Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Ὁ "Μενέξενος" τοῦ Πλάτωνα

Ὁ "Μενέξενος" εἶναι γνωστός ὄχι γιά τήν ἀξία του καθαυτή - ἀνάμεσα στ' ἄλλα μεγάλα ἔργα τοῦ φιλοσόφου χάνεται σχεδόν - ἀλλά, ἐπειδή περιέχει ἕναν ἐπιτάφιο λόγο τόν ὁποῖο ἀπαγγέλειμάλιστα ὁ Σωκράτης. Ἔτσι προσφέρεται γιά μελέτη προκειμένου νά διαπιστωθεῖ ἡ ὁμοιότητά του ἤ μή πρός ἄλλους κανονικούς ἐπιταφίους. Ὁ Ἐπιτάφιος, ἄς ποῦμε, τοῦ Περικλῆ στό Θουκυδίδη μᾶς ὁδηγεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων στόν ἐπιτάφιο τοῦ Λυσία γιά τούς πεσόντες στόν Κορινθιακό πόλεμο, σ' ἐκεῖνον τοῦ Δημοσθένη γιά τούς πεσόντες στή Χαιρώνεια, τοῦ Ὑπερείδη γιά τούς πεσόντες τοῦ Λαμιακοῦ πολέμου καί τέλος στό "Μενέξενο" τοῦ Πλάτωνα, πού δέ γράφηκε, βέβαια, γιά νά ἐκφωνηθεῖ, ἀλλά γιά λόγους προσωπικούς τοῦ συγγραφέα.
Σήμερα, δέν ἀμφισβητεῖ κανείς τή γνησιότητα τοῦ Πλατωνικοῦ αὐτοῦ ἔργου. Τό πρόβλημα ἔχει λυθεῖ ὁριστικά. Διΐστανται ὅμως οἱ γνῶμες σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό χαρακτήρα του. Σέ ἀντίθεση μμέ τούς παλιούς, νεότεροι μελετητές του (Lesky, Tailor) διατύπωσαν τήν ἄποψη πώς ὁ Πλάτων ἔγραψε τόν Μενέξενο, γιά νά σατιρίσει τήν κοινοτοπία καί κενολογία τῶν ἐπιταφίων, στηλιτεύοντας ἔτσι τούς ρήτορες τῆς ἐποχῆς του πού σέρβιραν στούς ἀκροατές τους φουσκωμένα λόγια καί ἀναλήθειες καί συνέβαλλαν στήν ἡμιμάθεια καί ἀποχαύνωσή τους. Γι' αὐτούς λοιπόν ὁ Μενέξενος δέν εἶναι παρά μιά παρωδία ἐπιταφίου.
Ἄλλοι συμφωνοῦν ὡς πρός τή σατιρική διάθεση πού διέπει τό ἔργο, καταλήγουν ὅμως πώς το ἐγκώμιο εἶναι σοβαρό. Ἐναπόκειται ἄρα στήν κρίση καί τήν εὐαισθησία τοῦ ἀναγνώστη νά διαμορφώσει τήν προσωπική του ἄποψη.
Ἐκεῖνο πού φαίνεται καθαρά εἶναι τό ἀνάλαφρο καί φιλοπαῖγμον ὕφος τοῦ διαλογικοῦ μέρους στήν ἀρχή τοῦ ἔργου. Ἐκεῖ ὁ Σωκράτης εἰρωνεύεται ἀπροκάλυπτα τούς ρήτορες καί δή τούς κατασκευαστές ἐπιταφίων. Γι' αὐτό καί δηλώνει πώς ὁ λόγος πού θά ἀπαγγείλει ὁ ἴδιος εἶναι ἔργο τῆς Ἀσπασίας, ἀπό κομμάτια μάλιστα πού τῆς περίσσεψαν ἀπό τόν ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ὁ Πλάτων ἀφαιρεῖ ἀπό τό λόγο τό βάρος πού ἔπρεπε νά ἔχει, ἄν ἦταν τοῦ Σωκράτη. Μοιάζει λοιπόν σάν νά λέει στούς ρήτορες, πού καμώνονταν τούς σπουδαίους, πώς δέν ἀξίζουν δά καί πολλά πράγματα, ἀφοῦ αὐτά πού περιεῖχε συνήθως ἕνας ἐπιτάφιος ἦταν τόσο γνωστά, πού ὁ καθένας μποροῦσε νά τά γράψει - κι ἡ Ἀσπασία στό πόδι, τόν ἔγραψε - καί τό ἴδιο νά ἐντυπωσιάσει.
Ἔτσι ἑξηγοῦνται, ἄλλωστε καί οἱ ἀνακρίβειες, ἀλλά καί οἱ ἀναχρονισμοί πού συναντᾶ κανείς στό "Μενέξενο". Ἐντάσσονται δηλαδή στήν πρόθεση τοῦ φιλοσόφου πού ἐπισημαίνουμε: Μοιάζει σάν νά τούς λέει πώς, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι "ἑτοιματζίδικοι" καί ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, προσθέτει κανείς ἤ ἀφαιρεῖ, ἑπόμενο εἶναι νά περιέχουν καί ἀνακρίβειες, - δέν μπορεῖ κανείς νά τά θυμᾶται ὅλα -, μά καί ἀναχρονισμούς, π.χ. ἡ Ἀσπασία ζεῖ καί γράφει λόγους, ὁ Σωκράτης ζεῖ καί ἐκφωνεῖ λόγους (ὡς γνωστό ὁ Σωκράτης πέθανε τό 399 π.Χ., λίγο μετά πέθανε καί ἡ Ἀσπασία, ἐνῶ ὁ λόγος ἀναφέρεται στούς νεκρούς τοῦ Κορινθιακοῦ πολέμου, 395-386 π.Χ.). Ἔτσι ἐνισχύει τή σάτιρά του πρός τούς ρήτορες, τούς δίνει δηλ. ἕναν καθρέφτη νά δοῦν τό πρόσωπό τους.
Ἡ σατιρική συνεπῶς διάθεση τοῦ Πλάτωνα δέν ἀφορᾶ τόσο στό περιεχόμενο ἑνός τέτοιου λόγου, ὅσο στούς ρήτορες, πού ἐξ ἄλλου καί σ' ἄλλα του ἔργα συναντᾶται.
Φυσικά, ἡ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων καί τῶν ἴδιων κάθε φορά, ὁ ἐγκωμιαστικός τόνος, ἡ ὑπερβολή καί ἀπόκρυψη, ἡ παραποίηση τῶν γεγονότων γιά εὐνόητους λόγους, χαρακτηριστικά παρόμοιων λόγων καί τότε καί σήμερα, - ἀλλιῶς τί ἐγκώμια θά ἦταν -, σίγουρα, ἐνοχλοῦσαν τό μεγάλο στοχαστή, ὅπως ἐνοχλοῦν καί σήμερα ἀνάλογα πράγματα τό γνήσιο πνευματικό ἄνθρωπο. Ὅμως ἡ ἱστορία τῆς Ἀθήνας δέν ἦταν τυχαία ὑπόθεση. Γι' αὐτό, μ' ὅλες τίς ὑπερβολές καί τίς παραποιήσεις, τά ἀληθινά γεγονότα πού συνιστοῦν τήν ἱστορία τῆς πόλης, ἀποτελοῦν ἀπό μόνα τους ἐγκώμιο καί ἐπιβάλλονται. Αὐτά, καθώς καί οἱ βασικές ἰδέες πού διατρέχουν τό κείμενο, πάνω στίς ὁποῖες στήριξε ἡ Ἀθήνα τό πολιτισμικό της οἰκοδόμημα καί πού ἀναδύονται κάθε τόσο, ἰδίως στό παραινετικό καί παραμυθητικό μέρος, καθιστοῦν ἐν τέλει τό λόγο σοβαρό, συγκινοῦν καί μᾶς ἀμείβουν. Γι' αὐτό, στό τελευταῖο διαλογικό μέρος, οἱ συζητητές δέν ἔχουν πιά διάθεση γιά εἰρωνεῖες. Φαίνονται σοβαροί καί ὁμολογοῦν κι οἱ δυό πώς ὁ δημιουργός τοῦ λόγου εἶναι μακάριος.
Στό "Μενέξενο" λοιπόν ὁ Πλάτων, ναί μέν σατιρίζει τούς ρήτορες καί τήν προχειρότητα πού τούς διακρίνει μέ τόν τρόπο πού παραπάνω ἀναπτύξαμε, ἀλλά, ἴσως καί δίχως νά ἦταν στήνν πρόθεσή του, ἡ ἴδια ἡ σοβαρότητα τῶν πραγμάτων, γιά τά ὁποῖα κάνει ἀναγκαστικά λόγο, τοῦ ἐπιβάλλεται, τόν συνεπαίρνει καί καταλήγει σ' ἕνα ἀκόμη ἐγκώμιο γιά τήν Ἀθήνα.

[Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 5, Μάϊος 1996]

Ἡ Φιλοσοφία - Οὐρανός ἐλεύθερίας

Οἱ Ἕλληνες ἀνήγαγαν τή φιλία σέ θεσμό κι ὁ Ἀριστοτέλης μάλιστα τῆς παραχώρησε θέση λαμπρή στό φιλοσοφικό του σύμπαν. Τό περιοδικό μας, κοντινό πάντα κι ἀνοιχτόν στόν ἀπανταχού ἄνθρωπο, ὑποδέχεται μέ χαρά στίς σελίδες του τόν Πέρση ποιητή καί συγγραφέα Φερεϋντούν Φαριάντ καί τόν χαιρετίζει, καθώς πρόσφατα ἀπόκτησε καί τήν ἑλληνική ὑπηκοότητα.
Φερεϋντούν Φαριάντ ζεῖ στήν Ἑλλάδα καί δηλώνει Πέρσης Ἕλλην. Μιλάει θαυμάσια τά Ἑλληνικά καί μαθαίνει μέ ἔμμονο πεῖσμα καί Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Βιβλία του ἔχει μεταφράσει ὁ Γιάννης Ρίτσος, πού ὑπῆρξε καί προσωπικός του φίλος. Τά ποιήματα τῆς συλλογῆς του "Οὐρανός χωρίς διαβατήριο", ἐκδ. Κέδρος, ἔχουν γραφεῖ ἀπ' εὐθείας στά ἑλληνικά καί ἀποτελοῦν εὐφρόσυνη κατάθεση ἑνός Πέρση ποιητῆ στήν Ἑλληνική Λογοτεχνία. Ἡ "Φιλοσοφία καί Παιδεία", ἕνας ἐπίσης οὐρανός χωρίς διαβατήριο, προσφέρει στούς ἀναγνῶστες της μερικά ἀπ' αὐτά.

