Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Σοφοκλής Λαζάρου: Ένας κατ' εξοχήν "Έλληνας" ποιητής-στοχαστής από την Κύπρο

Με τον τίτλο "Ποιήματα", από τις εκδόσεις Ακτή, Λευκωσία 2003, κυκλοφόρησε ολόκληρη η ποιητική παραγωγή (1958-2000) του Κύπριου ποιητή Σοφοκλή Λαζάρου. Ο Σοφοκλής Λαζάρου, ως ποιητικό υποκείμενο, αισθάνεται, σκέφτεται και υπάρχει πρώτα ως Έλληνας, που εμπνέεται και πυροδοτείται από την ιδέα της ελληνικότητας, και ύστερα ως Κύπριος. Συγκεκριμένα, στην ποίησή του η Κύπρος είναι η αγαπημένη γενέθλια πατρίδα που την εννοεί και τη δέχεται μόνο ως κομμάτι της Ελλάδας. 
Έτσι, έταξε τον εαυτό του στην υπόθεση της Κύπρου όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί η Κύπρος τον περιέχει ως Έλληνα κι εκείνος την περιέχει ως Ελλάδα. Αυτό αποτελεί την ουσία του ως ύπαρξης, άρα και ως ποιητή, κάθε τι άλλο τον καταργεί. Μ' αυτή την ανάσα ζει και δημιουργεί.
Αυτό το στοιχείο διατρέχει την ποιητική του πορεία και εξακτινώνεται σε δονούσες την ψυχή του δυνάμεις που είναι: 
  • Η οδυνηρή συναίσθηση της σκλαβιάς και η λαχτάρα για την αποτίναξή της.
  • Ο Αγώνας (1955-1959), η θρυλική ΕΟΚΑ.
  • Η απογοήτευσή του για την ατελέσφορη λύση, έτσι όπως την εισπράττει ο ποιητής.
  • Ο διχασμός.
  • Το βαθύ ποτάμι που άνοιξε και χώρισε τις συνειδήσεις (από δω ο ποιητής και από κει οι άλλοι).
  • Η έσω πορεία προς την Πηγή, ως εξισορροπιστική δύναμη προς εξασφάλιση της ενότητας του εαυτού.
  • Η σύγχρονη πραγματικότητα της Κύπρου, μετά την εισβολή των δυνάμεων κατοχής.
  • Η αλλοτρίωση από την κοινωνία της αφθονίας.
  • Η οργή για τον εφησυχασμό.
  • Η ανάγκη για μιά εξέγερση συνειδήσεων.
  • Οι μεγάλες μορφές του Αγώνα και το χυμένο αίμα ως χρέος και ιστορική επιταγή καί, πάνω απ' όλα, 
  • Η βαθειά επίγνωση της ελληνικής ουσίας του ως μοίρας και ύψιστου ιδανικού.
Η πίκρα για τη σκλαβιά, αλλά και η λαχτάρα για την αποτίναξή της εμφαίνεται στις πρώτες κι όλας δοκιμές του, μαζί με τον έρωτα για το τοπίο και τους ανθρώπους του μόχθου, τη Σολωμική αντήχηση της αγαπημένης, διάχυτης παντού, ταυτισμένης με την ίδια την ελευθερία, αλλά και την ψυχή του Σύμπαντος: 
Χώμα της Πάφου
ψυχή αρκαδική που θρέφεις!
Χώμα πυρωμένη καρδιά
γιγάντια
του σκλαβωμένου μου λαού
(Χώμα της Πάφου, 1952, από τη συλλογή "Ανηφόρες")

Στο τελευταίο ποίημα της ίδιας συλλογής με το χαρακτηριστικό τίτλο "'Ωρες οργής", ο ποιητής συνειδητά διαλέγεται με τον Σεφέρη:
Κάποιος χωρίς καν όνομα, χωρίς πατρίδα, ξένος
άραξε δω τη μουσική ν' ακούσει του τόπου
όμως τ' αηδόνια πια δεν τραγουδούν στις Πλάτρες.

