ούτε νοιάζομαι
άλλωστε μπορεί να είμαι τουρκόσπορος
Όπως υποψιάζομαι από τούς Κουζουμαίους και Γιαβρούμηδες
το σόι του πατέρα μου
ή να κατάγομαι από τούς αραπάδες του Ιμπραήμ
πού όργωσαν πέρα για πέρα τον Μωριά

Όταν ήμουνα δάσκαλος στό Μισίρι
κανένας ντόπιος δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου
το σκούρο μούτρο μου δεν ξένιζε, αράπης ήμουνα κι εγώ.

Φράγκος ή Σκλαβηνός, τουρκόσπορος ή αράπης, αδιάφορο
για ένα πράγμα είμαι σίγουρος
τη γλώσσα πού μου έμαθε ή μάνα μου
αυτή πού δίδαξε στο γιό της ή σκοτεινή Αγγελική Νίκλη
κι έφτασε μόνο γι' αυτό να γίνει το βλαστάρι της
ο ψάλτης των Ελλήνων και της λευτεριάς τους.

Ποια είναι ή Ζούρτσα, ποιος είναι ό Ζουρτσάνος. Τό πρώτο πρόσωπο στό ποίημα σηκώνει όλο τό βάρος της ευθύνης, δεδομένη λοιπόν ή αμεσότητα του λόγου. Πρoxωρώντας, μάς κερδίζει το εύρος του ποιήματoς, εύρος γεωγραφικό, ιστορικό, γλωσσικό: Από τη Ζάκυνθο στη Ζούρτσα της Αρκαδίας κι ακόμα πιο κάτω, στο Μισίρι. Μια διαγώνια γραμμή ενώνει δύση- νότο, το ταξίδι μας γεμίζει ευφορία. Παράλληλα ή μνήμη συναγείρεται: Σκλαβηνοί, Φράγκοι, Τούρκοι, Αραπάδες, η νεότερη ιστορία μας παρούσα, κι όλα ειπωμένα με τη γλώσσα μας εκτεταμένη ως τά όριά της, από την απλοϊκή κουβέντα του δρόμου ( δεν έχω τίποτα, ή σειρά μου κρατάει, κανένας δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου, κι έφτασε μονάχα γι αυτό κ. α.) ως τη λόγια ( επαίρονται, επί το ευπρεπέστερον, μετονομάστηκε κ.α.) γλώσσα δουλεμένη κι αφομοιωμένη, ικανή να αφηγείται αλλά και να συμπυκνώνει στο έπακρον.

Οι αντιθέσεις, εξ άλλου, πού λογχίζουν το ποίημα, εξωτερικά και εσωτερικά, (γεννήθηκα στο Αργοστόλι- δεν έγινα Κεφαλλονίτης, δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιoυς μεγαλουσιάνoυς και τούς κόντηδες- παρέμεινα βέρος Ζουρτσάνος, μπορεί να είμαι τουρκόσπορος, αράπης- για τη γλώσσα μου όμως είμαι σίγουρος) συμβάλλουν στην κλιμάκωση της έντασης, ενώ, παράλληλα, ο αυτοσαρκασμός αποφορτίζει, διαχέοντας ιλαρότητα και ευφροσύνη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί μεγάλη αρετή, γιατί ή ποίηση όπως και κάθε τέχνη, δεν σοβαροφορεί, παίζει, ας θυμηθούμε τους Αρχαίους λυρικούς μας.

Εν τέλει, ποια είναι η Ζούρτσα; Είναι ή Σκιάθος του Παπαδιαμάvrη, είναι ό ομφαλός της γης, είναι ή εσωτερική στέγη του καθενός μας; Και ό Ζουρτσάνος;

Είναι μόνο ο ποιητής, ο κάθε Έλληνας, είναι ο άνθρωπος όπου γης, πού δικαιούται να έχει μια ρίζα;

Το ποίημα ρέει «με τις αισθήσεις όλες στα πρόσω»*, μας συγκινεί, και γι αυτό μας μετακινεί. Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Φτάνει πού μιλάμε τη γλώσσα της μάνας μας, αυτή από μόνη της αποτελεί πατρίδα, αδιαπραγμάτευτη εθνική μας ταυτότητα.

