Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Βίκυς Γεωργοπούλου: Κράτος Κεραιών

(Ένα κράτος λεπτότατων αισθημάτων)
Η πρώτη εμφάνιση της Βίκυς Γεωργοπούλου στο λογοτεχνικό χώρο, με το «Κράτος Κεραιών» (Εκδ. Κάκτος, 1995) είναι εντυπωσιακή. Τα δεκαπέντε (15) διηγήματα της συλλογής, μικρά, πρωτότυπα, ευρηματικά, κάποτε παράδοξα, τα εισπράττεις πολύ θετικά και σίγουρα δεν εξαντλούνται στην πρώτη ανάγνωση. Αντίθετα, σε προκαλούν να τα ξαναδιαβάσεις και κάθε φορά όλο και κάτι σου αποκαλύπτουν. Γι αυτό ίσως θ’ άξιζε η Β.Γ. να δοκιμαστεί και στην ποίηση ή και στο παραμύθι. Διαθέτει, νομίζω, τον κατάλληλο ψυχισμό.
Το «Κράτος Κεραιών» είναι πράγματι, ένα κράτος λεπτότατων αισθημάτων που ορίζουν την ψυχή της συγγραφέως και τη βοηθούν να συλλαμβάνει κάτι από τη μυστική ζωή προσώπων και πραγμάτων, να ψηλαφεί το αόρατο. Εκεί βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, και η μαγεία που ασκεί η πεζογραφία της στον αναγνώστη, καθώς του ξυπνάει το ενδιαφέρον για ό,τι ως τότε τον άφηνε αδιάφορο, όπως για παράδειγμα, ένα σκιάχτρο στο χωράφι, μια φασολιά, τα μαλλιά μιας ηλικιωμένη, τις κουρούνες στην ερημιά, τα ελατήρια που στηρίζουν κάποιο μηχάνημα. Όλ’ αυτά συνιστούν, στην κυριολεξία, ένα κράτος καινούργιο, μόρφωμα μιας οξυμμένης συνείδησης που έχει τη χάρη να μας εκθέτει έτσι, ώστε να το οικειωθούμε, αν θέλουμε, ή, έστω, να σταθούμε και να ρεμβάσουμε.
Το «Κράτος Κεραιών» είναι, θα ‘λεγα, μια «καινούργια ματιά», γι’ αυτό και αποτελεί ενδιαφέρουσα κατάθεση στη λογοτεχνία μας, καθώς δημοσιοποιείται – τουλάχιστον θεματογραφικά – απ’ ό,τι ως τώρα έχουμε συνηθίσει. Τά πρόσωπα, εκκεντρικά ενίοτε και απόμακρα εξωτερικά, διαθέτουν έντονη εσωτερική ζωή κι εκείνο που κυρίως τα χαρακτηρίζει είναι η δραματική αναζήτηση «του άλλου ανθρώπου», όπως η Ορσαλία στο διήγημα «η τυφλόμυγα», που ανακαλύπτει με την αφή την ειλικρίνεια των αισθημάτων, όχι στο συγγενικό ή κοντινό της περιβάλλον τόσο, όσο σε ανθρώπους άσχετους, που ούτε τους είχε φανταστεί.
Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό των προσώπων είναι η υπερβολική συναίσθηση ευθύνης, όπως εκείνη η απίθανη κα Γάτου που προτιμά να γκρεμίσει το ρετιρέ της, μη και σκοντάψει πάνω του κάποιο αεροπλάνο. Στο ομότιτλο του βιβλίου διήγημα «Κράτος Κεραιών» ο Σέργιος φλέγεται από την επιθυμία ν' αλλάξει τον κόσμο, μεταβάλλοντάς τον σε κράτος ανθρώπινης – και γιατί όχι;- συμπαντικής επικοινωνίας.
Σε άλλα πάλι διηγήματα τα πρόσωπα καταργούν το θάνατο μ’ ένα δικό τους τρόπο. Η γιαγιά κεντώντας ακατάσχετα με τρίχες από τα μαλλιά της, ενώ στις «κουρούνες» ο ήρωας θα αντανακλάται εσαεί στα μάτια των πουλιών που ευεργέτησε. Αλλά κι όταν τα πρόσωπα δεν πετυχαίνουν το στόχο τους, όπως ο κ. Επαμεινώνδας που, έχοντας κάτι ξεχωριστό, δεν τον κατανοούν οι άλλοι και καταντά σκιάχτρο τους, δεν χάνουν τίποτα από την αληθινή τους φύση.
Κοντολογής, πρόκειται για ένα κράτος ευγενικών, εν πολλοίς, πλασμάτων που πλαντάζουν από έρωτα προς ό,τι καταγίνονται, με την πεποίθηση ότι υπηρετούν στο έπακρον το σκοπό της ύπαρξής τους.
Η γλώσσα της Β.Γ. είναι απλή και ανεπιτήδευτη, ίσως λιγάκι αμήχανη, δεν ναρκισσεύεται, θαρρείς και η ενέργεια των λέξεων ξοδεύεται όλη στην προσπάθεια καταγραφής των ιδιωμάτων της.
Η νέα συγγραφέας δεν έχει παρά να εμπιστευτεί το ένστικτό της, έχοντας όμως υπόψη ότι η επανάληψη είναι εχθρός της τέχνης, γι’ αυτό ας παίζει συχνά την τυφλόμυγα, για να εξασφαλίσει όχι μόνο γνήσιους φίλους, αλλά και γνήσια δημιουργήματα.

[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 15, Μάϊος 1999]

Βασίλη Νούλα: "Αριστοτέλους: Ηθικά Μεγάλα"

Η αγωνία προσδιορισμού των εννοιών.
Ένας ακόμη λόγος για τη φιλία

Ανάμεσα στα βιβλία που πήρα μαζί μου για τις διακοπές ήταν και τα Ηθικά Μεγάλα του Αριστοτέλη, σε εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια του Βασίλη Κ. Νούλα. Πρώτη φορά θα ξεφύλλιζα το συγκεκριμένο έργο του Σταγιρίτη. Από τα ηθικά του γνώριζα κατά τα Ηθικά Νικομάχεια.
Ο Βασίλης Νούλας, θαυμαστής του Αριστοτέλη, όπως καταδείχνεται κι από άλλες εργασίες του σχετικές, προσφέρει τα Ηθικά Μεγάλα τόσο επαγωγικά και ευφρόσυνα, που, πραγματικά, η ανάγνωση γίνεται, ακόμα και για το μέσο αναγνώστη, μια ευχάριστη πνευματική περιπέτεια. Με μιά εμπεριστατωμένη εισαγωγή, που αγκαλιάζει και τις τρεις Αριστοτελικές Ηθικές (Ηθικά ευδήμεια, Ηθικά Νικομάχεια, Ηθικά Μεγάλα), προετοιμάζει για την κατά λέξη μετάφραση -γιά να μή προδώσει κατά κεραίαν την ουσία του έργου, αφού, εξ άλλου, έχει φροντίσει, με την εισαγωγή αλλά και με τα πλούσια σχόλια στο τέλος, να ενισχύσει παντοιοτρόπως την κατανόησή του. Ωστόσο, και η μετάφραση εν τέλει, έστω και κατά λέξη, φέρει τη σφραγίδα του μεταφραστή, που, όπως αναδίδεται από την όλη κατάθεση, φροντίζει, με το ίδιο πάθος, και τον Αριστοτέλη και τον αναγνώστη.
Εκείνο που με ώθησε όμως στο σύντομο αυτό σημείωμα δεν είναι τόσο "για να πω έναν καλό λόγο" για τη συγκεκριμένη έκδοση - αυτό μπορούν να το πράξουν κι άλλοι πολύ ειδικότεροί μου - αλλά, κυρίως, για να εκφράσω την συγκίνησή μου από την επαφή με τη σκέψη του Έλληνα φιλοσόφου. Σε μιά ηλικία που η ματιά είναι ακόμα πιό ώριμη αλλά και η καχυποψία, ως εκ τούτου, ακόμα πιό έντονη, σημείο που λίγα από τα διαβάσματά μας πλέον μάς ικανοποιούν (μήπως αυτό είναι τελικά τά γηρατειά;) ο Αριστοτέλης, πάντα νέος, ακατάβλητος, αγωνίζεται με εμμονή και συνέπεια να ορίσει τις έννοιες με θαυμαστή ακρίβεια, πάλι και πάλι, προάγοντας έτσι τον επιστημονικό στοχασμό και νοηματοδοτώντας τον πολιτικό βίο. Γιατί ο Αριστοτέλης "κόπτεται" όχι τόσο για τον άνθρωπο ως ατομική μονάδα αλλά για τον άνθρωπο ως μέλος της κοινότητας, για τον πολιτικό δηλ. άνθρωπο, όπου πολιτικη = ηθική, πρακτική δηλ. βίου κατ' αρετήν, καθότι το ηθικό (από τό ήθος>έθος, άρα κάτι επίκτητο) διδάσκεται καθώς «η φύσις του αεί, το δε έθος του πολλάκις», άρα ηθικό είναι ό,τι υπηρετεί το αγαθό, όχι όμως το Απόλυτο, αλλά το αγαθό για μας, το κοινό καλό.
Καθώς λοιπόν ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετήν ως μεσότητα παθών, «σπουδαίος», κατ’ αυτόν, είναι ο κατ’ αρετήν πράττων. Έτσι προχωρεί ο Φιλόσοφος, κατά την προσφιλή του μέθοδο, στον ορισμό των αρετών, για να κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα αιώνιες αρχές πού, ιδίως σήμερα επιβάλλεται να ξαναθυμηθούμε, αν θέλουμε να μην καταλήξουμε σε οικουμένη κανιβάλων. Γιατί αν κάποιες σκέψεις του, π.χ. για τον δούλο (κτήμα του αφέντη του) ή για τη γυναίκα (κατά τι κατώτερη από τον άνδρα), τον κατατάσσουν στους συντηρητικούς ως προς αυτά τα θέματα – βέβαια, μη γελιόμαστε, ο ρεαλισμός του δεν του επιτρέπει δημαγωγία ή, έστω, υπέρβαση – ωστόσο, με άλλους τρόπους και από άλλους δρόμους, συναντιέται και με τη χριστιανική σκέψη (όχι τη χριστιανίζουσα), αλλά και με τον Μαρξισμό, όπως εύστοχα σημειώνει ο Β.Ν., αρκεί να διαβάσει κανείς προσεκτικά τα κεφάλαια ιδίως περί δικαίου, όπου δίκαιον «το προς έτερον ίσον είναι» και περί φιλίας (το να είσαι ίσος με τον άλλον).
Η φιλία μάλιστα κατέχει μέρος από το Α΄και μέγα μέρος από το Β΄βιβλίο των Ηθικών Μεγάλων και, όπως στα Ηθικά Νικομάχεια, αλλά εδώ πιό δυναμικά, η αρετή αυτή αναδείχνεται modus vivendi. Τα σχετικά μάλιστα χωρία, εξομολογούμαι, κίνησαν την ψυχή μου σ' αυτό το σημείωμα.
Η φιλία, λέει, είναι μεσότητα ανάμεσα στην κολακεία και την έχθρα, γιατί ο κόλακας προσθέτει σ' αυτά που πράγματι υπάρχουν, ενώ ο εχθρός αφαιρεί κι αυτά που υπάρχουν. Φίλος λοιπόν είναι ο ειλικρινής. Επειδή όμως συνακόλουθα της φιλίας είναι το συμφέρον και η ευχαρίστηση, ποιά είναι η αληθινή φιλία; Φυσικά η κατ' αρετήν που δύναται να ευδοκιμήσει μόνο ανάμεσα στους "σπουδαίους", στους κατ' αρετήν δηλ. πράττοντας, εφ' όσον και η φιλία είναι πρακτική βίου κατ' αρετήν, δηλ. ηθική. Η φιλία ανάμεσα στους φαύλους διαρκεί όσο υπάρχουν το συμφέρον ή η ευχαρίστηση. Φιλία όμως μπορεί να προκύψει και ανάμεσα στον "σπουδαίο" και τον φαύλο, αλλά και αυτή είναι καταδικασμένη, καθώς ο φαύλος (ο μή κατ' αρετήν πράττων) θα γίνει αιτία διάλυσης της φιλίας.
Η φιλία όμως κατ' αρετήν, που περιέχει και το συμφέρον και τήν ευχαρίστηση, προϋποθέτει αγάπη στον εαυτό μας, γιατί, όσοι δεν αγαπούν τον εαυτό τους δεν γίνεται ν' αγαπήσουν τους άλλους. (Αυτό δεν είναι η βασική αρχή της σύγχρονης ψυχανάλυσης;) Ο αληθινός λοιπόν φίλος ευεργετεί τον φίλο του περισσότερο από τον εαυτό του, γιατί αυτό είναι το δικό του συμφέρον και η δική του ευχαρίστηση, νά πράττει δηλ. κατ' αρετήν. ((Αυτό δεν είναι η πεμπτουσία της κατά Χριστόν αγάπης;) Καί καθώς η αρετή (πάντα κατά Αριστοτέλη) υπηρετεί το αγαθόν (στην πρακτική του εκδοχή), ο σπουδαίος φίλος είναι φίλαυτος, δηλ. φιλάγαθος, ενώ ο φαύλος είναι φίλαυτος με την στενή έννοια, κυνηγά μόνο το συμφέρον του, επειδή δεν έχει κάτι για το οποίο να αγαπήσει πραγματικά τον εαυτό του.
Με αυτά και άλλα έξοχα Αριστοτελικά, διαπιστώνουμε τη φέγγουσα πορεία του ελληνικού πνεύματος, καθώς διασχίζοντας το σκότος, αγωνίζεται να μετατρέψει το χάος σε κόσμο, την εσωτερική στασιμότητα σε κίνηση προς το αγαθό, δηλ. σε ενέργεια, νά υψώσει εν τέλει τον άνθρωπο σε θεό: "θεός καθ' υπερβολήν αρετής".
Γιά τόν Αριστοτέλη δεν υπάρχουν διλήμματα, κρατάμε στα χέρια μας τη μοίρα μας, εξ άλλου «ευδαιμονία εστί ψυχής ενέργειά τις κατ' αρετήν τελείαν","ήθος ανθρώπω δαίμων» αποφθέγγεται ο Εφέσιος "μοίρα του ανθρώπου είναι το ήθος του" - αυτή την ερμηνεία προτιμώ - για να καταλήξουμε στο Αγιογραφικό εκείνο: "η πίστις άνευ έργων νεκρά". Αδιατάρακτη λοιπόν η πορεία της ηθικής σκέψης.

[Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 21, Ιανουάριος 2001]