Ο διάλογος με τον Σεφέρη συνεχίζεται στη συλλογή "Ενδοσκόπιο" (1961), με ποιήματα, όπως λέει ο ίδιος, "που αποτυπώνουν τα βιώματα του τέλους της δεκαετίας του '50, σε υπερρεαλίζουσα γραφή - γραφή διαμαρτυρίας, γεμάτα πόνο από τις κακοποιήσεις και το αίμα των θυσιών του απελευθερωτικού Αγώνα και συνάμα γεμάτα πίκρα από τη διάψευση του ονείρου της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ένα ιδανικό με το οποίο έζησαν οι γενιές των σκλάβων και η γενιά του ποιητή".
Σ' αυτά τα ποιήματα ο ποιητής αποπειράται να μπολιάσει τη γραφή του με τον υπερρεαλισμό και ιδίως στα πρώτα της συλλογής αντηχεί έντονα η φωνή του Σεφέρη που, θαρρείς, ανασαίνει μαζί του: 
Πέρασα από τον ίσκιο στην κάψα του μεσημεριού
χωρίς τον ύπνο να γευτώ μια στάλα.
Τώρα αγωνίζομαι να ξεχωρίσω
στην άλλη πλευρά του ποταμού
την τεθλασμένη ανάμνηση των άστρων
this is my affliction
(Πορτρέτο ενός στίχου, από τη συλλογή "Ενδοσκόπιο")

Αλλά και οι επιρροές του Ελύτη είναι ανιχνεύσιμες: 
... Και τρέχει μες στις φλέβες μου
πιο γρήγορα το αίμα
ξύνοντας τις πληγές
(Ο Κρατούμενος)

Ακόμη και από τον Άγγλο ποιητή Elliot:
Οι αντίλαλοι που φτάνουν και τους νιώθουμε
σα λεπτό βάδισμα δροσιάς ή ζέστης
είναι το θρόισμα του ροδόκηπου
είναι τα βήματά μας στο ροδόκηπο
(Συνείδηση)

Ωστόσο, όταν το βίωμα είναι άμεσο, η υπερρεαλίζουσα γραφή υποχωρεί και ο ποιητής αφήνεται στη συγκίνηση της παρούσας στιγμής ή μνήμης, με αποτέλεσμα η φωνή του να γίνεται πιό αυθεντική και, παρότι το συναίσθημα επιβάλλεται στην ποιητική τέχνη, τα ποιήματα μας αμείβουν με την ειλικρίνειά τους. Παράδειγμα το ποίημα με τον τίτλο "Στον πρωτομάρτυρα μαθητή Χρύσανθο Μυλωνά", αλλά και το εκτενές ποίημα "Ραψωδία της πικρής μνήμης".
Το 1981 κυκλοφορεί η συλλογή του Σ.Λ. "Επιστροφή". Τη χωρίζουν είκοσι χρόνια από το "Ενδοσκόπιο" ('61-'81), χρόνια-εφιάλτες που κατακεραυνώνουν τ' όνειρο, διαλύουν την ανθρώπινη ψυχή και την αποξενώνουν. Έντονο υπαρξιακό ρίγος, αλλά και μια αίσθηση ματαιότητας αναδίνουν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Το χαμένο όνειρο δημιουργεί χαμένους ανθρώπους:
... Ήταν η γη εδώ χλωρή
εδώ κοιμόταν τ' όνειρο.
.......
Όμως σηκώθηκ' ένας άνεμος
κουβαλώντας οργή και θάνατο
(Οι χαμένοι άνθρωποι)

Κι όταν οι άνθρωποι χάνονται, αποξενώνονται, βλέπουν στον αδερφό τον εχθρό τους. Υπαινιγμός για τον διχασμό ανιχνεύεται στο ποίημα "Η απόφαση που δεν παίρνουν":
... Στέκουν αντίπερα και σείουν τα φονικά τους όπλα
γεμάτοι απειλές και οπισθοδρόμηση
και το ποτάμι ρέει πορφυρό από το αίμα των πληγών
που ανοίγουν ο ένας του άλλου.