Οί καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος θριαμβικοί στην αναφορά τους για τον «ψάλτη των Ελλήνων και της λευτεριάς τους», κορυφώνουν τη συγκίνηση και τη ρέμβη, στοιχεία απαραίτητα της λυτρωτικής λειτουργίας της αληθιvής τέχνης.

Ό ποιητής, αθώα, και με βιωματικό τρόπο, μέσα σε τριάντα στίχους απάντησε σε θεμελιακής σημασίας ερωτήματα και, το σπουδαιότερο, οι απαντήσεις του ενισχυμένες με το «δίκαιον» της καρδιάς, δεν σηκώνουν αντίλoγo.


• στίχος από ποίημα του Λουκά Κούσουλα

[Τάσου Γαλάτη Ανιπτόποδες και σφενδονήτες, ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα]

Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Φωνές Χρωμάτων [δ]

Κούκλα

Τήν ἤθελα γλυκειά
νά μ' ἀγαπάει
σάν δροσοστάλα νά γλιστρᾶ
κι ἡ μέρα μου ν' ἀνθίζει.

Νά μή γερνᾶ
Νά μή λυγάει
Νά μήν κλαίει

Νά 'χω μιά κόρη ἀπίστευτη
σάν κούκλα.

Ἐλιές

α.

Ἅρπα παμπάλαιη
μελωδεῖς
κι ὁ φόβος - λάδι ρέει.

β.

Ἑσπερινοί τῆς μνήμης μου
Ἀσημοκαπνισμένοι.

Κοντογεννάδα

Σέ κακοτράχαλη πλαγιά
βγαίνεις Κυρά σεργιάνι
σέ ἀγκαλιάζει ὁ οὐρανός
μά ὁ κάμπος δέ σέ φτάνει.

Παλιά σπίτια

α.

Χρῶμα τό χρῶμα ξόδεψα
ν' ἁρπάξω τήν ψυχή σου
σέ τόνους μώβ μοῦ δόθηκες
στέγη τοῦ Παραδείσου.

β.

Βήματα ζωηρά...
Λικνίζονται σ' ἕνα ταγκό
καί σβήνουν
ἥσυχα
τρυφερά
ὑποταγμένα στοῦ ρυθμοῦ
τήν τελευταία νότα.

Μονοπωλάτα

Ἀνηφοριές - κατηφοριές
κι αὐλές χαριτωμένες
κι ἡ ἐκκλησιά - Παράδεισος
στό χάρτη τῆς καρδιᾶς μας.

Στίς ὀμορφιές ν' ἀνοίξουμε
πάλι τήν ἀγκαλιά μας.

Νεοκλασσικό

Τώρα θά σύρει
τήν κουρτίνα ἡ κόρη
κι ἀπό τίς γρίλιες
ἄγρια λάμψη
θά ξαναφέξει τοῦ ἔρωτα.

Λίγες ἀκόμη νότες
σιγανές
σάν νά πατοῦν στά νύχια
καί τό μπαλκόνι
πάλι ἀπόψε θά ὀργώσει
τό στερέωμα.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Φωνές χρωμάτων [γ]

Μάρθα

Κλαίουσα ἰτιά...
Πελάγωσες
Σάν τήν ἀγάπη.

Κάστρο

Οἱ δυνατοί σέ παίξανε
στό κομπολόϊ τους χάντρα.
Ἐγώ τήν ὀμορφιά σου
ἴσα ν' ἀγγίξω θάρρεψα.

Εἶναι κάτι δέντρα...

