Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Διδακτόν η Αρετή;

Με αφορμή ένα άσημο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ανάμεσα στα εκατοντάδες γυναικεία πρόσωπα που συναντά κανείς περιδιαβάζοντας τον κόσμο του Παπαδιαμμάντη, η Αρετή η Μπόζαινα ξεχωρίζει για "τήν απλήν και σύντομον ιστορίαν της ασήμου ζωής της". Έχει φροντίσει ωστόσο ο συγγραφέας να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον, από την αρχή ακόμα του διηγήματος, με το συγκλονιστικό διάλογο: "σχώρα με, Αρετώ, σχώρα με!" "Θεός σχωρέσ, πατέρα!" "Με όλη την ψυχή σ, κορίτσι μ, Αρετώ!" "Μέ όλη την ψυχή μ' πατέρα σχωρεμένος νά 'σαι!"

Τό διήγημα υπό τον τίτλο: "Η στοιχειωμένη καμάρα" σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Η Παπαδιαμαντική γλώσσα, ένα με τα συμφραζόμενα, γι' αυτό κι αμεταγλώττιστη - οι όποιες απόπειρες είναι καταδικαστέες - ήσυχη, δήθεν ταπεινή, σαρκάζουσα, υπαινικτική και μυστικοπαθής όπου επιβάλλεται, λυρική και κελαρύζουσα αλλού, σε μαγεύει. Ο κόσμος του διηγήματος - ο γνωστός κόσμος του συγγραφέα:Απλοί άνθρωποι του νησιού του, λίγο πριν το τέλος του προηγούμενου αιώνα, με τις αρετές και τα πάθη τους, τη φτώχεια και τις προκαταλήψεις τους, τις "άσημες ζωές τους". Αλήθεια, ποιές είναι άραγε οι διάσημες ζωές;
Διάλεξα το διήγημα αυτό, ακριβώς γιατί είναι μικρό και άσημο, σαν τη ζωή της Αρετής, και δεύτερο, γιατί συγκεντρώνει όλες τις αρετές ενός άρτιου διηγήματος: Ευσύνοπτο, τίποτα περιττό, ο συγγραφέας ελέγχει απόλυτα τα μέσα του, εκτελεί με ακρίβεια, προσέχει ακόμη και την αναπνοή του. Έτσι το αποτέλεσμα είναι ένα διήγημα με τρομερές ποιότητες, συμπαγές, εκρηκτικό, χαρακτηριστικό δείγμα της απαράμιλλης παπαδιαμαντικής λογοτεχνίας.
Το θέμα του διηγήματος είναι καθαυτό σκληρό: Ένας πατέρας επιχειρεί να πνίξει το παιδί του. Εδώ όμως βρίσκεται και η τέχνη του συγγραφέα. Όλα συμβαίνουν στο περίπου: Ήθελε να το πνίξει; γιατί δεν τό 'πνιξε; Γιατί το άφησε στην αμμουδιά; Μήπως είχε σκοπό να γυρίσει να το πάρει; Κ' η κακή μητρυιά; Ήταν άραγε τόσο κακή; ΄Η μήπως, σαν τη Φραγκογιαννού, τή βάραινε η μοίρα της γυναίκας; Όλα μέσα στο διήγημα παίζονται. Ακόμη και τα φοβερότερα πράγματα υπονομεύονται από την ίδια τη φύση τους. Ο Παπαδιαμάντης ψαύει τό αόρατο, συναπαντιέται με το άπιαστο, γι' αυτό και διαχρονικός και διανθρώπινος.
Στο διήγημα καθρεφτίζεται ένας ολόκληρος κόσμος. Οι συνθήκες που το ορίζουν, δυστυχώς και τον προσδιορίζουν κι αυτό αυτό το γνωρίζει περισσότερο απ' όλους ο Παπαδιαμάντης. Άνθρωποι που γεννιούνται και ζουν κατά τύχη, το ένστικτο της επιβίωσης - ο ανώτερος νόμος γι' αυτό και "ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Οι λεγόμενοι θεσμοί της οργανωμένης κοινωνίας - υποτυπώδεις έως ανύπαρκτοι. Παιδεία - ούτε κάν στοιχειώδης, κρατική φροντίδα - ούτε σαν ορολογία, εκκλησία - απούσα. Σίγουρα, υπάρχουν και οι ήμερες φύσεις, είναι οι χωρικοί που περιμαζεύουν το άτυχο κορίτσι, είναι πρώτ' απ' όλα, η Αρετή, - δεν είναι τυχαίο το όνομά της - η Αρετή είναι το ξεχωριστό ανθρώπινο είδος, την έχει σφραγίσει η αντίδικη μοίρα της αρετής - για να θυμηθούμε τον Σεφέρη - δέχεται καρτερικά την κακότητα, δεν μνησικακεί, έχει επίγνωση του κακού που της κάνουν, αλλά είναι έτοιμη να συγχωρήσει.