Οὐρανός χωρίς διαβατήριο

Φύτεψα λέξεις στό χαρτί
Φύτρωσε ἕνα δέντρο μέ πλατιά φύλλα

Ἄν ποίηση εἶναι αὐτό πού λείπει, οἱ παραπάνω στίχοι τό ὑπογραμμίζουν. Διαβάζεις καί βρίσκεσαι κι ὅλας κάτω ἀπό ἕνα βαθύσκιωτο πλατάνι, χάνεσαι στήν ἅπλα τοῦ ποιήματος. Γιατί τό ποίημα κτίζεται, συχνά, εὐρύχωρο καί εὐήλιο, μέ ἐλάχιστα ὑλικά, φτάνει ὁ μάστορας νά 'χει μεράκι, δήλ. ψυχή. "Φιλοκαλοῦμεν μέτ' εὐτελείας".
Αὐτή εἶναι ἡ αἴσθησή μου ἀπό τά ὀλιγόστιχα ποιήματα τῆς συλλογῆς "Οὐρανός χωρίς διαβατήριο" τοῦ Φ.Φ. Καί τά ὀνομάζω ποιήματα, γιατί σχεδόν ὅλα περιέχουν τό ξάφνιασμα, πού δέν εἶναι μόνο γλωσσικό παιχνίδι ἀλλά συνάμα καί ἀποκάλυψη, ἀπόκλιση δηλ. ἀπό τήν κοινή ἀνθρώπινη πείρα.
Ἡ μοναξιά μ' ἔφερε κοντά στά πουλιά
Μ' ἔμαθε νά πετάω.
Ἡ μεταφορά λειτουργεῖ θαυμάσια: Ἡ μοναξιά -δυσάρεστο συναίσθημα ἐν πολλοῖς- γινεται ἐδῶ "μάθημα πτήσης.
Καλύπτω τίς τρύπες
μέ φεγγάρι, μέ ποιήματα
ἤ μέ τά φιλιά σου.
Πάντα ὑπάρχουν τρόποι νά καλύπτεις τό κενό. Ἀρκεῖ νά εἶσαι ἀνοιχτός στόν κόσμο τῆς φύσης καί τῶν αἰσθήσεων.
Στόν μαυροπίνακα τῆς νύχτας
μ' ἕνα κομμάτι κιμωλία γράψε:
φῶς, φῶς, φῶς.
Ποιητής εἶσαι.
Ἡ δυνατότητα τοῦ ποιητῆ "νά γράψει στό νερό".
Θά μποροῦσα νά συνεχίσω ἔτσι, ἀλλά οἱ ὁρίζουσες στήν ποίηση τοῦ Φ.Φ. εἶναι πολλές: Ἡ μοναξιά, ὁ πόνος γιά τά δεινά τῆς πατρίδας, ἡ ἀγάπη γιά τούς δικούς, ἡ νοσταλγία γιά ὅ,τι χάθηκε, ὁ ἔρωτας, ἡ ὀμορφιά, ἡ ἀγωνία τῆς ὕπαρξης ἀλλά καί ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπέρβασης:
Ἔρημα σπίτια
Ἔρημοι δρόμοι
πολλά πηγάδια.
Ἐγώ
ἔπεσα στόν οὐρανό.
Πάλι ἐδῶ ἡ σωτηρία διά τῆς ποήσεως.
Μιά μαύρη γάτα πέρασε
Σκοτεινός οὐρανός τῆς Περσίας
Ἄϊ σκοτωμένα καναρίνια μου.
Ἕνα ἐξωτερικό ἐρέθισμα, γιά ν' ἀρχίσει ὁ θρῆνος
Μά ἐγώ εἶμαι ξένος
Μιλάω στά δέντρα περσικά
Τά δέντρα μοῦ ἀποκρίνονται.
Μέσα σ' αὐτή τή συγγένεια
δέν εἶμαι ξένος.
Αἴσθηση βελούδου, μιά ἤρεμη μελαγχολία, σύμβολα ἀπό τή φύση-γεμίζουν τό ἄδειο, χρωματίζουν τό ἄχρωμο.
Ἄλλα ποιήματα ἀποτελοῦν στιγμές τοῦ ποιητῆ, πιασμένες γιά πάντα στά δίχτια τῶν λέξεων, τίς ψαύουμε, μᾶς μεταδίδουν τό ἴδιο αἴσθημα πού τίς γέννησε: ψυχική εὐφορία, ἀπόγνωση κάποτε, ἀφόρητο πόνο πού τόν ἁπαλύνει ἡ λυτρωτική χρήση τῆς γλώσσας.
Ξένος τοῦ γαλάζιου
Ξένος τῶν νερῶν
Στή γῆ πεσμένα
πέντε μῆλα,
Ποῦ νά πάω;
Ξεφυλλίζοντας, ἡ μιά ἔκπληξη διαδέχεται τήν ἄλλη. Στήνεται ἕνας κόσμος ὀμορφιᾶς, ρίχνοντας σκάλες ἐπικοινωνίας πάνω ἀπό τήν ἀπουσία, ἀναδύεται μιά πατρίδα γιά ὅλους, μιά ποίηση οὐρανός. Σύννεφα ταξιδεύουν ἄσπρα, τά ποιήματα τοῦ Φαριάντ.
Οὐρανός, γῆ, δέντρο, ἥλιος, πουλί, ποίημα, πανσέληνος: Λέξεις πού ἐπανέρχονται, ὑλικό παμπάλαιο, οὐσιαστικά πού ὑπηρετοῦν μιά ποίηση οὐσιαστική ἐκ τῶν πραγμάτων, δηλ. εἰλικρινή. Καί ἡ εἰλικρίνεια, καί μόνη αὐτή, ἔχει τή δύναμη νά ξανακαινουργιώνει τίς λέξεις, νά τίς καθιστᾶ εὐέλικτες καί δραστικές. Τίποτα περιττό, οἰκονομία ἀφοπλιστική, τό καίριο βίωμα -στήν καίρια γλώσσα, στήν ποίηση τῶν ἡμερῶν μας πού, συχνά, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἔρχεται ἀπό τήν καρδιά, ἐπικρατεῖ ἡ κενολογία ἤ ἡ ἐκζήτηση. Ἡ ποίηση τοῦ Φ.Φ. ξεχωρίζει, δείχνοντας τό δρόμο τῆς σωστῆς δημιουργίας.
Οὔτε φεγγάρι οὔτε ἄστρο, οὔτε τριζόνι.
Κλείσιμο δίχως τοίχους.
Μέ τήν αἰχμή τοῦ μολυβιοῦ μου
ἀνοίγω μιά τρύπα στή νύχτα.
Ἐκτινάζεται φῶς.
Ἄψογοι στίχοι, δραστικοί, κυριολεκτικά "ἐκτινάσσουν τό ποίημα".
Τό πουλί στόν οὐρανό εἶναι γαλάζιο,
στό δέντρο πράσινο,
στό νοῦ σου κόκκινο.
Στό κλουβί;
Στό κλουβί δέν ἔχει χρῶμα.
*
Πατρίδα μου εἶναι
ἕνας οὐρανός χωρίς διαβατήριο,
χωρίς πύλη.
Μπαίνω ἀπ' τόν ἀέρα.
Τέτοια διαμάντια, γραμμένα στή γλώσσα μας, ἀπό ἕναν Πέρση ποιητή. Κατά τό "μουσικές ἀσκήσεις". Τά προτείνω γιά "ποιητικές ἀσκήσεις"

[Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 17-18, Ἰανουάριος 2000]