Ἀφ' ὑψηλοῦ
τήν ἄβυσσο κοιτῶ
λυγώντας ἐλαφρά
μέ χάρη εὐκάλυπτου.

Γυμνό κορίτσι

Κλῶνε λυγερέ
μέ τ' ἄνθη σου ὅλα
Κόσμου
ἀμάραντο καθρέφτισμα.

Λαϊκή ἀγορά

Ἐξέγερση ζωῆς
σ' ἄναιμες πόλεις.
Ἀνάβουν τά κορμιά
κι ἀχνίζουν.

Δέν ξεχωρίζεις
τόν ἄνθρωπο ἀπ' τό φροῦτο
μῆλα καί πρόσωπα
στήθη καί πορτοκάλια
γάμπες, ροδάκινα, γοφοί
σέ σμίξιμο δοξαστικό

ἕνα "χαῖρε"
λεβέντικη γυροβολιά
στήν πλάτη τοῦ θανάτου.

Κοριτσάκια

Μηλίτσες μου
πλεξοῦδες φυλλωσιές μου
ὁ κόσμος γύρω φρύγανο
κι ἐγώ μαζεύω μῆλα.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Φωνές Χρωμάτων [β]

Ἡ Ἄσος

α.

Νερένιο θαῦμα...
Σέ ποιᾶς ζωῆς ἀνάβρυσμα
Σ' ἔχω ξαναδεῖ.

β.

Ποιοί κόσμοι Κόσμε
Γλιστρᾶνε στά νερά σου
Ἀλλοπαρμένοι...

γ.

Θαλασσώνομαι
Στοῦ ἔρωτα τούς δρόμους
Ἔκθαμβη βάρκα.

Ἡλιοτρόπια

α.

Γέρνουν σάν προσευχή
χρυσόπαιδα στόν ἥλιο
πρίν νά πλαγιάσουν.

β.

Ἔκρηξη τοῦ Ἥλιου!
Μικροί χιλιάδες ἥλιοι
στή γῆ γλιστρᾶνε.

γ.

Πῶς μᾶς κοιτάζει ὁ ἥλιος
Μέ ἄπειρα πρόσωπα...

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Φωνές Χρωμάτων [α]

Αγιογραφία (Παναγία)

Στόν πόνο Σου
τον πόνο μου γυμνάζω
να τον αντέχω.

Πώς
στ' αναμμένα κάρβουνα
να χορέψω
Αναστενάρης.

Ζωγράφος

Στόν κήπο
σε περπάτησα ψυχή μου
γλυκά τρυγώντας χρώματα
και χάρη.

Κι όλα τ' αφήνω εδώ:
Του ονείρου μου αστραπές
Νιότης δοξάρι.

Εσύ

α.

Καντήλι εντός μου καις
ήμερο φως
στην ορφάνια της νύχτας
γλυκασμός.

β.

Περβόλι σ' έχω γύρω μου
κι ας λείπεις

Παιδιά

Νιότη πώς τρέχεις;
Όμορφη λύπη...

Μα σε κρατώ
φρέσκο μπουκέτο
στης ζωής το πέτο.

Καραβόμυλος

Νερά της μνήμης θολερά
Δεντροστεφανωμένα
Υγρής ζωής ώ μυστήριο!

Τριαντάφυλλα

Ένα λουλούδι αρκεί...
Δάκρυ να στάξει ο κόσμος
Ροδοπέταλο.

Φισκάρδο

Τέτοια μιά χάρη
Να μού δοθεί στο τέρμα
Του ταξιδιού μου.

Λιμάνι

Έκπληκτη μνήμη...
Εγώ με τον πατέρα
στην προκυμαία.

"Στάσου βρέ ναύτη
μη σπρώχνεις τη βάρκα"

στέναζε

"Στάσου βρέ ναύτη
νά 'ρθω κι εγώ".

Καράβι στην τρικυμία

α.

Το μέσα χάος
σαν πέλαγος
γερό σκαρί γυρεύει.

β.