Έτσι ο Παπαδιαμάντης καταθέτει τη δική του Αρετή που διαθέτει, ως προσωπικότητα, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την πλατωνική αρετή: Σύνεση, σοφία, δικαιοσύνη, ανδρεία, οσιότητα. Η ηρωΐδα του Παπαδιαμάντη, μέσα από δικούς της δρόμους, δίνει την ταπεινή της απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα: Διδακτόν η αρετή; Ο Παπαδιαμάντης διαλέγεται με το Σωκράτη και τον Πρωταγόρα φωτίζοντας ακόμα μιά πτυχή: Εκείνη της ατομικής ευθύνης και λεβεντιάς. Ο πατέρας είναι ο άνθρωπος που γίνεται άθυρμα στα χέρια της γυναίκας του. Δεν είναι κακός, είναι άβουλος και ρευστός. Η επίκληση για συγχώρηση στο τέλος, όχι μόνο τον εξιλεώνει, αλλά μας κάνει και να τον αγαπήσουμε. Ο άντρας της Αρετής δεν ξέρει τι σημαίνει ευθύνη, είναι η προσωποποίηση του ενστίκτου. Η μητρυιά, η κακή της ιστορίας, δεν αφίσταται του μυθολογικού της μοντέλου: Σκληρή και αδίστακτη, γυναίκα του παρασκηνίου, βυσσοδομεί συνεχώς κατά της ορφανής, της βρίσκουε όμως ελαφρυντικά, είναι κι αυτή θύμα, ως θηλυκό, μιάς τραυματικής εμπειρίας, που την ορίζει απόλυτα και την κάνει να παραφρονεί. Έτσι ο Παπαδιαμάντης σαν άλλος Θεός, πονάει τους ήρωές του και τους περισώζει. Τό άσπρο και το μαύρο, η μανιχαϊστική δηλαδή αντίληψη του κόσμου, δέν έχει θέση στο έργο του, όπως δέν έχει θέση και στη ζωή.
Εξάλλου και στο υπό συζήτηση διήγημα, όπως και σ' ολόκληρο το έργο του, ο κύρ-Αλέξανδρος αναδεικνύεται μέγας κοινωνικός αναμορφωτής. Τα όπλα του δεν είναι τα συνθήματα, είναι η ικανότητά του να ρίχνει άπλετο φως στην αθλιότητα, τόσο, ώστε να φαίνονται και οι ρίζες της αθλιότητας. Έτσι η λογοτεχνία του, εμπεριέχει και μιά τεράστια δυναμική που θα τη ζήλευαν και τα πιό ριζοσπαστικά μανιφέστα. Πολύ σωστά παραλληλίζουν τον Παπαδιαμάντη με τον Ντοστογιέφσκι, γι' αυτό και οι δυο παραμένουν αξεπέραστοι. Δεν είναι τυχαίο, που, παρά τα αναμενόμενα, μας βρίσκει η νέα χιλιετία με τα έργα τους στα χέρια μας.
Στο συγκεκριμένο μάλιστα διήγημα, κοινό στοιχείο στους δύο συγγραφείς, εκτός των άλλων, είναι και η περιπέτεια της συνείδησης, στην περίπτωση του Ρασκόνλικωφ στον Ντοστογιέφσκι και του πατέρα Κουμενή στον Παπαδιαμάντη. Ο γέρο-Κουμενής "εψυχομάχει επί ημέρας κι εβδομάδας, κι εβασανίζετο φρικτά... πνιγόμενος και μη δυνάμενος ν' αποπνιγή επεκαλείτο την ευχή, την συγνώμην του ιδίου τέκνου του, της κόρης του Αρετής...". Είναι αυτός ο ίδιος που κάποτε αποπειράθηκε να πνίξει την οκτάχρονη μικρή, αλλά δεν την έπνιξε, είναι η ίδια εσωτερική πάλη που τον εμποδίζει τώρα να αποπνιγεί. Η επίκληση της συγνώμης είναι στην ουσία ομολογία αγάπης, και είναι αυτό που τελικά τον λυτρώνει, όπως λυτρώνει τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι όχι τόσο η αυτοπαράδοσή του στην αστυνομία, όσο όταν συνειδητοποιεί μέσα από την αγάπη του για τη Σόνια, τη συμπόνια του για την γριά τοκογλύφα που σκότωσε.
Η μοίρα λοιπόν της αρετής, "η στοιχειωμένη καμάρα", πρέπει κάποτε να ξεστοιχειωθεί και θα ξεστοιχειωθεί, αν δίνουμε στη νεολαία τέτοια λογοτεχνία. Είναι απαίτηση του κυρ-Αλέξανδρου, του άσημου.