Ἀντήχηση τοῦ Σωκράτη στή Σεφερική ποίηση

Στό ποιητικό σῶμα τοῦ Σεφέρη ἀντηχεῖ συχνά ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί τέχνη: Ὅμηρος, Προσωκρατικοί, Τραγικοί, Φιλόσοφοι. Ὁ Σωκράτης ἐμφαίνεται καθρά στό "Μυθιστόρημα" (Ἀργοναύτες), στό ποίημα: "Πάνω σ' ἕναν ξένο στίχο", καί στήν ποιητική σύνθεση "Κίχλη" (Τό ναυάγιο τῆς Κίχλης).
Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις ὁ προσεκτικός ἀναγνώστης δύναται ν' ἀνιχνεύσει τόν ψυχισμό τοῦ ποιητῆ διακατεχόμενο ἀπό τόν λόγο περί ἀρετῆς καί δικαίου τοῦ Ἕλληνα Φιλοσόφου, σέ ἀντιπαραβολή πάντα πρός τά συμβαίνοντα στόν ἰδιωτικό καί δημόσιο βίο, διαχρονικά.
Οἱ "Ἀργοναύτες", θύματα μαζί καί θύτες ἀνά τούς αἰῶνες, "κοιμοῦνται στ' ἀκρογιάλι"
Κανείς δέν τούς θυμᾶται. Δικαιοσύνη
ὡστόσο, "ἤτανε καλά παιδιά οἱ σύντροφοι"
"Κάποτε τραγούδησαν μέ χαμηλωμένα μάτια"
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχήν βλεπτέον, ἔλεγαν
καί τά κουπιά χτυποῦσαν τό χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στό ἡλιόγερμα"
Οἱ ἐναρκτήριοι στίχοι τοῦ ποιήματος - αὐτούσιο ἀπόσπασμα ἀπό τόν Πλατωνικό "Ἀλκιβιάδη"- παραπέμπουν στά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ Φιλόσοφος στόν φιλόδοξο νεανία, ὅταν ἐκεῖνος ἐκφράζει τήν ἐπιθυμία του, νά γίνει πολιτικός:
"Καί ψυχή
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν
εἰς ψυχήν
αὐτῆ βλεπτέον" τοῦ ἐπισημαίνει.
Ἔχει προηγηθεῖ ὁ λόγος γιά τήν ὀρθοφροσύνη καί τήν ἐν γένει ἀρετή, κι ἔρχεται ἐδῶ νά τοῦ ἀναλύσει τό "γνῶναι σ' αὐτόν", πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Ὅποιος θέλει νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του πρέπει νά κοιτάζει κατάματα τόν ἄλλον, καί τότε θά δεῖ πώς ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός του. "Τόν ξένο καί τόν ἐχθρό τόν εἴδαμε στόν καθρέφτη", παραφράζει ὁ Σεφέρης. Μ' αὐτή τή γνώση ἀναδείχνεται ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ δίκαιος πολιτικός πού δέν ἐπιδιώκει ἁπλῶς τό ὠφέλιμον, ἀλλά τό δίκαιον, τό ὁποῖο ἐμπεριέχει τό ὠφέλιμον. Οἱ σύντροφοι ὅμως στό ποίημα τοῦ Σεφέρη "εἶχαν χαμηλωμένα τά μάτια", δέν ἦταν ἄγρυπνο τό βλέμμα τους, τούς ἔλειπε ἡ συναίσθηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Δικαιολογημένα λοιπόν "δέν τούς θυμᾶται κανείς". Ἀκροτελεύτια λέξη στό ποίημα:Δικαιοσύνη.
Ἡ Σωκρατική ἀναζήτηση δικαίου-ἀρετῆς πυροδοτεῖ τόν Γιῶργο Σεφέρη καί στό ποίημα "Πάνω σ' ἕνα ξένο στίχο". Ἐδῶ ἡ "ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς κατεβαίνει τά μαρμαρένια σκαλοπάτια". Εἶναι ἡ Ἀρετή τοῦ Ἐρωτόκριτου, εἶναι ἡ ἀρετή τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων, εἶναι, ἐν τέλει, ἡ προσωποποίηση τῆς ἀρετῆς, ὁ Σωκράτης, μέ τή δική του ἀντίδικη μοίρα. Ἐπειδή λοιπόν, οἱ Ἀργοναύτες ἐφησυχάζουν, ἡ μοίρα τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀντίδικη. Πάλι τό θέμα τοῦ δικαίου, ὡς προσωπικῆς εὐθύνης τοῦ καθενός μας.
Τέλος, στό συνθετικό ποίημα "Κίχλη" μέ τήν ἐνδεικτική χρονολογία 31 Ὀχτώβρη 1946, ὁ Σεφέρης, στούς τρισκότεινους ἐκείνους καιρούς, ἀκούει καθαρά τά λόγια τοῦ Σωκράτη, αὐτούσια σχεδόν ἀπό τήν Πλατωνική ἀπολογία
"Κι ἄν μέ δικάσετε νά πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ. Τό δίκιο σας θά 'ναι τό δίκιο μου. Ποῦ νά πηγαίνω γυρίζοντας σέ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλό λιθάρι. Τόν θάνατο τόν προτιμῶ. Ποιός πάει γιά τό καλύτερο ὁ Θεός τό ξέρει".

"Χῶρες τοῦ ἥλιου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἥλιο
χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἄνθρωπο".
Πάλι τό δίκαιον ἐδῶ. Γιατί καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης; Ὁ Σεφέρης ἔχει δώσει ἤδη τήν ἀπάντηση: Ἡ μοίρα τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀντίδικη. Γιατί ὁ Σωκράτης ἀποδέχτηκε τήν καταδίκη του; Ὁ ποιητής ἀπαντᾶ μέ τό τέλος τῆς "Ἀπολογίας. Ὁ Φιλόσοφος εἶδε τό μάταιον τοῦ ἀγώνα του γιά τήν ἀρετή. Ἀποδέχεται λοιπόν τήν καταδίκη του ἀπό ἀπελπισία, ἀπό ἀπόγνωση. "Τό δίκιο σας εἶναι τό δίκιο μου", ἡ ἀπόλυτη μονάδα.
Ὡστόσο, κατά τόν Σεφέρη πάντα, ὁ Σωκράτης δέν ὁδηγεῖται μοιραῖα στόν θάνατό του, τόν ἐπιλέγει ἔναντι μιᾶς ἀναξιοπρεποῦς ζωῆς. Ἐξ ἄλλου, γιά τόν Φιλόσοφο, τί εἶναι ζωή, τί εἶναι θάνατος; Γιατί τό τελευταῖο εἶναι ὑποχρεωτικά τό χειρότερο;
Ὁ τρόπος πού ὁ ποιητής εἰσπράττει τόν Σωκράτη τῆς Ἀπολογίας εἶναι, πιστεύω, διαχρονικός: Οἱ ξεχωριστοί ἄνθρωποι, ἔτσι ὅπως στέκουν πάνω ἀπό σχήματα, σκοπιμότητες κάι μικροπολιτικές, προσηλωμένοι στή δική τους ὑψηλή αἴσθηση τοῦ κόσμου, ἀφήνονται στή διάθεση τοῦ πλήθους συνειδητά, γιατί δέν ἔχουν ἄλλη ἐπιλογή. Ἔτσι, ὁ ἄδικος θάνατός τους, ὡς σημεῖον ἀντιλεγόμενον, γίνεται αἴνιγμα τῆς ἱστορίας, τροφοδοτώντας συζητήσεις καί γόνιμους προβληματισμούς. Ὁ Σωκράτης, μέ τό τέλος του, θέτει τό ἑκάστοτε σήμερα ὑπόλογο ἀπέναντι στήν ὑψίστη τῶν ἀρετῶν, τή δικαιοσύνη. Σ' ἕνα συμβολικό ἐπίπεδο, θάλεγα, ὁ Σωκράτης στήν ποίηση τοῦ Σεφέρη εἶναι τό σπαθί πού ἐπικρέμαται πάνω ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα καί τήν ἐπικυρώνει ἤ τήν ἀκυρώνει.