Ψυχή
στήν άγρια θάλασσα
δείξε την αντοχή σου.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Η Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη


Στην ποίηση, εκείνου που, νομίζω, μετράει είναι αυτό τούτο το ποιητικό φορτίο και όχι ο φορτισμένος αναγνώστης, γι' αυτό θα επιχειρήσω μιάν ακόμη ανάγνωση της ποίησης του Σεφέρη παίρνοντας απόσταση από τα πεζά του (ημερολόγια κ.λ.π.), αλλά και από την πλούσια γύρω από αυτόν βιβλιογραφία, για να κρατήσω - όσο γίνεται - ανόθευτη τη ματιά μου σ' ό,τι αφορά την παρουσία της Ελλάδας στο ποιητικό του σώμα.
Στον Σεφέρη, ο προσεκτικός αναγνώστης ψηλαφεί την Ελλάδα ως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η χρονική αυτή σύμβαση, συμπυκνωμένη, αποτελεί τη δυναμική της ποίησής του, καθώς το οδυνηρό παρόν ανακαλεί το παρελθόν και τα δυό μαζί προβάλλονται στο μέλλον.
Η Ελλάδα ως παρελθόν είναι "αξία"βαθιά βιωμένη από τον ποιητή, ικανεί να ερμηνεύσει το παρόν, αλλά οι άνθρωποι επιμένουμε στα ίδια λάθη. Πρόσωπα-σύμβολα, θετικά ή αρνητικά, παρμένα από την Ελληνική Γραμματεία, διάσπαρτα στους στίχους του στίζουν το αυτονόητο, ότι Ελλάδα για τον ποιητή είναι κυρίως εκείνη του Ομήρου, της Τραγωδίας, των Φιλοσόφων, η Ελλάδα των Ευαγγελίων, του Ερωτόκριτου, της Κυπριακής Λογοτεχνίας, του Σολωμού, του Μακρυγιάννη, η Ελλάδα του δημοτικού τραγουδιού, των ερειπίων, του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η Ελλάδα ως παρόν μοιάζει θρυμματισμένος καθρέπτης. Την ψαύεις με την αφή, την όραση, την ακοή. Σε άλλους ποιητές μας αποτελεί ενότητα, δηλώνεται:
Στόν Κάλβο η Ελλάδα σπαρταράει αναγεννώμενη μπρος στα μάτια του ποιητή, οι ωδές του δεν είναι παρά παραληρήματα χαράς για τη νεκραναστημένη που δονεί την ύπαρξή του σύγκορμη, καθώς ταυτίζεται μαζί της, κατά το "ελευθερία ή θάνατος".

Εγώ την λύραν κτυπάω
κι ολόρθος στέκομαι
σιμά είς του μνήματός μου
το ανοικτόν στόμα (Ευχαί)

Στον Σολωμό είναι η συνισταμένη της υλικής, πνευματικής και ηθικής δύναμης, μιά ενότητα θεϊκή ορίζουσα την ανθρώπινη οντότητα, αλλά και το πράγματι ελεύθερο άτομο:

Χαρές και πλούτη να χαθούν και τά βασίλεια κι όλα
Τίποτα δεν είναι, αν στητή μέν' η ψυχή κι ολόρθη". (Ελληνίδα μητέρα)

Κι εφώναζα ω θεϊκιά
κι όλη αίματα πατρίδα (Κρητικός)

Γιά τόν Καβάφη η Ελλάδα είναι έρωτας, "αιθερία μορφή", είναι η Αθήνα και η Σπάρτη, το "Μέγα Πανελλήνιον", "ο ένδοξός μας βυζαντινισμός", "ιδιότητα δεν έχει ο κόσμος τιμιωτέραν".