Η ερημία και το άλγος που ακολουθούν το χαμένο όνειρο στρέφουν συχνά τον άνθρωπο εντός του:
Πίσω από τη σάρκα μου αναζητώ τον θείο εαυτό μου
... Ο ήλιος είναι στην κορφή
και η κορφή εντός μας, αδερφέ μου (ορθωσου).

Ο θείος λοιπόν εαυτός δείχνει στον ποιητή το δρόμο:
Πρέπει να το κατάλαβες, Αγαμέμνονα,
πως οι πράξεις μας δε διαγράφονται με τον καιρό
ούτε  κι εξαγοράζονται με τίποτε άλλο
παρά με ίσες πράξεις
(Οι ίσες πράξεις)

Η έσω πορεία οδηγεί στη συνειδητοποίηση της πράξης, αλλά και στην αιώνια Πηγή που μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας και τον κόσμο:
Σήμερα, Θεέ, ανακάλυψα την ομορφιά εντός μου!
....
Είμαι πια ώριμος σαν τον καρπό τον γινωμένο
στο παχνισμένο δέντρο της αυγής
(Σήμερα Θεέ)

Μετά τη συνείδηση του Εγώ και του Εμείς, έρχεται η συνείδηση του Επέκεινα:
Ω φως που αναβοσβήνεις πίσω
από τα μάτια μου
απροσδιόριστη Αλήθεια!
Καθώς βαδίζω στη σκιά της ύπαρξής μου
Σου μιλώ και Συ μου αποκρίνεσαι
(Ο ήλιος μέσα μου)

Η ένδον πορεία συνεχίζεται στα ποιήματα της συλλογής "Ένδον πορευόμενος", 1988:
Θα σε αγγίξω, Ανέγγιχτε, χωρίς τα χέρια μου
θα σε φτάσω, Ύψιστε, χωρίς τα πόδια μου
βαδίζοντας τους ουρανούς εντός μου!
(Θα σε αγγίξω, Ανέγγιχτε)

Στην ίδια συλλογή συναντάμε και μια σειρά από ποιήματα με διάχτυτο το ερωτικό στοιχείο, που ο προσεκτικός αναγνώστης υποψιάζεται ότι το ερώμενο πρόσωπο υπερβαίνει τα όρια της μικροζωής και ταυτίζεται με την ψυχή του κόσμου, ίσως-ίσως με την ίδια την Κύπρο και την έγνοια της.
Θλασμένες μνήμες
στον ξένο τόπο μας
η μιά του κόρφου σου
η άλλη των χειλιών σου
(Λυρικό παιχνίδι)

Παράλληλα τον βαραίνουν οι μνήμες, τον βαραίνουν οι νεκροί του Αγώνα, οι Ανάπηροι. Ορίσαμε από την αρχή ότι ο ποιητής ταυτίζεται με την Κύπρο, το όνειρο, την Ελλάδα, στην εντός του αναζήτηση πορεύεται λοιπόν ολόκληρος και, αφού ένα κομμάτι του πλήττεται, πονάει. Σ' ένα αφηγηματικό ποίημα "Ο Ηλίας, ένας ανάπηρος του '55-'59", ξεχύνεται όλη η πίκρα για το κατάντημα του ονείρου, για την ολιγωρία Εκκλησίας και εκπαίδευσης, για την αλλοτρίωση και τη λησμονιά. Ίδια κίνηση ψυχής χαρακτηρίζει και το εκτενές ποίημα "Οι άγγελοι της Λευτεριάς", αλλά και το ποίημα "Τήν πανσέληνον μένομεν", όπου σαρκάζει για την παραίτηση, και τις δικαιολογίες για απραξία και ανοχή. Ωστόσο, η φοβερή πραγματικότητα πάντα εκεί, ελλοχεύει:
Ραγισμένε καθρέφτη!
τι μας κοιτάεις από χίλιες μεριές
με το μαύρο σου το μάτι; 
Δεν είμαστε κορμιά
είμαστε δέντρα
στην απαλάμη της φωτιάς
(Σκληρός ουρανός)