Πεζογραφία τολμηρή ἀλλά καί ἐκρηκτικά τρυφερή

Ὅταν οἱ ρίζες τῆς Λογοτεχνίας, εἰσχωρώντας βαθιά, φτάνουν στό ἀπύθμενο, τότε ἡ ζωή προβάλλεται στόν οὐρανό τῆς φιλοσοφίας

"Ἡ κουνιστή πολυθρόνα", πρώτη συλλογή διηγημάτων τοῦ Μυκονιάτη ποιητῆ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ, εἶναι βιβλίο γεγονός. Κι εἶναι πολύ εὐφρόσυνο, μέσα στήν ἐκδοτική ὑπερπαραγωγή τῶν ἡμερῶν νά συναντᾶς τό ἄξιο. Ὄχι πώς κάνουμε κακό πού γράφουμε, ἀλλά δέν πρέπει νά ὑπάρχει καί μιά πυξίδα γιά τόν ἀναγνώστη;
Εἶχα λοιπόν τήν τύχη νά διαβάσω τά διηγήματα τοῦ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ. Ἀνεπιφύλακτα λέω πώς πρόκειται γιά μιά λογοτεχνία πού γρήγορα θά πάρει τή θέση της δίπλα σ' ἐκείνη τῶν καλύτερων πεζογράφων μας. Εὐτυχῶς πού ἔχουμε κάποιους "ἀνοξείδωτους", π.χ. ἕναν Παπαδιαμάντη, τουλάχιστον νά μή χάνουμε τό μέτρο.
Ἡ σπουδαιότερη ἀρετή τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ οἰκονομία. Ἔχοντας μακρά θητεία στήν ποίηση ἔχει ἀσκηθεῖ στό καίριο, τίποτα περιττό, κατ' εὐθείαν στό ψαχνό - πού λέμε. Πράγματι, χαίρεσαι αὐτόν τόν κρουστό νεοελληνικό λόγο, διανθισμένο ποῦ καί ποῦ ἀπό λέξεις μυκονιάτικης ντοπιολαλιᾶς, σμιλεμένες στό στόμα ἀνθρώπων του Αἰγαίου, ὅπως τά βότσαλα στή θάλασσα. Ἡ ἴδια αὐτή ἀρετή βοηθάει τό συγγραφέα νά ὁλοκληρώνει τή σύλληψή του εὐσύνοπτα, μέ ἀποτέλεσμα μικρά, κατά τό πλεῖστον, διηγήματα, ἀρκετά τῶν ὁποίων θεωρῶ ἀριστουργήματα (Ἡ μάνα μου, Ὁ πατέρας, Οἱ ἀδελφές, Ὁ ρακοσυλλέκτης).
Μιά ἄλλη ἀρετή τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ μαεστρία νά μετατρέπει τό ἰδιωτικό σέ πανανθρώπινο. Ἔτσι, ἐνῶ τά περισσότερα διηγήματά του ἔχουν χαρακτήρα βιωματικό, νιώθεις πώς πατᾶς σέ ἔδαφος οἰκεῖο, ἀναγνωρίσιμο.
Ὁ τρόπος γραφῆς, ἀνάλογα μέ τό θέμα, κινεῖται ἀπό τό ρεαλισμό ὡς τό νατουραλισμό (Ὁ πατέρας, Ἡ μάνα μου, Μέ χαμηλωμένα μάτια), χωρίς νά λείπει ὅμως καί ἡ ποίηση πού συχνά ὁδηγεῖ στό συμβολισμό (Ἡ φωτογραφία, Οἱ ἀδελφές, Ὁ ρακοσυλλέκτης). Ἕνα ποιητικό ἐπίσης ρίγος διαπερνᾶ τά διηγήματα: "Τό σπίτι τοῦ ἀγέρα καί τῆς βροχῆς"καί "Τό σκοτάδι πέφτει πάντα μέ τόν ἴδιο τρόπο", ὁριακά καί τά δυό, καθώς τόν πυρήνα τους συνιστοῦν θεμελιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὕπαρξης καί κοινωνικοῦ ὄντος.
Ὁ κόσμος τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ γνωστός Νεοελληνικός, ὅπως διαμορφώθηκε τά πενήντα τελευταῖα χρόνια, κοιταγμένος ἀπό μιά συνείδηση ὥριμη, κατασταλαγμένη, τολμηρή, δίχως "χαμηλωμένα μάτια", ἀλλά συνάμα ἐκρηκτικά τρυφερή καί εὐαίσθητη.
Σ' ὅλα τά διηγήματα, ἀκόμη καί τά πιό ὀνειρικά καί ἄπιαστα, ὅπως π.χ. "Ἡ κουνιστή πολυθρόνα" ἤ "τό μπαλσαμωμένο πουλί", πιάνουμε ἕνα ἄχ γιά ὅ,τι χάσαμε, δίχως ἐλπίδα νά τό ξαναβροῦμε, μιά νοσταλγία ἀφόρητη πού καταντᾶ βασανιστική. Αὐτή ἡ αἴσθηση κορυφώνεται στό διήγημα "Ὁ ρακοσυλλέκτης", ὅπου ὁ ἥρωας ἀναζητᾶ στά σκουπίδια παλιά χαρτιά καί φωτογραφίες, ὥσπου τόν παίρνουν γιά ὕποπτο καί τόν τραβολογοῦν στήν ἀστυνομία, γιά νά ξεκαρδιστοῦν στά γέλια, ὅταν τά διαβάζουν. Τρομακτική μπεκετική σύλληψη τῆς μοίρας τοῦ καλλιτέχνη ἀλλά καί τῆς τέχνης γενικότερα μέσα σ' ἕνα κόσμο ἀνίκανο νά κατανοήσει, πολλῶ μᾶλλον νά ἐκτιμήσει, "τό καλό", παρελθοντικό κάι σύγχρονο.