Στόν Παλαμά είναι εδαφικό ζητούμενο και ιδέα

Θεός είμαι (στίχ. από το ποίημα Όμηρος)

Δέν χάνομαι στά Τάρταρα
μονάχα ξαποσταίνω
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω ( Ο Διγενής κι ο Χάροντας)

Στόν Σικελιανό είναι ιδέα και μεταφυσική, στόν Ρίτσο είναι "Ρωμιοσύνη", στον Ελύτη κάλλος καί φως αενάως αναγεννώμενα:

Αχ θάλασσα κάθε που ξυπνάς
πώς ξανακαινουργιώνονται όλα (Δυτικά της λύπης: Ενδυμίων)

Ο Σεφέρης βλέπει την Ελλάδα με τα μάτια ενός πρόσφυγα, η ματιά του είναι θρυμματισμένη:

Ήταν ωραία τα μάτια σου
μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις,
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ
χωρίς πατρίδα (Όνομα δ' Ορέστης)

Αν είναι σωστό αυτό που λένε, πως η αληθινή πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία, κατανοούμε στίχους όπως:

ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια (Μυθιστόρημα)

τα σπίτια που είχα μου τα πήραν (Κίχλη)

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια,
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς (Τελευταίος Σταθμός)

Ωστόσο η αναζήτηση της Ελλάδας ως παρελθόν είναι εμπειρία πικρή και επώδυνη, που του δημιουργεί υπαρξιακή αμηχανία:

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω. (Μυθιστόρημα)

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες (Μυθιστόρημα)

Κάτω από την προσωπίδα ένα κενό (Ο βασιλιάς της Ασίνης)

Εκτός από την προσφυγιά που τον χάραξε, τη μελαγχολία του επιδεινώνουν γεγονότα διαλυτικά της ανθρώπινης υπόστασης: Δικτατορίες, πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος:

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε
ν' αντικρύσετε τον ήλιο
χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε
ν' αντικρύσετε τον άνθρωπο (Κίχλη)

Κι αν σου μιλάω με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, και η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει (Τελευταίος Σταθμός)

Η Ελλάδα λοιπόν, ως παρόν απουσιάζει, η ανθρωπότητα δεν διδάχτηκε τίποτα, "της Τραγωδίας ο λόγος ο λαμπρός" είς ώτα μή ακουόντων.

Τώρα έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο (Κίχλη)

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται
στην Αττική και δεν βρίσκετα πουθενά (Μέ τον τρόπο του Γ.Σ.)

Κι αυτός ο άνθρωπος βηματίζει
τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής ( Επιφάνεια 1937)

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί

τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δεν βρίσκω
τίποτε που να μη το συνηθίσατε (Αφήγηση)

Ακόμη και οι άνθρωποι που αντιστέκονται δεν τον αναπαύουν, τους λείπει η αυτοεπίγνωση ή είναι ματαιωμένοι ήρωες του παραλόγου:

Οι σύντροι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη. (Αργοναύτες)

Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας
και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ'τα μάρμαρα
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας" (Μυθιστόρημα ΙΕ)

Περνούσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι (Οι σύντροφοι στον Αδη)

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;

Ποιός είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει
Πίσω από μας; (Η μορφή της μοίρας)

Στά σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά ( Τελευταίος Σταθμός)

Ωστόσο η Ελλάδα ως μέλλον ανακλάται περισσότερο φωτεινή και, μέσα στο ζοφερό παρόν, ο ποιητής έχει στιγμές που αφήνεται σε μιά αισιόδοξη διάθεση:

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα (Λίγο ακόμα)

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε,
τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου
σκοτεινή κοπέλα
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηΐδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει
στο φως (Κίχλη)

Στα Κυπριακά του ποιήματα (Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ') η Ελλάδα ως μέλλον γίνεται για τον ποιητή πεποίθηση ανθοφορίας. Το θαύμα που στην Κύπρο "λειτουργεί ακόμη", όπως γράφει, τον συγκινεί βαθιά, και η απελπισία μετατρέπεται σε ελπίδα, ότι η Ελλάδα δεν χάνεται, θα ξαναγεννηθεί κάποτε. Ίσως δεν έχει εντάξει τυχαία σ' αυτή την ποιητική ενότητα δύο ποιήματα: Μνήμη Α΄ καί Μνήμη Β΄, στά οποία είναι εμφανής η πρόθεσή του να προφητεύσει, στό πρώτο:

θα γίνει η ανάσταση μιάν αυγή.
Θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει
την Αφροδίτη
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει.

