Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [α]

Α καί α

"Ἄνθρωπος μέ ἄλφα κεφαλαῖο"
Σχεδόν σάν πυραμίδα,
μπάρα στήν πόρτα, θάφτηκες.
Ἔ, ὄχι μωρέ μάνα,
μ' ἄλφα μικρό!
Τό στρογγυλεύεις πρῶτα
κάνεις, πού λέει, τό χρέος σου
καί τοῦ κολλᾶς κατόπιν
ἕνα ἡμικύκλιο
κάτι ἀνοιχτό
σάν ἀγκαλιά
σάν πρόκληση
ἤ καί σάν ἀνταρσία᾿
ἕνα "ἔτσι θέλω" δηλαδή.

Ὁ βῶλος

Ἡ θειά μου ἡ Γνώση
μοῦ χάρισε μιά κούκλα λαστιχένια.
Ἔπαιζα μέ τίς πάνινες ὡς τότε.
Τή σήκωσα, ὅπως ἡ νέα μαμά τό βρέφος,
κι ἀκούστηκε κάτι μέσα της,
ρεβύθι σ' ἀδειανό σπιρτόκουτο.
Σά νά μήν εἶχε μάτια, χείλη,
ρόδια μάγουλα,
σά νάχα μπουχτίσει τέτοια δῶρα
μόνη μου τώρα ἔγνοια
Νά δῶ
Νά πιάσω τό ἀόρατο.
Μιά ψαλιδιά λοιπόν καί νάτο!
Ἕνας βῶλος
κύλησε... πάει.

... Κ' οἱ αὐτόχειρες,
- ἀλήθεια, τί περίεργοι! -
ἀφοῦ τά ψάξουν ὅλα,
πατᾶν μιά ψαλιδιά στό θάνατο,
νά δοῦν τί ἔχει μέσα.

Τό κράκ

Ἡ πίστα
πάντα σέ ἀναμονή μέ ὑπομονή:
χορός, φιγοῦρες, νούμερα.
Μά κάτι χτές,
νά, κάποιο κράκ,
κάτι σάν δόντια πούτριξαν,
τούς ξάφνιασε.
Κρῖμα - εἶπε κάποιος -
κ' εἶναι καί δρύϊνη.
Γρανίτης... Μόνο αὐτός...

Οἱ δεκοχτοῦρες

Φιλικά πουλιά
τρυπώνουν στά κλαριά μου
μικρές ἀνάσες, τρέμουλα,
μάτια μ' ἀντανακλᾶνε.
Νύχια - βελόνες
κεντᾶνε τόν κορμό μου,
ν' ἁρπαχτοῦν, μήν πέσουν.
Κέντημα ἔτσι γίνομαι
μέ τό δικό μου αἷμα.

Ἄπιαστο

Παγιδεύομαι
μέσα σέ τζάμια κάθε τόσο,
σέ νερά, σέ μέταλλα στιλπνά,
σέ μάτια ξένα καί τρομάζω.
Κι ὅμως τό στόμα,
τό τυχαῖο βλέμμα
δέν εἶναι δικό μου᾿
πρόσωπο ἄλλου κόσμου᾿ τό ἀψηφάω.
Τό ἀληθινό μου πρόσωπο, τό ζωντανό
τά μάτια μου δέ γίνεται νά δοῦν
κι αὐτό φοβᾶμαι.

Περίλυπες μορφές

Στή μνήμη μου
φίλοι καί γνωστοί
ἔχουν μιά τέτοια λύπη,
πού τήν ὅποιαν ἀτέλειά τους
καταργεῖ.
Ἄνθρωποι συνήθως γελαστοί
ἀποτυπώνονται ἐκεῖ
σάν νά μήν ἔχουν βλέμμα
ἤ σάν τό βλέμμα τους
νάχει στή λύπη τους χαθεῖ.
Στή μνήμη μου ὅλοι
λές καί δέν εἶναι ζωντανοί.

Πνιγμός

Μωρά τῆς νύχτας
ψάχνουμε θηλή
ἤ μιάν ὀσμή ἔστω ρούχου,
ὑποψία χαδιοῦ,
νά μᾶς πάρει ὁ ὕπνος.
Τό πρωΐ
ἐνήλικες πιά ἤ καί γέροι
- κατά περίσταση - τήν καρδιά μας
πνιγμένο γατί κουβαλᾶμε
- λέει -, νά ζήσουμε.