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού χαράζεται ἔντονα στήν πεζογραφία τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ σχέση τοῦ εὐαίσθητου ἀνθρώπου μέ τά ζῶα: Στό διήγημα "Τό κυνήγι" ὁ ἥρωας, ὕστερα ἀπό μιά φρικτή ἐμπειρία πού εἶχε παιδί ἀπό δύο σκοτωμένα τρυγόνια, τήν ὥρα πού ἐρωτοτροποῦσαν, καταλήγει: "Παραληρώντας, ρωτοῦσα πότε θά σηκώσουν τά ζῶα κεφάλι νά φωνάξουν τό δίκιο τους... Οἱ καρδερίνες δέν κελαϊδοῦν στά κλουβιά, κλαῖνε. Καί οἱ δεσμῶτες τους, ἔχουν κι αὐτοί τήν καρδιά τους φυλακισμένη σέ κλουβί".
Μέ σαρκασμό, κάποτε βάναυσο, δίχως ποτέ ὅμως νά γίνεται κραυγή ἤ σύνθημα, ὑπερασπίζεται ὁ συγγραφέας τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι διαφορετικός, χλευάζει καί πονάει συγχρόνως γιά τήν ἔκπτωσή μας, ἰδίως τή λεγόμενη "τουριστική ἀνάπτυξη", τήν "κουνιστή πολυθρόνα" δηλαδή, πού ὅπως κι ἐκείνη τοῦ ὁμότιτλου διηγήματος, καί εἶναι - καί δέν εἶναι, ἐνῶ ἀποτελεῖ ξεγέλασμα μαζί καί ἀπειλή μας, ἀντιμετωπίζει μέ σκεπτικισμό κάποια ἔθιμα πού τά γελοιοποίησε ἡ πραγματικότητα, ἀσκώντας παράλληλα καυστική κοινωνική κριτική ( "σπασμένα πιάτα") καί χαμογελάει σαρδόνια κάποτε γιά τή ζωή πού ἐπιχειροῦμε νά τήν "ξαναστήσουμε", κι ὅταν ἀκόμα τά κότσια μᾶς ἐγκαταλείπουν ("τά σκαλοπάτια", ἕνα διήγημα κλαυσίγελως).
Ἐκεῖνο πού εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο, εἶναι ἡ ἀποφθεγματική συχνά φράση πού ὑπογραμμίζει τήν οὐσία συνήθως τοῦ διηγήματος, ἀλλά καί ἐξασφαλίζει στή λογοτεχνία κύρος καί διαχρονικότητα. "Ξεσκάτωσα τή μάνα μου, πού μ' εἶχε ξεσκατώσει", "Οἱ νεκροί νιώθουν ἄνθρωποι, ὅπως κι ἐμεῖς". "Ὅλο κι ὅλο πού ζητοῦν εἶναι νά τούς πᾶμε μέχρι τόν Ἅϊ Λουκᾶ". "Πέφτει ὁλοένα πέφτει ἡ σκόνη πάνω στόν κόσμο, μά κανένας δέν τή βλέπει ἔτσι ἀθόρυβα πού κάθεται, κόκκο τόν κόκκο". "Δέν μπορεῖ ἐπιτέλους νά μένει ἀτιμώρητη ἡ ἔλλειψη μειλιχιότητας πρός τό παιδί".
Δίχως νά ἐξαντλοῦμε ὅσα ἔχουμε νά ποῦμε γιά "τήν κουνιστή πολυθρόνα" - ἴσα καί τήν προσεγγίσαμε, - τήν προτείνουμε ὡς ἕνα ἀπό τά καλύτερα βιβλία πού κυκλοφόρησαν τά τελευταῖα χρόνια στόν τόπο μας. Ὁ Π.Κ. ἔρχεται κατ' εὐθείαν ἀπό τόν Παπαδιαμάντη, ἔχοντας ὅμως ὡς δάσκαλο στήν οἰκονομία τοῦ λόγου τόν Καβάφη, στόν ὁποῖο, ἐξ ἄλλου, συχνά παραπέμπει, ἀλλά καί τή δική του ποίηση, πού εἶναι ἐξ ἴσου ἐνδιαφέρουσα.
Κοντολογίς "Ἡ κουνιστή πολυθρόνα" - θά προτιμοῦσα τόν τίτλο "Ὁ ρακοσυλλέκτης" - εἶναι μιά λογοτεχνία πού συνιστᾶ ἄποψη δίχως νά ὑπηρετεῖ καμμιά ἄποψη, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος, σ' αὐτή, κρίνεται ἀπό τήν εὐαισθησία του ἀπέναντι σέ θεμελιακές ἀξίες πού ἡ ἴδια ἡ ζωή ὁρίζει ὡς τέτοιες καί ὄχι ἡ συμβατική καί στεγνή ἀντίληψη τῆς ὀργανωμένης κοινωνίας. Ἔτσι, ἡ πεζογραφία τοῦ Π.Κ. ἀποτελεῖ κατάθεση στήν ὑπόθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀναδεικνύοντας τό οὐσιαστικό καί καταγγέλοντας τό ὑποκριτικό καί ψεύτικο.

[Τό κείμενο γράφηκε γιά τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου καί δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 14, Ἰανουάριος 1999]

Νίκος Φωκᾶς: Ἕνας αἰσθησιοκράτης ποιητής


"Στόν ποταμό Κολύμα"

Στόν Πλάτωνα, ἡ ψυχή, στή θέα τοῦ ὡραίου, ἀναμιμνήσκεται ὅ,τι θαύμαζε πρίν ἐκπέσει. Καί πῶς ὁ παλαιός αὐτός, ποιητής πρωτίστως, ζώντας στήν Ἀθήνα, πλάϊ στίς χλοερές ὄχθες τοῦ Κηφισοῦ καί τοῦ Ἰλισσοῦ, πῶς νά μή θεᾶται τό οὐράνιο, ἀνεβασμένος καθώς ἦταν στό πιό ψηλό σκαλί τοῦ γήϊνου κάλλους;
Ὁ Ν. Φωκᾶς ζεῖ στήν Ἀθήνα. Ποῦ ποτάμια καί ποῦ κάλλος! Ἀφήνει λοιπόν τίς οὐράνιες πολιτεῖες σέ ἄλλους, πιό ἀλαφροΐσκιωτους, κι ἐκεῖνος ἀναζητάει σπαραχτικά τόν κόσμο πρίν ἐκπέσει, ὅπως δηλ. πρόλαβε νά τόν γευτεῖ στή νεότητά του, ὅταν ὁ τόπος ἀπόπνεε ἀκόμα κάτι ἀπό τήν παλιά του εὐγένεια, σάν "κληματίδα σκαρφαλωμένη στόν ἑτοιμόρροπο γωνιόλιθο".
Ἡ τραυματική λοιπόν σχέση τοῦ ποιητῆ μέ τόν τόπο, ὡς περιέχοντα ἀλλά καί περιεχόμενον, εἶναι μιά βασική ὁρίζουσα τῆς συλλογῆς "Στόν ποταμό Κολύμα" καί ἀνιχνεύεται σέ πολλά ποιήματα (Μυστήριο, Πλεύση, Χαμομήλια κι Ἀγριόσταχια, Δεκέμβρης, Ἀστραπές μές στή νύχτα, Λεπτομέρεια, Ὑδρότοπος). Στό τελευταῖο μάλιστα αὐτό, ἡ διάσταση ἀνθρώπου-τόπου εἶναι τόσο ὁριακή, πού συνιστᾶ τό τραγικό, καθώς στήν ἔκπτωση τοῦ πισσοστρωμένου Ἡριδανοῦ βλέπει ὁ καθένας τή δική του ἔκπτωση.
Ἡ σχέση μας μέ τό χρόνο εἶναι ἄλλη μιά ὁρίζουσα. Ὁ Ν.Φ. δέν φοβᾶται τό θάνατο, πού τόν θεωρεῖ ἀπόδραση πρός τήν ἐλευθερία. Φοβᾶται τό χρόνο, ὅπως τόν βιώνει ὡς ἀνθρώπινο ὄν, δηλ. μέ τή γέννηση, τήν ἐνηλικίωση καί τό τέλος. Καθώς ὁ ποιητής ἀσφυκτιᾶ σ' αὐτό τό χῶρο τῆς γήϊνης ζωῆς του - κουβαλώντας κι ὅλας τή μνήμη ἀγαπημένων νεκρῶν - παραπαίει ἀνάμεσα στήν τρέλα καί τήν αὐτοχειρία (Ἀντιθέσεις, Ἐωθινή ὠδή). Ἀλλοῦ ὁ χρόνος τόν καταδιώκει ἀνηλεῶς, εἶναι ἀδήλωτος ἐχθρός του, κινεῖ φονιάδες ἐναντίον του κι ὅπως παραμονεύουν στή γωνία τά γηρατειά, τί εἶναι ἡ ζωή; "Λυγμός τῆς χτεσινῆς ξεφάντωσης"(ἐπαναλαμβανόμενο νυχτερινό μιμόδραμα). Κάποτε, γίνεται πιό εὐφρόσυνος: Στό ποίημα "Κορύφωμα" παραλληλίζει τήν τυχαία πληρότητα στή φύση (ἕνα πουλί π.χ. στήν κορυφή τοῦ δέντρου ἀλλάζει τά δεδομένα) μέ τή στιγμιαία πληρότητα στή ζωή μας πού καταργεῖ τό ἄδειο καί πυροδοτεῖ τήν ἐλπίδα μας. Ὁ Καβάφης δέν βρίσκει κἄν στιγμιαία πληρότητα: "καί καταντᾶ τό αὔριο πιά σάν αὔριο νά μή μοιάζει". Ὡστόσο, ἡ ζωή, ὡς ἄλλη ὁρίζουσα στήν ποίηση τοῦ Ν. Φωκᾶ, "ἄν καί χωρίς ἀξία, δέν ἐκχωρεῖται μέ κανένα ἀντάλλαγμα" ("Μάντις ἤ ἀλογάκι τῆς Παναγίας").
Σέ ἄλλα ποιήματα ἀναδεικνύονται οἱ δυνατότητες πού ἐξασφαλίζουν ἡ μνήμη καί ὁ συνειρμός, ἡ φαντασία καί τό ὄνειρο, ἡ παραίσθηση καί, πάνω ἀπ' ὅλα, οἱ αἰσθήσεις. Θά 'λεγα μάλιστα ὅτι ὁ Ν.Φ. εἶναι ἕνας αἰσθησιοκράτης ποιητής. Μέ ἀσκημένες τίς αἰσθήσεις, ἰδίως τήν ἀκοή καί τήν ὄσφρηση, "σάν φίδι", στή μοναξιά καί τή σιωπή, ἀλλά καί μέ τή βοήθεια τῆς μνήμης, ὁ ποιητής ἀκούει ἀλλόκοσμους κελαηδισμούς (Μελοποιημένη κλήση), καμπάνες ὑπεργειες (ἐωθινή ὠδή) καί μέσω τῆς μουσικῆς, βιώνει ἐμπειρίες σχεδόν ὑπερβατικές: "Ἡ ἐπανάληψη στή μουσική μοιάζει μέ ἀνάκληση κάποιου χαμένου παρελθόντος (Μουσικό σχόλιο α')", "Ἡ μουσική φτάνει στ' αὐτιά σάν ἐμπειρία ἀποκτημένη ὅσων ποτέ του κανένας δέν ζεῖ" (Μουσικό σχόλιο β'). Μέ τίς αἰσθήσεις παρά πόδας καί τή μνήμη τοῦ χαρίζεται κι αὐτό πού λέμε θαῦμα ἤ μυστήριο, ἀφοῦ καί τή νεκρή μητέρα του φέρνουν κάποιες εὐωδιές καί "τή μυριστική ἀκόμα ἄβυσσο τῆς γέννας του". (Μυστήριο). Ἀκόμα, ξαναζεῖ τό παρελθόν σάν γοητεία πού ἀνακαλεῖται ἤ, στή θάλασσα, - πανδαισία αἰσθήσεων, ἰδίως τῆς ἀφῆς - ξαναγεννιέται. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, ὡς μικροσύμπαν, εἶναι ἐπίσης μιά ἰσχυρή ὁρίζουσα στόν "Ποταμό Κολύμα".
Στό ποίημα "Νέα Ὑόρκη" ὁ Ν.Φ. ἀνατρέπει τήν κοινή κλίμακα τῶν ἀξιῶν προτείνοντας τή δική του: Τί σημαίνει ἐπώνυμος καί ἀνώνυμος, σπουδαῖος καί ἀσήμαντος; Ὁ καθένας εἶναι ἐξίσου σημαντικός γιά τή ζωή, ἀφοῦ μπορεῖ νά χαρεῖ τή φύση, νά ἐρωτευτεῖ καί νά πονέσει τόν ἄλλον, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Ἐξ ἄλλου τή σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο ἐκφράζει ἀκόμα πιό ἄμεσα στό ποίημα "Αὐτοβιογραφία", ὅπου ἀναγνωρίζει στόν ἄλλον τόν ἑαυτό του:
Σάν εἴδωλό μου τόν κοιτάζω καί ταυτόχρονα τόν μελετῶ σάν ἕνα κείμενο
Καί πράγματι διαβάζεται σάν μυθιστόρημα μέ τή μαγεία
τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων
Μά καί μαζί σάν προσωποιημένη αὐτοβιογραφία μου.
Ἡ ἐμμονή στήν ἀποδοχή καί κατανόηση τοῦ ἄλλου κορυφώνεται στό ὁμότιτλο τῆς συλλογῆς ποίημα "Στόν ποταμό Κολύμα", ὅπου καί ὁ Στάλιν "θύμα κι αὐτός τῆς γέννησής του" μπορεῖ νά γίνει συμπαθής. Ἡ ἀσκημένη συνείδηση τοῦ ποιητῆ ἐλέγχεται ἀκόμα καί γιά ἕνα κουνούπι πού, χωρίς λόγο ἤ ἀπό κακή προηγούμενη ἐμπειρία, σκότωσε (Ἀνέκδοτο). Ἡ βαθειά ἐπιθυμία νά δεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἑνότητα μέ τόν ἄλλον τοῦ δημιουργεῖ "φευγαλέες παραισθήσεις" πώς "ἡ ἀνθρωπότητα θά 'ρθει ἐποχή/Νά μή διαιρεῖται σέ θρησκεῖες, ἔθνη, τάξεις, φυλές/ἀλλά καθώς στό κέντρο τώρα τοῦτο 'δῶ/Σέ τοπικές παρέες, σέ διπλανά τραπέζια συζητήσεων (Βράδυ σ' ἕνα κέντρο).
Ὅσο ὅμως ὁ ποιητής πονᾶ τόν ἄνθρωπο καί τή μοίρα του, τό ἴδιο καί τόν μυκτηρίζει γιά τήν ἔκπτωσή του, ἀπό δική του ὑπαιτιότητα. Ἰδιαίτερα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τόν ἀποκαρδιώνει. Βλέπει "τόν Κόσμο κατειλημμένον ἤδη, βεβηλωμένο, ἀτιμασμένο ἀπό τόν ἄνθρωπο" καί "Τό αὔριο ἀνάξιο σάν αὐτόν". Ποιό μέλλον λοιπόν, ποιό αὔριο... Γι' αὐτό "εὐτυχισμένος ὅποιος ἔχει συνεχῶς τήν αἴσθηση τῆς πλεύσης/Δίχως ξηρά καί δίχως αὔριο στόν ὁρίζοντα" (Πλεύση). Ὁ Καβάφης συνανεῖ τουλάχιστον στήν ἐμπειρία τοῦ ταξιδιοῦ "Ἡ Ἰθάκη σ' ἔδωσε τ' ὡραῖο ταξίδι", τό ἴδιο καί ὁ Σεφέρης "Εὐτυχισμένος πού ἔκανε τό ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα". Ὁ Ν.Φ. καταφάσκει μόνο στήν αἴσθηση τοῦ ταξιδιοῦ. Εἶναι λοιπόν ὁ ποιητής ἕνας ἀπελπισμένος; Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Ἄνθρωπο: Ναί. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ποιητή, ἐπιβαίνει τοῦ Κόσμου, εἶναι ἀπελπισμένος καί γιά τόν Κόσμο. Καί τό χειρότερο: "Νά μή μποροῦμε νά τόν ἀρνηθοῦμε παρ΄αμόνο μέ τό θάνατο". ("Σύγχρονο πολεμικό τοπίο"). Ὡστόσο, ὅ,τι παλιό τόν συγκινεῖ μέχρι δακρύων, καθώς ταυτίζεται μέ τό "ξεπερασμένο", ἀφοῦ, σάν τέτοιο, δέν εἶναι πιά ἀγοραῖο (Δακτυλογράφος). Περιφρονεῖ τήν πολιτική τῶν διεκδικήσεων, ἔτσι, καθώς ἐπιβλήθηκε ὡς μόνο νόημα ὕπαρξης καί νοσταλγεῖ ἄλλες συνάξεις, ὑπό τόν ἦχο τῆς καμπάνας, ἀφοῦ αὐτές τουλάχιστον εἶχαν χαρακτήρα ἑνωτικό καί ἀνιδιοτελή (ωθινή ὠδή). Καί ἡ πατρίδα; Τί εἶναι ἡ πατρίδα; Τό τοπίο, φυσικά καί ἡ παράδοση, ρημαγμένα σήμερα καί τά δύο (Λεπτομέρεια). Πῶς βγαίνουμε ἀπό τό ἀδιέξοδο; Ἡ ἀπελπισία ὑπερβαίνει τόσο τά ὅριά της, πού ὁ ποιητής, ἀπευθυνόμενος σ' ἕνα φανταστικό σύντροφο προτείνει ἕνα νέο Δεκέμβρη. Τό ποίημα "Δεκέμβρης" - ἕνα κομμάτι καθαρῆς ποίησης, καθώς εἶναι φορτισμένο ἀπό τήν ἀρχή - ἀποτελεῖ κραυγή κάθε εὐαίσθητης συνείδησης. Τό παραθέτω ὁλόκληρο:
Δεκέμβρης
Εὐχαρίστως θά κατέβαινα ἀκόμα καί σήμερα, ναί,
Ἰδίως σήμερα μάλιστα, ἰδίως σήμερα.
Στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας ἄν μοῦ δινόταν μιά εὐκαιρία,
Ἄν εἶχα ἕνα σύντροφο, ἄν εἶχα ἕνα μυδράλιο, θαρραλέος,
Ἀποφασισμένος νά σκοτώσω καί νά σκοτωθῶ σέ μιά νέα μάχη,
Στό ἴδιο ἀντίκρυ μου οὐρανό-περιθωριακό στοιχεῖο τῆς θύμησης,
Εὐχαρίστως θά 'δινα τή ζωή μου γιά τήν ἴδια αὐτή σημαία
Τόν δίχως σύνορα αἰθέρα μιᾶς εὐωδίας χειμερινῆς,
Ἄν ἦταν μέρα τό γαλάζιο κι ἄν ἦταν σούρουπο τό κόκκινο,
Σημαία ἤ λάβαρο ἀπό πάνω μας πού κανείς δέν κρατᾶ
Κι ἴσως, σύντροφε ἐσύ φανταστικές - τό ὑπογραμμίζω - μαχητή
Ἴσως, μέ λίγη τύχη, τή φορά τούτη, ἐσύ κι ἐγώ νικούσαμε.
Ἄνθρωπος καί συνάνθρωπος, ἄνθρωπος καί Κόσμος, παλιός καί σύγχρονος κόσμος, πατρίδα, εἶναι πράγματα πού ὁρίζουν τά ποιήματα τῆς συλλογῆς, καθώς ὁρίζουν, ἐξ ἄλλου, τή διάθεση κάι τό στοχασμό τοῦ ποιητῆ.
Ἡ μόνη ἀντίσταση κατά τῆς ἐκδοχῆς αὐτῆς τοῦ Κόσμου, ἡ μόνη ἀνταρσία εἶναι ὁ ἔρωτας, σκέτο σκάνδαλο. Ὁ ἔρωτας ὑπερβαίνει τοῦ Κόσμου, παραμένοντας μυστήριο ἀκατανόητο: "Μήπως ὁ Κόσμος ἔδωσε ποτέ ἑξηγήσεις σέ κανέναν/ὥστε κι ἐμεῖς νά τοῦ χρωστάμε τώρα δά ἑξηγήσεις γι' αὐτόν τόν/σιωπηλό ἐναγκαλισμό; (Σκάνδαλο).
Ὁ Ν. Φωκᾶς ἀπό τόν δικό του ποταμό Κολύμα ἐξομολογεῖται, ρεμβάζει, ἀποκαλύπτει, ὀργίζεται, σαρκάζει, προσκαλεῖ, σέ μιά γλώσσα πού διαθέτει τό κύρος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἐκτεταμένης ὡς τά ὅριά της, δίχως νά φτάνει ποτέ στήν ἐκζήτηση. Ὑπηρετώντας μέ προσήλωση τό ποιητικό του ἴδωμα, χειρίζεται μέ τόλμη τό ὑλικό του, εὐτυχώντας σέ εἰκόνες κάι μεταφορές πρωτότυπες, κατακυρωμένες πάντα ἀπό τήν ὁμιλούσα γλώσσα μας. Ἡ λέξη τοῦ παραδίνεται, γιατί δέν τήν προδίδει, τήν ψάχνει ἐπίμονα σάν ἐρωτευμένος τήν ἀγαπημένη. Ἔτσι ἡ ποίησή του ἄν καί καθαρά λυρική, φέρνει κάτι ἀπό τήν πλατειά ἀφήγηση τῆς ἐπικῆς μας παράδοσης κάι συγχωνεύοντας ἀριστοτεχνικά στοιχεῖα τῆς νεώτερης, Ἑλληνικῆς καί Παγκόσμιας, ἐκτινάσσεται νέα καί λαμπερή, κατάθεση ἀνανεωτική τῆς ποίησής μας καί ποιητικός κανόνας γιά νέους ποιητές.

[Τό κείμενο ἐκφωνήθηκε στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου "Στόν ποταμό Κολύμα" καί δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 13, Ὀκτώβριος 1998]