Ο τελευταίος στίχος-εδάφιο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: "εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει" και στο δεύτερο: Ἁδης και Διόνυσος είναι το ίδιο", από το γνωστό σπάραγμα του Ηράκλειτου: "Ωυτός Αίδης και Διόνυσος". Η φθορά, λοιπόν, κατά τον ποιητή, είνα φαινομενική, μεταμόρφωση μόνο υπάρχει, σκέψη καθαρά Ελληνική διαπερώσα όλους τους μεγάλους στοχαστές και ποιητές μας. Η Ελλάδα, ως σημαίνον και σημαινόμενο, ταυτίζεται με τον θνήσκοντα και αναστάντα θεό. Διανύουμε, λοιπόν, την περίοδο του θανάτου. Όμως ο σπόρος θα ξαναφυτρώσει. Να προσδοκά ίσως ο ποιητής μιά πλούσια καρποφορία σε παγκόσμιο επίπεδο; Κανείς δεν το αποκλείει. Σε ό,τι αφορά πάντως την Ελλάδα, ως εθνική περιπέτεια, οι παρακάτω στίχοι στενάζουν από την πικρή αποτίμηση:
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι...
εξ άλλου, η γραμμή της ζωής; η μοίρα; η ιστορία; κκάνει ανεπηρέαστη τη δουλειά της

Γραμμή! αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης (Οι γάτες τ' άϊΝικόλα)

Στά "Τρία κρυφά ποιήματα", η πεποίθηση για μιάν αναγέννηση στο μέλλον γίνεται πιό δυναμική, επαφίεται στον Ελληνα και τη θέλησή του:

Καθώς έψαχνα σχήματα
στα βότσαλα
γυρεύοντας ρυθμούς
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
"εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό
που θέλεις".

Μετά την αναγνωριστική αυτή προσέγγιση, η Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη μοιάζει πολυδύναμο δέντρο με ασυνήθιστα βαθειές ρίζες, ξεροφυλλιασμένο όμως σήμερα, δίχως χυμούς᾿ μα τα βλαστάρια που ξεπετιούνται γύρω του προοιωνίζονται πλούσια ανακορμάδα κι εύρωστη, φτάνει να σκύψει ο περιβολάρης πάνω του με γνήσιο ενδιαφέρον, σωστά να το κλαδέψει και να το ποτίσει, με την επίγνωση ότι αυτό το δέντρο δίνει στο περιβόλι του όχι μόνο την παχειά ισκιάδα του, αλλά και σφρίγος και μοναδικότητα.

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδ. Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 34, Ιανουάριος-Απρίλιος 2005]



Από πτερόν φτερό [ζ]

Κεφαλονιά

στόν πατέρα

Χέρια πέτρινα
σφραγίζουν τη σιωπή
σταυρώνουν τίς τύψεις.
"Τό '30 κόψαμε θεμέλια,
πέντε αδέρφια δουλέψαμε όλοι,
μιά κάμαρα ο καθένας᾿
εσύ γεννήθηκες σ' αυτή του δρόμου᾿
στους βομβαρδισμούς σ' αφήναμε στήν κούνια
ζεις από τύχη."
Ρυτίδα γέλιου στή λύπη εποχή.
Ευγένεια πέτρας, χεριῶν᾿
έκτισαν, χαράκωσαν, σκέβρωσαν,
έτσι γιά γλέντι᾿ δέ χάϊδεψαν,
από ντροπή.