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φιλοσοφία και Παιδεία" τεύχος 8, Μάϊος 1997]

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Από πτερόν φτερό [δ]

Ενότητα "Αισθήσεις"

Τίποτα μά κάτι...

Σέ ψάχνω
όχι όπως στα τραγούδια, νά σε βρώ,
μά έτσι, όπως στο λέω, σέ ψάχνω᾿
στις δειλινές ακτές σου,
στους αμμόλοφους, στά σπήλαια,
στων βουνών σου τά διάκενα.
Κάποτε
ανάμεσα σε κυπαρίσσια,
ώρα μεσημεριού,
διακρίνω κάτι,
μιά παρουσία θάλεγα,
κάτι ανεπαίσθητο,
πες ένα κλείσιμο ματιού,
ένα φιλί, ας πούμε, στον αέρα.

Αίσθηση

Τά δέντρα ούτε στιγμή δέ στέκουνε᾿
ας πούμε η λεύκα ή το κυπαρίσσι
ταξιδεύουν᾿
ωραία τινάζουν την κορφή
κ' υψώνονται
απλώνουν τα κλαριά και πάνε.
Αράζουν κάποτε στον ύπνο μας
μπαίνουν στα όνειρα
και στον καφτό της νύχτας ήλιο
μας ισκιώνουν.
Τέλος μας ερωτεύονται
γι' αυτό κ' η πράσινη καρδιά τους
σχίζεται σε χίλια φύλλα
στρώνεται χαλί και την πατάμε.
Όταν τα λησμονάμε ανθίζουνε,
διεκδικούν τα βλέμματά μας,
γιατί, ό,τι τα μάτια δε χαϊδεύουνε,
μαραίνεται.
Ταξίδι είναι τα δέντρα κ' έρωτας.

Από πτερόν φτερό

Φτερό,
ωραία πετούσες
κι αποσπάστηκες
σαν νυχτερίδα ξάφνιασες
έπεσες στη γη.
Μαύρο (αλλιώς θα μου διέφευγες)
άγγιξες το παιδί
έπαιζε βώλους
δεν κατάλαβε.

Όργανο πτήσης
πέταγμα ζωής
πουλί᾿
μετά τήν πτώση
κατ' όνομα μόνον πτερόν
κύτταρο αλλιώς νεκρό
-φτερό-
έτοιμο πάντως γι' απογείωση
με τον αέρα.
Μάταιο ίσως πέταγμα,
πέταγμα όμως.

(πτερόν: πάν το πτερωτόν πλάσμα,
τό φέρον πτέρυγας (Λεξικόν
Σταματάκου))

Γάτα

Ι. Ο μεταξένιος

Μιά τούφα όνειρο᾿
σκάλωσες κοντά μας.
Μας ξαγκαθιάζεις.
Το σπίτι ξεχειλάει μετάξι.
Ρονρονίζουμε...

ΙΙ. Το χάδι

Ταξιανθία στην παλάμη μου μπιγκόνιας,
ράχη μιας μέρας καλοκαιρινής,
σκίρτημα χνουδωτό,
μέ λύνεις και γλιστρώ στη χλόη
και πιάνω τις ανάσες
κείνων που πεθάναν,
σαν να μη χάθηκε
ποτέ κανείς.

Χάδι-χνούδι,
βλάστησης αιώνιας.

ΙΙΙ. Ο γάτος της φυγής

Έφυγες όπως ήρθες,
Αύγουστο με πανσέληνο.
Ίσως να κυνηγάς ακόμα μιάν Ελένη,
ίσως η νύχτα,
άστρο της και σ' άρπαξε.
Πάντως το απόγευμα,
στον κήπο, στα περβάζια,
πάνω στη σιωπή μας,
γραμμή μεταξένια
κυματίζεις,
χάνεσαι.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [γ]

Ἑνότητα "Ὄνειρα"

α. Μετά τήν ἐκφορά

Σπίτι σου
οἱ συγγενεῖς
φωτογραφία πού ξάσπρισε
καί μόνη ἐσύ, ξεκάθαρη,
δεχόσουν συλληπητήρια
γιά τό δικό σου θάνατο.
Τά μάτια σου δυό πύλες
- τί κοίταζαν -
κ' ἀρχή, τέλος καί πένθος
ὅλα ἐσύ.

Στίς στῆλες τοῦ Κεραμεικοῦ
κόρες καί κοῦροι, μόνοι,
δέν ξέρεις:
κοιτάζουν πεθαμένοι τή ζωή
ἤ ζωντανοί τό θάνατό τους.

β. Τό ξόδι

Στό πατρικό μου
πρόσωπα θαμπά
- γείτονες ἴσως -
πηγαινέλα᾿
κ' ἡ μάνα μου
κάτι νά κάνει,
κάτι νά λέει καί νά γελάει.
Τά μάτια της κράτησα μονάχα,
γαλάζια κ' ἥσυχα, σχεδόν ἀπόντα.
Θά γινόταν ἡ κηδεία της σέ λίγο
κ' εἶχα μιάν ἔγνοια ἐγώ
μιάν ἀγωνία
τί νά πῶ στόν κόσμο᾿
ἡ κάσα της ἔχασκε ἄδεια
κ' ἡ μάνα (ἕνα γέλιο ὅλη)
σάμπως νά γυρίζει ἀκόμα
νά βοηθάει καί στό δικό της ξόδι.

γ. Τά μαλλιά

Ἔφεγγαν τά ὡραῖα μαλλιά
στίς σκάλες,
στήν αἴθουσα ζωγραφικῆς,
στούς διαδρόμους τοῦ μεγάλου᾿
ὅλα μές στ' ὄνειρο μουντά
ἔπαιρναν φῶς ἀπ' τά μαλλιά της.
Στήν ἔξοδο χαθήκαμε
Μισόφωτο...
Συνωστισμός...
Περίμενα...
Εἶπα: τώρα θά τή δῶ,
θά λάμψει!
Τό κτήριο σιωπηλό σκοτάδι.
Κόρη μου, λέω,
λαμπερά μαλλιά μου...