Στις δυό τελευταίες συλλογές "Καταγραφές" 1993 και "Φυσάει βοριάς" 2000, ο Σοφοκλής Λαζάρου αφήνει σχεδόν κατά μέρος τον υπαινικτικό λόγο και στρατεύεται στην ανάγκη να θυμίσει, να καταγράψει, να ξεσηκώσει συνειδήσεις, νά γίνει μάντης κακών. Δεν νοιάζεται παρά για το δραστικό αποτέλεσμα, γίνεται αιχμηρός κι αν χρειαστεί, αντιποιητικός. Σ' αυτές τις συλλογές υπάρχουν ποιήματα-κραυγές ή και συνθήματα, ακόμη και οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: "Εφιάλτης", "1974", "Γρήγορα στα λημέρια μας", "Οι νεκροί μας", "Τα σπίτια μας απ' εκεί" κ.ά., αλλά και ποιήματα ατόφιας ποιητικής ουσίας:
"Η άδεια τάξη"
Μέσ' από βαθμολόγιο
φθαρμένο,
με αποτυπώματα
κηλίδες κόκκινες των ματωμένων χρόνων
φωνάζει ο μαθητής μου ο κρεμασμένος
παράξενα
φωνάζει τ' όνομά μου.
Χωρίς πίνακα
η τάξη 
άδεια
μονάχα μια μεγάλη
άσπρη κιμωλία
υγρή στη ράχη
σαράβαλου θρανίου του πενηνταπέντε.
Ένα φάντασμα κάθεται στην έδρα
ένα φάντασμα
και μου ζητάει
να πω Ελληνική Ιστορία.

Θαυμάσιους στίχους βρίσκουμε και στην αξιόλογη ποιητική σύνθεση "Συναξάρι για τον μάρτυρα Σολωμό Σολωμού", 1994:
Όλο ανάβεις το τσιγάρο
όλο αγέρωχα ανεβαίνεις
όλο γλιστράς και πέφτεις
ολοπόρφυρος
και ξανά προς
και ξανά
και ξανά στον ιστό
σκαρφαλώνεις και πέφτεις
και ξανά
(Από τη συλλογή "Φυσάει ο βοριάς", 2000)

Δύο αντίρροπες δυνάμεις που επικρατούν, κινούν το ποιητικό φορτίο στην ποίηση του Σοφοκλή Λαζάρου: Η μιά αναδύεται από τη χαίνουσα πληγή που λέγεται χαμένο όνειρο και διχασμός, και η άλλη από την πίστη στην Πηγή εντός μας. Η μία δίνει ποιήματα πικραμένα ή οργισμένα, η άλλη δίνει ποιήματα μεταφυσικά και υψωτικά του ανθρώπου. Ανάμεσα σ' αυτές τις δυό δυνάμεις, ο ποιητής άλλοτε αιμάσσων και άλλοτε αιθεροβαίνων, καταφέρνει να ισορροποί έτσι, ώστε, κάποτε, να βρίσκει και κάποιες λυρικές διεξόδους.
Όταν όμως η μνήμη, ερεθιζόμενη από την τρέχουσα πραγματικότητα, εξεγείρεται, ο ποιητής ορμάει καταπάνω σε οδυνηρά περιστατικά στα οποία πρωταγωνιστούν μορφές του Αγώνα, πρόσωπα μύθοι (Αυξεντίου, Παλικαρίδης κ.ά.) αλλά και λιγότερο γνωστά, εξίσου όμως τραγικά ή αξιοθαύμαστα, με αποτέλεσμα μια σειρά από ποιήματα, μέ έντονο το δραματικό στοιχείο, στα οποία δεν καταργείται η ποίηση, ενυπάρχει στο μέτρο που τα υψώνει ο ποιητής. Ως προς ό,τι αφορά την ποιητική του τέχνη καθεαυτήν, θάλεγα ότι, μετά τις επιρροές που δέχεται στις πρώτες συλλογές του, κυρίως από Ελλαδίτες ποιητές (Σολωμό, Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσο, Ελύτη), βρίσκει σιγά σιγά την προσωπική του φωνή και ως γνήσιος Έλληνας ποιητής, μεταστοιχειώνει τον κόσμο της εμπειρίας σε καλλιτεχνικά μορφώματα, με λιγότερη ή περισσότερη δεξιότητα, με τη φροντίδα όμως πάντα να υπηρετήσει το ωραίο και αληθινό, το κλασσικό δηλαδή ιδεώδες στην τέχνη.
Τι "κομίζει εις την τέχνην" αυτή η ποιητική κατάθεση; Ο Σοφοκλής Λαζάρου, σε μια εποχή κατακερματιμσού της ανθρώπινης οντότητας, αντιθέτει τη δική του ενότητα ως Έλληνα, με φωνή απροσχημάτιστη και αθώα, φέρνοντας στο προσκήνιο των συνειδήσεων το αίτημα της ουσιαστικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Έτσι, η φωνή του παρατάσσεται πλάι σ' εκείνη του Σολωμού και του Κάλβου, του Παλαμά και του Σικελιανού, ου Σεφέρη και του Ελύτη, στο μέτρο, βέβαια, των δυνάμεών του. Άλλά  και πλάι στη φωνή εκείνων των ποιητών της γης που υπερασπίζονται το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να αισθάνεται άτομο, αλλά και ιστορικό πρόσωπο.
Η γλώσσα του είναι εύφορη, ευγενής, εύχυμη, με καταβολές από την πλούσια ομηρική παράδοση - ενδεικτικά σημειώνω μια γλωσσική του ανθοφορία που μ' εντυπωσίασε και παραπέμπει κατ' ευθείαν στις πλατειές παρομοιώσεις του Ομήρου:
Ξύπνησε το πρωί και το χωριό στα πόδια του πολέμου
ήταν τεμαχισμένη λέξη στο στόμα ενός βαρβάρου
Σφάδαζε σαν την ουρά του φιδιού
που μόλις κόπηκε απ' το υπόλοιπο κορμί
από το φτυάρι του εργάτη και κάνει επιθανάτια προσπάθεια
(Ραψωδία πικρής μνήμης, από τη συλλογή "Ενδοσκόπιο", 1961)

Μια γλώσσα λοιπόν καθαρά ελληνική, εν πολλοίς αισιόδοξη, σκοπεύουσα τα υψηλά. Δεν είναι, φαντάζομαι, τυχαία τοποθετημένο στην τελευταία σελίδα της συνολικής αυτής έκδοσης το ποίημα:
Αν 
Αν με λαξεύσεις
χέρι αγγελικό
σε άσπρο μάρμαρο
θέλω ελληνικό
το φως της η καρδιά μου
να χύνει γύρω
κι απ' τον αιθέρα τα αισχυλικά
οράματά μου
να στάζουν μύρο
(Από τη συλλογή "Φυσάει βοριάς", 2000)

Αυτά "τα αισχυλικά οράματα", αλλά και "οι ραψωδές του όρθρου στη μονή της Χρυσορογιάτισσας" (στίχος από το ποίημα "Αυτός που περιπλανήθηκε αναζητώντας ΣΕ, ΘΕΕ"), η αισθητική δηλ. της Ορθοδοξίας ως γέφυρας στην ένδον Πηγή, είναι οι συνιστώσες της ένδον ζωής, που συντρέχουν και στηρίζουν τον ποιητή στην οδύνη του, καθώς βλέπει μπροστά στα μάτια του την Κύπρο - ένα σπάραγμα -, κομμένο από το κορμί της Ελλάδας να "σφαδάζει σαν την ουρά του φιδιού που μόλις κόπηκε από το φτυάρι του εργάτη και κάνει επιθανάτια προσπάθεια".