Η σιωπή των Σπαρτιατών

Σπαρτιάτες ό,τι και να λέτε,
το λακωνίζειν θάνατος εστίν.
Ούτε δυό λόγια δεν αφήσατε για μας.
Απόντες στα πεδία του λόγου,
δεν αντιτάξατε μιά λέξη
στην επερχόμενη σιωπή.

Αντικατροπτρισμός

Λάμπει ο ήλιος
βρέχει στην Ομόνοια,
κάτω γλιστρά ο ουρανός
και τον ποδοπατάμε,
τρύπιες ομπρέλες
στάζουμε.

Η Ελλαντίδα την τρίτη χιλιετία

Ένα πρωΐ
η μάγισσα με τα νερένια χέρια
τεντώθηκε
και σάρωσε τα πάντα.
Άστραψαν πάλι βουνά και κάμποι.
Χρόνια μετά
κάποιος ψαράς
βρήκε στα δίχτια λέξεις.
Παιδιά τις είδαν στρογγυλές,
τις πήρανε για βώλους.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Από πτερόν φτερό [στ]

Τρίστιχα

Δές! Τυλίγομαι
στη θαλασσιά πετσέτα
καί ταξιδεύω!

**

Η παπαρούνα
παράφορα ανθίζει
και σπαταλιέται.

**

Φωτογραφίες...
Ἀδιάφορα κοιτάζω
πρόσωπα ξένα.

**

Στίς τόσες γεύσεις
ὁ έρωτας προσθέτει
ακόμα κάτι.

**

Τόσο θάνατο
σαν τη ζωή, σηκώνουν
τά κυπαρίσσια.

**

Μελισσόσυκα
τα γινωμένα λόγια
φρεσκοκομμένα.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Από πτερόν φτερό [ε]

Μιά ζωή σκοτάδι

Μιά ζωή δε σε φτάνει
Να δεις πως
το δίκιο του ζώου
Κατοικεί στην παλάμη σου,
Στα μάτια η λύπη του,
Ίδια η δική σου
Να δεις
Την αράχνη
Κουνούπι να τρώει το φόβο σου,
Πως αρνί είν' ο λύκος
Και λύκος ο φόβος σου.

Ακρίβεια

Είναι κάτι λέξεις ακριβές,
παλιό μετάξι,
λίγο να τις φρεσκάρεις,
τρίζουν.
Έτσι και ταιριάσουν στην υφή,
στους τόνους,
αν ο συνδυασμός τους δώσει,
όπως λέν, προοπτική,
ατσάκιγες, της ώρας,
τις φοράει το ποίημα
και φυσάει.

Ματαίωση

Η Σελάννα -
Ποιόν να σκεπάσουν,
τα λουσμένα της μαλλιά;
Ποιόν να ζεστάνουν
τ' αχνιστά της μέλη;
Ο Ενδυμίων -
Τον γράπωσε η πόλη᾿
τον έριξε σε λερούς δρόμους,
σε σάπιες αγκαλιές.

Ποτάμι ρόδινο

Κελαρύζουν στα έγκατα οι πηγές του.
Την εποχή των πλημμυρών
κατηφορίζει αθέατες πλαγιές,
σεισμογενείς περιοχές, χαράδρες
και χύνεται στον κόλπο με τα βρύα
ρόδινο, αχνιστό, σήμα θριάμβου.
Σαν το φεγγάρι έρχεται και φεύγει.
Στην ξηρασία κλιμακωτά στερεύει
πηγές και κοίτη χάνονται στο χώμα.

Ποτάμι σκοτεινό, ρόδινο τρέχεις...

Κάθοδος

Τόνοι του μώβ
κυκλάμινο
και πασχαλιά
και φούξια
κι ακόμα πιό βαθύ
βελούδο του πανσέ
και πιό πολύ βαθύ, προς μπλέ,
ωκεανός
βυθός
τα έγκατά μου.