δ. Τό σπίτι

Εἴχαμε, λέει, κουβαλήσει ἀλλοῦ᾿
ἡ διαρρύθμιση ἐντάξει:
Ἕνα τετράγωνο ἤτανε ἡ σάλα
κ' ἡ κουζίνα κύκλος.
Σκόνταφταν τά παιδιά στά πράγματα,
γελοῦσαν,
κ' ἐσύ, πανευτυχής,
σέ κάποιους φίλους ἔδειχνες τούς χώρους
κ' ἐπιδοκιμάζανε
καί μόνο ἐγώ
φαινότανε νά βλέπω
κι ἀποροῦσα
πῶς θά τά καταφέρναμε
σέ σπίτι δίχως τοίχους.

ε. Στό περιθώριο μέ μολύβι

Σέ διαγωνισμό ἔλαβα μέρος
γιά κάποιες θέσεις στό δημόσιο, νομίζω.
Τοιχοκολλούσανε τ' ἀποτελέσματα
κ' ἔσπρωχνεν ὁ κόσμος᾿
δέν ἔβλεπα ὅμως τ' ὄνομά μου
κι ἀγωνιοῦσα.
Τέλος τό βρῆκα στό περιθώριο
μέ μολύβι - καί δίπλα:
"διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"᾿
κ' οἱ ἄλλοι ὅλοι-ἀποτυχόντες, μέ μονάδα,
εἶχαν τουλάχιστο βαθμό καί τή σειρά τους.
"Διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"...
Κ' οἱ θέσεις;

στ. Στό παλιό σπίτι

Ἔκλεβαν, λέει, τή μπουκαμβίλια μας!
Ξερίζωναν τήν παιδική μου μνήμη᾿
ἀκόμη ἀκούω τό σούρσιμό της στήν αὐλή.
Ἤτανε λίγο τό φεγγάρι
κ' ἔτρεχα στά χαλάσματα,
νά τόν ἁρπάξω,
νά τόν σκοτώσω, ἤθελα, τόν κλέφτη...

Δρασκέλαε τό φράχτη,
ὅταν ἔφτασα,
κ' ἤμουν ἐγώ ὁ κλέφτης
στό φεγγάρι
κι ἅπλωνε γύρω ἡ μπουκαμβίλια
μιάν ἐρημία ρουμπινιά.

ζ. Ἀναπάντεχα

Φλεβάρης
καί νά τρώγω μοῦρα...
Ἄσπρα μεγάλα μοῦρα, μέλι...
Εἶχε βρέξει
κ' ἔλαμπε ἡ μουριά στόν ἥλιο
κάθε της φύλλο καί μιά λίμνη...
Ἐγώ νάμαι ψηλά σ' ἕνα κλαρί της
καί στάλες νά ξαφνιάζουνε τό πρόσωπό μου...
Ἡ ρίζα της νά χάνεται στό χάος,
σκοτάδι κάτω μου νά χάσκει,
νά μή φοβᾶμαι
καί στόν ἥλιο
μοῦρα φρεσκοπλυμένα νά μαζεύω...

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [β]

Τό "ἄχ"
μνήμη Β.Κ.

Τό πιάνο σου
σέ κρατάει σάν μυστικό.
Τά πλῆκτρα του
ἀκόμα εἶναι ζεστά
ἀπό τά δάχτυλά σου.
Μαῦρο γιαλιστερό κουβούκλι᾿
τύμβος᾿
κλείνει τό κάτι τῆς ζωῆς σου,
τήν ψίχα της
αὐτό μονάχο ἀκούει
ἐκεῖνο τό "ἄχ"
πού ἄηχο
ἀντηχεῖ στή σκοτεινιά του.

Ὁ λόγγος

Κάθε πού βλέπω τόν πατέρα μου,
σκέφτομαι: λόγγος.
Ψάχνω γιά μονοπάτι
μά τίποτα.
Κι ὅμως ἀκούω τίς κραυγές του,
ὅταν ἑφτά χρονῶν
βόσκοντας γίδια, τό δεκάξι,
κάπου παγιδεύτηκα,
σάν τό πουλί στό ξόβεργο.
Γιά σκέψου νύχτα
ἕνα παιδί στό λόγγο!
Κ' ἔφτασε ἡ μάνα του τρελή
μέ λαδοφάναρο, τόν γλίτωσε.
Ὅμως ἐγώ, πατέρα,
πῶς νά σέ γλιτώσω,
ἀκούω τίς κραυγές
μά πῶς νά φτάσω...
Οἱ λόγγοι πιά δέν ἔχουν μονοπάτια.

Ἡ Ἀλεξάνδρα

Τή νιώθω πάντα στό δωμάτιό της
νά γράφει, νά ὀνειρεύεται.
Ὅμως στή ντουλάπα
βρίσκω τά ροῦχα μου ἄθικτα,
φοῦστες καί πουκαμίσες
στή θέση τους ἀκύμαντες.
Ἡ κολώνια της μόνο
ἐπιμένει στά φουλάρια μου
ἀλλά κι αὐτή
μέρα τή μέρα ἐξατμίζεται.

Τώρα ἡ ντουλάπα μου
ὑπόκυψε, θαρρεῖς, σέ μιά γαλήνη᾿
ἄραξε᾿
δίχως πιά τόν πειρατή της.

Ἀνθισμένο ἀγκάθι

Φίλοι μου,
ἀποφάσισα: θά φύγω.
Πάρτε τή θέση μου,
ἁπλωθεῖτε,
ὅ,τι ἀκόμη θάλεγα
μοιράστε.
Ἐγώ πηγαίνω μακριά
κρατώντας ἀπό σᾶς
πυράκανθο γιά μνήμη.

Φίλοι μου, εἶστε φίλοι μου,
μά φεύγω.
Ἐγώ μεταναστεύω
ἐντός μου.

Δέν εἶναι

Χῶροι
πού παίχτηκε τό χτές σου,
ἥρωες κομπάρσοι
προσπερνᾶνε᾿
βλέπεις δέ σέ κοιτᾶν,
κανείς δέν ἔχει μάτια
γιά κανένα᾿
σκιές
πού κάποτε φοβόσουν
- μάταιοι φόβοι -
σκιά κ' ἐσύ τοῦ χτές
σκιάχτρο τῶν ἄλλων
δίχως νά τό ξέρεις!
Ἕνας αἰώνας, χίλια χρόνια
ἐχθροί καί φίλοι εἶναι φίλοι,
ἐχθροί καί φίλοι
τίποτα δέν εἶναι.

Ἡ θραύση

Οἱ πιό πολλοί τοῦ κράταγαν λουλούδια,
μά δέ βαριέσαι,
ἡ φαρμακίλα δέσποζε
κ' ἡ σήψη.
Κάποιος ἀνυποψίαστος
τοῦ ἄφησε στό μαξιλάρι
μιά συλλογή ποιήματα.

Ἀμίλητος ἐκεῖνος κι ἄθραυστος
μᾶς κοίταζε ἕναν-ἕναν
ἀτελείωτα᾿
θραύοντας τέλος
τήν μιάν ἄκρη τῶν χειλιῶν του
"σκατά" εἶπε μόνο
κ' ἔγειρε.

25η Μαρτίου

Πρωΐ - πρωΐ
νά φτιάξω τήν ἀλιάδα,
μπάς καί δέ δώσω τό παρόν.
Ἀπό τό alium - σκόρδο
ξόρκι
φυλαχτό
φλάμπουρο
καριοφίλι
τό κοπανάω στῶν Τουρκῶν τά στίφη!

Ἀλιά-, βάϊ, ἀλιά-
Ἑλλάδα πούσαι στό γκρεμό
ό-κέϊ φορτωμένη!..
ὤ, καίει...
Ἔ, μήν καίγεσαι!