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φιλοσοφία και Παιδεία", τεύχος 33, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004]

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Τάσου Γαλάτη, "Ανιπτόποδες και σφενδονήτες"

Έξ όνυχος τον λέοντα

Άμεση- φρέσκια ματιά είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης του Τ. Γ. Στο βιβλίο του «Aνιπτόπoδες και σφενδονήτες», βιβλίο αποκάλυψη, καθώς ήρθε αθόρυβα να μας θυμίσει την άξία της αληθινής ποιητικής φωνής, μιας φωνής αστόλιστης, εν πολλοίς, και ανεπιτήδευτης, γεμάτης, ωστόσο, χυμούς και φυλλωσιές, ήχους και γεύσεις, οσμές και χρώματα και αφές και, πάνω απ' όλα, μνήμες και νοσταλγία, στοχασμό και υπαρξιακή ρέμβη.

Ό Τ. Γ. μεταφέρει στην ποίησή του την προσωπική του μυθολογία με τρόπο άμεσο και απροσποίητο δίχως διλήμματα και αναστολές, επείγεται να μιλήσει για όλα, με αφoπλιστική ειλικρίνεια. Γι αυτό και ο λόγος του είναι ουσιαστικός, μας κεντρίζει, τα ειδώματά του μας ενδιαφέρουν, ο κόσμος του αποτελεί μέρος του δικού μας. Τα εργαλεία του είναι καθαρά καλλιτεχνικά, αλλά ή αξία τους έγκειται στο ότι είναι σύμφυτα του ψυχισμού του, δεν τα επινοεί.

Οι αρετές της ποίησης του Τ-Γ. επισημαίνονται αμέσως από τον επαρκή αναγνώστη και δεν είναι λίγες. Παίρνω ενδεικτικά., το ποίημα της σελ. 149 «'Ένας Ζουρτσάνος». Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Πρόθεση μου είναι να παρουσιάσω τον ποιητή. Το παραθέτω ολόκληρο:


ΕΝΑΣ ΖΟΥΡΤΣΑΝΟΣ

Γεννήθηκα στο Αργοστόλι άλλά δεν έγινα Κεφαλλονίτης,
Δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιους μεγαλουσιάνους
και τούς κόντηδες
έκτός από τον ιππότη Διονύσιο κόμητα Σολωμό.
άλλη άρχονται δεν έχω.

Έμένα ή δική μου ή σειρά κρατάει κάτω από τ' αυλάκι
παρέμεινα σάν τούς γονιούς μου βέρος Ζουρτσάνος
αν και δεν ξεκαθάρισα ποτέ ακριβώς Ζούρτσα τι θα πει.

Όσοι επαίρονται ώς Ευρωπαίοι
πιστεύουν ότι έτσι τη βάφτισαν οι Φράγκοι τών Bιλλαρδουϊνων
για τα ποτάμια και τα κεφαλάρια της
άλλοι λένε πώς είναι σλάβικο απομεινάρι
γι' αυτό αργότερα επί τό ευπρεπέστερον
μετονομάστηκε σε Κάτω και Νέα Φιγαλία.

Δεν ξέρω τι να διαλέξω ούτε νοιάζομαι
άλλωστε μπορεί να είμαι τουρκόσπορος
Όπως υποψιάζομαι από τούς Κουζουμαίους και Γιαβρούμηδες
το σόι του πατέρα μου
ή να κατάγομαι από τούς αραπάδες του Ιμπραήμ
πού όργωσαν πέρα για πέρα τον Μωριά

Όταν ήμουνα δάσκαλος στό Μισίρι
κανένας ντόπιος δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου
το σκούρο μούτρο μου δεν ξένιζε, αράπης ήμουνα κι εγώ.

Φράγκος ή Σκλαβηνός, τουρκόσπορος ή αράπης, αδιάφορο
για ένα πράγμα είμαι σίγουρος
τη γλώσσα πού μου έμαθε ή μάνα μου
αυτή πού δίδαξε στο γιό της ή σκοτεινή Αγγελική Νίκλη
κι έφτασε μόνο γι' αυτό να γίνει το βλαστάρι της
ο ψάλτης των Ελλήνων και της λευτεριάς τους.

Ποια είναι ή Ζούρτσα, ποιος είναι ό Ζουρτσάνος. Τό πρώτο πρόσωπο στό ποίημα σηκώνει όλο τό βάρος της ευθύνης, δεδομένη λοιπόν ή αμεσότητα του λόγου. Πρoxωρώντας, μάς κερδίζει το εύρος του ποιήματoς, εύρος γεωγραφικό, ιστορικό, γλωσσικό: Από τη Ζάκυνθο στη Ζούρτσα της Αρκαδίας κι ακόμα πιο κάτω, στο Μισίρι. Μια διαγώνια γραμμή ενώνει δύση- νότο, το ταξίδι μας γεμίζει ευφορία. Παράλληλα ή μνήμη συναγείρεται: Σκλαβηνοί, Φράγκοι, Τούρκοι, Αραπάδες, η νεότερη ιστορία μας παρούσα, κι όλα ειπωμένα με τη γλώσσα μας εκτεταμένη ως τά όριά της, από την απλοϊκή κουβέντα του δρόμου ( δεν έχω τίποτα, ή σειρά μου κρατάει, κανένας δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου, κι έφτασε μονάχα γι αυτό κ. α.) ως τη λόγια ( επαίρονται, επί το ευπρεπέστερον, μετονομάστηκε κ.α.) γλώσσα δουλεμένη κι αφομοιωμένη, ικανή να αφηγείται αλλά και να συμπυκνώνει στο έπακρον.

Οι αντιθέσεις, εξ άλλου, πού λογχίζουν το ποίημα, εξωτερικά και εσωτερικά, (γεννήθηκα στο Αργοστόλι- δεν έγινα Κεφαλλονίτης, δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιoυς μεγαλουσιάνoυς και τούς κόντηδες- παρέμεινα βέρος Ζουρτσάνος, μπορεί να είμαι τουρκόσπορος, αράπης- για τη γλώσσα μου όμως είμαι σίγουρος) συμβάλλουν στην κλιμάκωση της έντασης, ενώ, παράλληλα, ο αυτοσαρκασμός αποφορτίζει, διαχέοντας ιλαρότητα και ευφροσύνη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί μεγάλη αρετή, γιατί ή ποίηση όπως και κάθε τέχνη, δεν σοβαροφορεί, παίζει, ας θυμηθούμε τους Αρχαίους λυρικούς μας.

Εν τέλει, ποια είναι η Ζούρτσα; Είναι ή Σκιάθος του Παπαδιαμάvrη, είναι ό ομφαλός της γης, είναι ή εσωτερική στέγη του καθενός μας; Και ό Ζουρτσάνος;

Είναι μόνο ο ποιητής, ο κάθε Έλληνας, είναι ο άνθρωπος όπου γης, πού δικαιούται να έχει μια ρίζα;

Το ποίημα ρέει «με τις αισθήσεις όλες στα πρόσω»*, μας συγκινεί, και γι αυτό μας μετακινεί. Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Φτάνει πού μιλάμε τη γλώσσα της μάνας μας, αυτή από μόνη της αποτελεί πατρίδα, αδιαπραγμάτευτη εθνική μας ταυτότητα.

Οί καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος θριαμβικοί στην αναφορά τους για τον «ψάλτη των Ελλήνων και της λευτεριάς τους», κορυφώνουν τη συγκίνηση και τη ρέμβη, στοιχεία απαραίτητα της λυτρωτικής λειτουργίας της αληθιvής τέχνης.

Ό ποιητής, αθώα, και με βιωματικό τρόπο, μέσα σε τριάντα στίχους απάντησε σε θεμελιακής σημασίας ερωτήματα και, το σπουδαιότερο, οι απαντήσεις του ενισχυμένες με το «δίκαιον» της καρδιάς, δεν σηκώνουν αντίλoγo.


• στίχος από ποίημα του Λουκά Κούσουλα

[Τάσου Γαλάτη Ανιπτόποδες και σφενδονήτες, ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα]