Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Νίκος Φωκᾶς: Ἕνας αἰσθησιοκράτης ποιητής


"Στόν ποταμό Κολύμα"

Στόν Πλάτωνα, ἡ ψυχή, στή θέα τοῦ ὡραίου, ἀναμιμνήσκεται ὅ,τι θαύμαζε πρίν ἐκπέσει. Καί πῶς ὁ παλαιός αὐτός, ποιητής πρωτίστως, ζώντας στήν Ἀθήνα, πλάϊ στίς χλοερές ὄχθες τοῦ Κηφισοῦ καί τοῦ Ἰλισσοῦ, πῶς νά μή θεᾶται τό οὐράνιο, ἀνεβασμένος καθώς ἦταν στό πιό ψηλό σκαλί τοῦ γήϊνου κάλλους;
Ὁ Ν. Φωκᾶς ζεῖ στήν Ἀθήνα. Ποῦ ποτάμια καί ποῦ κάλλος! Ἀφήνει λοιπόν τίς οὐράνιες πολιτεῖες σέ ἄλλους, πιό ἀλαφροΐσκιωτους, κι ἐκεῖνος ἀναζητάει σπαραχτικά τόν κόσμο πρίν ἐκπέσει, ὅπως δηλ. πρόλαβε νά τόν γευτεῖ στή νεότητά του, ὅταν ὁ τόπος ἀπόπνεε ἀκόμα κάτι ἀπό τήν παλιά του εὐγένεια, σάν "κληματίδα σκαρφαλωμένη στόν ἑτοιμόρροπο γωνιόλιθο".
Ἡ τραυματική λοιπόν σχέση τοῦ ποιητῆ μέ τόν τόπο, ὡς περιέχοντα ἀλλά καί περιεχόμενον, εἶναι μιά βασική ὁρίζουσα τῆς συλλογῆς "Στόν ποταμό Κολύμα" καί ἀνιχνεύεται σέ πολλά ποιήματα (Μυστήριο, Πλεύση, Χαμομήλια κι Ἀγριόσταχια, Δεκέμβρης, Ἀστραπές μές στή νύχτα, Λεπτομέρεια, Ὑδρότοπος). Στό τελευταῖο μάλιστα αὐτό, ἡ διάσταση ἀνθρώπου-τόπου εἶναι τόσο ὁριακή, πού συνιστᾶ τό τραγικό, καθώς στήν ἔκπτωση τοῦ πισσοστρωμένου Ἡριδανοῦ βλέπει ὁ καθένας τή δική του ἔκπτωση.
Ἡ σχέση μας μέ τό χρόνο εἶναι ἄλλη μιά ὁρίζουσα. Ὁ Ν.Φ. δέν φοβᾶται τό θάνατο, πού τόν θεωρεῖ ἀπόδραση πρός τήν ἐλευθερία. Φοβᾶται τό χρόνο, ὅπως τόν βιώνει ὡς ἀνθρώπινο ὄν, δηλ. μέ τή γέννηση, τήν ἐνηλικίωση καί τό τέλος. Καθώς ὁ ποιητής ἀσφυκτιᾶ σ' αὐτό τό χῶρο τῆς γήϊνης ζωῆς του - κουβαλώντας κι ὅλας τή μνήμη ἀγαπημένων νεκρῶν - παραπαίει ἀνάμεσα στήν τρέλα καί τήν αὐτοχειρία (Ἀντιθέσεις, Ἐωθινή ὠδή). Ἀλλοῦ ὁ χρόνος τόν καταδιώκει ἀνηλεῶς, εἶναι ἀδήλωτος ἐχθρός του, κινεῖ φονιάδες ἐναντίον του κι ὅπως παραμονεύουν στή γωνία τά γηρατειά, τί εἶναι ἡ ζωή; "Λυγμός τῆς χτεσινῆς ξεφάντωσης"(ἐπαναλαμβανόμενο νυχτερινό μιμόδραμα). Κάποτε, γίνεται πιό εὐφρόσυνος: Στό ποίημα "Κορύφωμα" παραλληλίζει τήν τυχαία πληρότητα στή φύση (ἕνα πουλί π.χ. στήν κορυφή τοῦ δέντρου ἀλλάζει τά δεδομένα) μέ τή στιγμιαία πληρότητα στή ζωή μας πού καταργεῖ τό ἄδειο καί πυροδοτεῖ τήν ἐλπίδα μας. Ὁ Καβάφης δέν βρίσκει κἄν στιγμιαία πληρότητα: "καί καταντᾶ τό αὔριο πιά σάν αὔριο νά μή μοιάζει". Ὡστόσο, ἡ ζωή, ὡς ἄλλη ὁρίζουσα στήν ποίηση τοῦ Ν. Φωκᾶ, "ἄν καί χωρίς ἀξία, δέν ἐκχωρεῖται μέ κανένα ἀντάλλαγμα" ("Μάντις ἤ ἀλογάκι τῆς Παναγίας").
Σέ ἄλλα ποιήματα ἀναδεικνύονται οἱ δυνατότητες πού ἐξασφαλίζουν ἡ μνήμη καί ὁ συνειρμός, ἡ φαντασία καί τό ὄνειρο, ἡ παραίσθηση καί, πάνω ἀπ' ὅλα, οἱ αἰσθήσεις. Θά 'λεγα μάλιστα ὅτι ὁ Ν.Φ. εἶναι ἕνας αἰσθησιοκράτης ποιητής. Μέ ἀσκημένες τίς αἰσθήσεις, ἰδίως τήν ἀκοή καί τήν ὄσφρηση, "σάν φίδι", στή μοναξιά καί τή σιωπή, ἀλλά καί μέ τή βοήθεια τῆς μνήμης, ὁ ποιητής ἀκούει ἀλλόκοσμους κελαηδισμούς (Μελοποιημένη κλήση), καμπάνες ὑπεργειες (ἐωθινή ὠδή) καί μέσω τῆς μουσικῆς, βιώνει ἐμπειρίες σχεδόν ὑπερβατικές: "Ἡ ἐπανάληψη στή μουσική μοιάζει μέ ἀνάκληση κάποιου χαμένου παρελθόντος (Μουσικό σχόλιο α')", "Ἡ μουσική φτάνει στ' αὐτιά σάν ἐμπειρία ἀποκτημένη ὅσων ποτέ του κανένας δέν ζεῖ" (Μουσικό σχόλιο β'). Μέ τίς αἰσθήσεις παρά πόδας καί τή μνήμη τοῦ χαρίζεται κι αὐτό πού λέμε θαῦμα ἤ μυστήριο, ἀφοῦ καί τή νεκρή μητέρα του φέρνουν κάποιες εὐωδιές καί "τή μυριστική ἀκόμα ἄβυσσο τῆς γέννας του". (Μυστήριο). Ἀκόμα, ξαναζεῖ τό παρελθόν σάν γοητεία πού ἀνακαλεῖται ἤ, στή θάλασσα, - πανδαισία αἰσθήσεων, ἰδίως τῆς ἀφῆς - ξαναγεννιέται. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, ὡς μικροσύμπαν, εἶναι ἐπίσης μιά ἰσχυρή ὁρίζουσα στόν "Ποταμό Κολύμα".
Στό ποίημα "Νέα Ὑόρκη" ὁ Ν.Φ. ἀνατρέπει τήν κοινή κλίμακα τῶν ἀξιῶν προτείνοντας τή δική του: Τί σημαίνει ἐπώνυμος καί ἀνώνυμος, σπουδαῖος καί ἀσήμαντος; Ὁ καθένας εἶναι ἐξίσου σημαντικός γιά τή ζωή, ἀφοῦ μπορεῖ νά χαρεῖ τή φύση, νά ἐρωτευτεῖ καί νά πονέσει τόν ἄλλον, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Ἐξ ἄλλου τή σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο ἐκφράζει ἀκόμα πιό ἄμεσα στό ποίημα "Αὐτοβιογραφία", ὅπου ἀναγνωρίζει στόν ἄλλον τόν ἑαυτό του:
Σάν εἴδωλό μου τόν κοιτάζω καί ταυτόχρονα τόν μελετῶ σάν ἕνα κείμενο
Καί πράγματι διαβάζεται σάν μυθιστόρημα μέ τή μαγεία
τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων
Μά καί μαζί σάν προσωποιημένη αὐτοβιογραφία μου.
Ἡ ἐμμονή στήν ἀποδοχή καί κατανόηση τοῦ ἄλλου κορυφώνεται στό ὁμότιτλο τῆς συλλογῆς ποίημα "Στόν ποταμό Κολύμα", ὅπου καί ὁ Στάλιν "θύμα κι αὐτός τῆς γέννησής του" μπορεῖ νά γίνει συμπαθής. Ἡ ἀσκημένη συνείδηση τοῦ ποιητῆ ἐλέγχεται ἀκόμα καί γιά ἕνα κουνούπι πού, χωρίς λόγο ἤ ἀπό κακή προηγούμενη ἐμπειρία, σκότωσε (Ἀνέκδοτο). Ἡ βαθειά ἐπιθυμία νά δεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἑνότητα μέ τόν ἄλλον τοῦ δημιουργεῖ "φευγαλέες παραισθήσεις" πώς "ἡ ἀνθρωπότητα θά 'ρθει ἐποχή/Νά μή διαιρεῖται σέ θρησκεῖες, ἔθνη, τάξεις, φυλές/ἀλλά καθώς στό κέντρο τώρα τοῦτο 'δῶ/Σέ τοπικές παρέες, σέ διπλανά τραπέζια συζητήσεων (Βράδυ σ' ἕνα κέντρο).
Ὅσο ὅμως ὁ ποιητής πονᾶ τόν ἄνθρωπο καί τή μοίρα του, τό ἴδιο καί τόν μυκτηρίζει γιά τήν ἔκπτωσή του, ἀπό δική του ὑπαιτιότητα. Ἰδιαίτερα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τόν ἀποκαρδιώνει. Βλέπει "τόν Κόσμο κατειλημμένον ἤδη, βεβηλωμένο, ἀτιμασμένο ἀπό τόν ἄνθρωπο" καί "Τό αὔριο ἀνάξιο σάν αὐτόν". Ποιό μέλλον λοιπόν, ποιό αὔριο... Γι' αὐτό "εὐτυχισμένος ὅποιος ἔχει συνεχῶς τήν αἴσθηση τῆς πλεύσης/Δίχως ξηρά καί δίχως αὔριο στόν ὁρίζοντα" (Πλεύση). Ὁ Καβάφης συνανεῖ τουλάχιστον στήν ἐμπειρία τοῦ ταξιδιοῦ "Ἡ Ἰθάκη σ' ἔδωσε τ' ὡραῖο ταξίδι", τό ἴδιο καί ὁ Σεφέρης "Εὐτυχισμένος πού ἔκανε τό ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα". Ὁ Ν.Φ. καταφάσκει μόνο στήν αἴσθηση τοῦ ταξιδιοῦ. Εἶναι λοιπόν ὁ ποιητής ἕνας ἀπελπισμένος; Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Ἄνθρωπο: Ναί. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ποιητή, ἐπιβαίνει τοῦ Κόσμου, εἶναι ἀπελπισμένος καί γιά τόν Κόσμο. Καί τό χειρότερο: "Νά μή μποροῦμε νά τόν ἀρνηθοῦμε παρ΄αμόνο μέ τό θάνατο". ("Σύγχρονο πολεμικό τοπίο"). Ὡστόσο, ὅ,τι παλιό τόν συγκινεῖ μέχρι δακρύων, καθώς ταυτίζεται μέ τό "ξεπερασμένο", ἀφοῦ, σάν τέτοιο, δέν εἶναι πιά ἀγοραῖο (Δακτυλογράφος). Περιφρονεῖ τήν πολιτική τῶν διεκδικήσεων, ἔτσι, καθώς ἐπιβλήθηκε ὡς μόνο νόημα ὕπαρξης καί νοσταλγεῖ ἄλλες συνάξεις, ὑπό τόν ἦχο τῆς καμπάνας, ἀφοῦ αὐτές τουλάχιστον εἶχαν χαρακτήρα ἑνωτικό καί ἀνιδιοτελή (ωθινή ὠδή). Καί ἡ πατρίδα; Τί εἶναι ἡ πατρίδα; Τό τοπίο, φυσικά καί ἡ παράδοση, ρημαγμένα σήμερα καί τά δύο (Λεπτομέρεια). Πῶς βγαίνουμε ἀπό τό ἀδιέξοδο; Ἡ ἀπελπισία ὑπερβαίνει τόσο τά ὅριά της, πού ὁ ποιητής, ἀπευθυνόμενος σ' ἕνα φανταστικό σύντροφο προτείνει ἕνα νέο Δεκέμβρη. Τό ποίημα "Δεκέμβρης" - ἕνα κομμάτι καθαρῆς ποίησης, καθώς εἶναι φορτισμένο ἀπό τήν ἀρχή - ἀποτελεῖ κραυγή κάθε εὐαίσθητης συνείδησης. Τό παραθέτω ὁλόκληρο:
Δεκέμβρης
Εὐχαρίστως θά κατέβαινα ἀκόμα καί σήμερα, ναί,
Ἰδίως σήμερα μάλιστα, ἰδίως σήμερα.
Στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας ἄν μοῦ δινόταν μιά εὐκαιρία,
Ἄν εἶχα ἕνα σύντροφο, ἄν εἶχα ἕνα μυδράλιο, θαρραλέος,
Ἀποφασισμένος νά σκοτώσω καί νά σκοτωθῶ σέ μιά νέα μάχη,
Στό ἴδιο ἀντίκρυ μου οὐρανό-περιθωριακό στοιχεῖο τῆς θύμησης,
Εὐχαρίστως θά 'δινα τή ζωή μου γιά τήν ἴδια αὐτή σημαία
Τόν δίχως σύνορα αἰθέρα μιᾶς εὐωδίας χειμερινῆς,
Ἄν ἦταν μέρα τό γαλάζιο κι ἄν ἦταν σούρουπο τό κόκκινο,
Σημαία ἤ λάβαρο ἀπό πάνω μας πού κανείς δέν κρατᾶ
Κι ἴσως, σύντροφε ἐσύ φανταστικές - τό ὑπογραμμίζω - μαχητή
Ἴσως, μέ λίγη τύχη, τή φορά τούτη, ἐσύ κι ἐγώ νικούσαμε.
Ἄνθρωπος καί συνάνθρωπος, ἄνθρωπος καί Κόσμος, παλιός καί σύγχρονος κόσμος, πατρίδα, εἶναι πράγματα πού ὁρίζουν τά ποιήματα τῆς συλλογῆς, καθώς ὁρίζουν, ἐξ ἄλλου, τή διάθεση κάι τό στοχασμό τοῦ ποιητῆ.
Ἡ μόνη ἀντίσταση κατά τῆς ἐκδοχῆς αὐτῆς τοῦ Κόσμου, ἡ μόνη ἀνταρσία εἶναι ὁ ἔρωτας, σκέτο σκάνδαλο. Ὁ ἔρωτας ὑπερβαίνει τοῦ Κόσμου, παραμένοντας μυστήριο ἀκατανόητο: "Μήπως ὁ Κόσμος ἔδωσε ποτέ ἑξηγήσεις σέ κανέναν/ὥστε κι ἐμεῖς νά τοῦ χρωστάμε τώρα δά ἑξηγήσεις γι' αὐτόν τόν/σιωπηλό ἐναγκαλισμό; (Σκάνδαλο).
Ὁ Ν. Φωκᾶς ἀπό τόν δικό του ποταμό Κολύμα ἐξομολογεῖται, ρεμβάζει, ἀποκαλύπτει, ὀργίζεται, σαρκάζει, προσκαλεῖ, σέ μιά γλώσσα πού διαθέτει τό κύρος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἐκτεταμένης ὡς τά ὅριά της, δίχως νά φτάνει ποτέ στήν ἐκζήτηση. Ὑπηρετώντας μέ προσήλωση τό ποιητικό του ἴδωμα, χειρίζεται μέ τόλμη τό ὑλικό του, εὐτυχώντας σέ εἰκόνες κάι μεταφορές πρωτότυπες, κατακυρωμένες πάντα ἀπό τήν ὁμιλούσα γλώσσα μας. Ἡ λέξη τοῦ παραδίνεται, γιατί δέν τήν προδίδει, τήν ψάχνει ἐπίμονα σάν ἐρωτευμένος τήν ἀγαπημένη. Ἔτσι ἡ ποίησή του ἄν καί καθαρά λυρική, φέρνει κάτι ἀπό τήν πλατειά ἀφήγηση τῆς ἐπικῆς μας παράδοσης κάι συγχωνεύοντας ἀριστοτεχνικά στοιχεῖα τῆς νεώτερης, Ἑλληνικῆς καί Παγκόσμιας, ἐκτινάσσεται νέα καί λαμπερή, κατάθεση ἀνανεωτική τῆς ποίησής μας καί ποιητικός κανόνας γιά νέους ποιητές.

[Τό κείμενο ἐκφωνήθηκε στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου "Στόν ποταμό Κολύμα" καί δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 13, Ὀκτώβριος 1998]

Δεν υπάρχουν σχόλια: