Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Η Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη


Στην ποίηση, εκείνου που, νομίζω, μετράει είναι αυτό τούτο το ποιητικό φορτίο και όχι ο φορτισμένος αναγνώστης, γι' αυτό θα επιχειρήσω μιάν ακόμη ανάγνωση της ποίησης του Σεφέρη παίρνοντας απόσταση από τα πεζά του (ημερολόγια κ.λ.π.), αλλά και από την πλούσια γύρω από αυτόν βιβλιογραφία, για να κρατήσω - όσο γίνεται - ανόθευτη τη ματιά μου σ' ό,τι αφορά την παρουσία της Ελλάδας στο ποιητικό του σώμα.
Στον Σεφέρη, ο προσεκτικός αναγνώστης ψηλαφεί την Ελλάδα ως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η χρονική αυτή σύμβαση, συμπυκνωμένη, αποτελεί τη δυναμική της ποίησής του, καθώς το οδυνηρό παρόν ανακαλεί το παρελθόν και τα δυό μαζί προβάλλονται στο μέλλον.
Η Ελλάδα ως παρελθόν είναι "αξία"βαθιά βιωμένη από τον ποιητή, ικανεί να ερμηνεύσει το παρόν, αλλά οι άνθρωποι επιμένουμε στα ίδια λάθη. Πρόσωπα-σύμβολα, θετικά ή αρνητικά, παρμένα από την Ελληνική Γραμματεία, διάσπαρτα στους στίχους του στίζουν το αυτονόητο, ότι Ελλάδα για τον ποιητή είναι κυρίως εκείνη του Ομήρου, της Τραγωδίας, των Φιλοσόφων, η Ελλάδα των Ευαγγελίων, του Ερωτόκριτου, της Κυπριακής Λογοτεχνίας, του Σολωμού, του Μακρυγιάννη, η Ελλάδα του δημοτικού τραγουδιού, των ερειπίων, του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η Ελλάδα ως παρόν μοιάζει θρυμματισμένος καθρέπτης. Την ψαύεις με την αφή, την όραση, την ακοή. Σε άλλους ποιητές μας αποτελεί ενότητα, δηλώνεται:
Στόν Κάλβο η Ελλάδα σπαρταράει αναγεννώμενη μπρος στα μάτια του ποιητή, οι ωδές του δεν είναι παρά παραληρήματα χαράς για τη νεκραναστημένη που δονεί την ύπαρξή του σύγκορμη, καθώς ταυτίζεται μαζί της, κατά το "ελευθερία ή θάνατος".

Εγώ την λύραν κτυπάω
κι ολόρθος στέκομαι
σιμά είς του μνήματός μου
το ανοικτόν στόμα (Ευχαί)

Στον Σολωμό είναι η συνισταμένη της υλικής, πνευματικής και ηθικής δύναμης, μιά ενότητα θεϊκή ορίζουσα την ανθρώπινη οντότητα, αλλά και το πράγματι ελεύθερο άτομο:

Χαρές και πλούτη να χαθούν και τά βασίλεια κι όλα
Τίποτα δεν είναι, αν στητή μέν' η ψυχή κι ολόρθη". (Ελληνίδα μητέρα)

Κι εφώναζα ω θεϊκιά
κι όλη αίματα πατρίδα (Κρητικός)

Γιά τόν Καβάφη η Ελλάδα είναι έρωτας, "αιθερία μορφή", είναι η Αθήνα και η Σπάρτη, το "Μέγα Πανελλήνιον", "ο ένδοξός μας βυζαντινισμός", "ιδιότητα δεν έχει ο κόσμος τιμιωτέραν".

Στόν Παλαμά είναι εδαφικό ζητούμενο και ιδέα

Θεός είμαι (στίχ. από το ποίημα Όμηρος)

Δέν χάνομαι στά Τάρταρα
μονάχα ξαποσταίνω
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω ( Ο Διγενής κι ο Χάροντας)

Στόν Σικελιανό είναι ιδέα και μεταφυσική, στόν Ρίτσο είναι "Ρωμιοσύνη", στον Ελύτη κάλλος καί φως αενάως αναγεννώμενα:

Αχ θάλασσα κάθε που ξυπνάς
πώς ξανακαινουργιώνονται όλα (Δυτικά της λύπης: Ενδυμίων)

Ο Σεφέρης βλέπει την Ελλάδα με τα μάτια ενός πρόσφυγα, η ματιά του είναι θρυμματισμένη:

Ήταν ωραία τα μάτια σου
μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις,
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ
χωρίς πατρίδα (Όνομα δ' Ορέστης)

Αν είναι σωστό αυτό που λένε, πως η αληθινή πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία, κατανοούμε στίχους όπως:

ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια (Μυθιστόρημα)

τα σπίτια που είχα μου τα πήραν (Κίχλη)

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια,
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς (Τελευταίος Σταθμός)

Ωστόσο η αναζήτηση της Ελλάδας ως παρελθόν είναι εμπειρία πικρή και επώδυνη, που του δημιουργεί υπαρξιακή αμηχανία:

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω. (Μυθιστόρημα)

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες (Μυθιστόρημα)

Κάτω από την προσωπίδα ένα κενό (Ο βασιλιάς της Ασίνης)

Εκτός από την προσφυγιά που τον χάραξε, τη μελαγχολία του επιδεινώνουν γεγονότα διαλυτικά της ανθρώπινης υπόστασης: Δικτατορίες, πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος:

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε
ν' αντικρύσετε τον ήλιο
χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε
ν' αντικρύσετε τον άνθρωπο (Κίχλη)

Κι αν σου μιλάω με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, και η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει (Τελευταίος Σταθμός)

Η Ελλάδα λοιπόν, ως παρόν απουσιάζει, η ανθρωπότητα δεν διδάχτηκε τίποτα, "της Τραγωδίας ο λόγος ο λαμπρός" είς ώτα μή ακουόντων.

Τώρα έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο (Κίχλη)

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται
στην Αττική και δεν βρίσκετα πουθενά (Μέ τον τρόπο του Γ.Σ.)

Κι αυτός ο άνθρωπος βηματίζει
τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής ( Επιφάνεια 1937)

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί

τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δεν βρίσκω
τίποτε που να μη το συνηθίσατε (Αφήγηση)

Ακόμη και οι άνθρωποι που αντιστέκονται δεν τον αναπαύουν, τους λείπει η αυτοεπίγνωση ή είναι ματαιωμένοι ήρωες του παραλόγου:

Οι σύντροι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη. (Αργοναύτες)

Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας
και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ'τα μάρμαρα
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας" (Μυθιστόρημα ΙΕ)

Περνούσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι (Οι σύντροφοι στον Αδη)

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;

Ποιός είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει
Πίσω από μας; (Η μορφή της μοίρας)

Στά σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά ( Τελευταίος Σταθμός)

Ωστόσο η Ελλάδα ως μέλλον ανακλάται περισσότερο φωτεινή και, μέσα στο ζοφερό παρόν, ο ποιητής έχει στιγμές που αφήνεται σε μιά αισιόδοξη διάθεση:

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα (Λίγο ακόμα)

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε,
τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου
σκοτεινή κοπέλα
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηΐδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει
στο φως (Κίχλη)

Στα Κυπριακά του ποιήματα (Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ') η Ελλάδα ως μέλλον γίνεται για τον ποιητή πεποίθηση ανθοφορίας. Το θαύμα που στην Κύπρο "λειτουργεί ακόμη", όπως γράφει, τον συγκινεί βαθιά, και η απελπισία μετατρέπεται σε ελπίδα, ότι η Ελλάδα δεν χάνεται, θα ξαναγεννηθεί κάποτε. Ίσως δεν έχει εντάξει τυχαία σ' αυτή την ποιητική ενότητα δύο ποιήματα: Μνήμη Α΄ καί Μνήμη Β΄, στά οποία είναι εμφανής η πρόθεσή του να προφητεύσει, στό πρώτο:

θα γίνει η ανάσταση μιάν αυγή.
Θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει
την Αφροδίτη
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει.

Ο τελευταίος στίχος-εδάφιο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: "εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει" και στο δεύτερο: Ἁδης και Διόνυσος είναι το ίδιο", από το γνωστό σπάραγμα του Ηράκλειτου: "Ωυτός Αίδης και Διόνυσος". Η φθορά, λοιπόν, κατά τον ποιητή, είνα φαινομενική, μεταμόρφωση μόνο υπάρχει, σκέψη καθαρά Ελληνική διαπερώσα όλους τους μεγάλους στοχαστές και ποιητές μας. Η Ελλάδα, ως σημαίνον και σημαινόμενο, ταυτίζεται με τον θνήσκοντα και αναστάντα θεό. Διανύουμε, λοιπόν, την περίοδο του θανάτου. Όμως ο σπόρος θα ξαναφυτρώσει. Να προσδοκά ίσως ο ποιητής μιά πλούσια καρποφορία σε παγκόσμιο επίπεδο; Κανείς δεν το αποκλείει. Σε ό,τι αφορά πάντως την Ελλάδα, ως εθνική περιπέτεια, οι παρακάτω στίχοι στενάζουν από την πικρή αποτίμηση:
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι...
εξ άλλου, η γραμμή της ζωής; η μοίρα; η ιστορία; κκάνει ανεπηρέαστη τη δουλειά της

Γραμμή! αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης (Οι γάτες τ' άϊΝικόλα)

Στά "Τρία κρυφά ποιήματα", η πεποίθηση για μιάν αναγέννηση στο μέλλον γίνεται πιό δυναμική, επαφίεται στον Ελληνα και τη θέλησή του:

Καθώς έψαχνα σχήματα
στα βότσαλα
γυρεύοντας ρυθμούς
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
"εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό
που θέλεις".

Μετά την αναγνωριστική αυτή προσέγγιση, η Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη μοιάζει πολυδύναμο δέντρο με ασυνήθιστα βαθειές ρίζες, ξεροφυλλιασμένο όμως σήμερα, δίχως χυμούς᾿ μα τα βλαστάρια που ξεπετιούνται γύρω του προοιωνίζονται πλούσια ανακορμάδα κι εύρωστη, φτάνει να σκύψει ο περιβολάρης πάνω του με γνήσιο ενδιαφέρον, σωστά να το κλαδέψει και να το ποτίσει, με την επίγνωση ότι αυτό το δέντρο δίνει στο περιβόλι του όχι μόνο την παχειά ισκιάδα του, αλλά και σφρίγος και μοναδικότητα.

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδ. Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 34, Ιανουάριος-Απρίλιος 2005]



Από πτερόν φτερό [ζ]

Κεφαλονιά

στόν πατέρα

Χέρια πέτρινα
σφραγίζουν τη σιωπή
σταυρώνουν τίς τύψεις.
"Τό '30 κόψαμε θεμέλια,
πέντε αδέρφια δουλέψαμε όλοι,
μιά κάμαρα ο καθένας᾿
εσύ γεννήθηκες σ' αυτή του δρόμου᾿
στους βομβαρδισμούς σ' αφήναμε στήν κούνια
ζεις από τύχη."
Ρυτίδα γέλιου στή λύπη εποχή.
Ευγένεια πέτρας, χεριῶν᾿
έκτισαν, χαράκωσαν, σκέβρωσαν,
έτσι γιά γλέντι᾿ δέ χάϊδεψαν,
από ντροπή.

Η σιωπή των Σπαρτιατών

Σπαρτιάτες ό,τι και να λέτε,
το λακωνίζειν θάνατος εστίν.
Ούτε δυό λόγια δεν αφήσατε για μας.
Απόντες στα πεδία του λόγου,
δεν αντιτάξατε μιά λέξη
στην επερχόμενη σιωπή.

Αντικατροπτρισμός

Λάμπει ο ήλιος
βρέχει στην Ομόνοια,
κάτω γλιστρά ο ουρανός
και τον ποδοπατάμε,
τρύπιες ομπρέλες
στάζουμε.

Η Ελλαντίδα την τρίτη χιλιετία

Ένα πρωΐ
η μάγισσα με τα νερένια χέρια
τεντώθηκε
και σάρωσε τα πάντα.
Άστραψαν πάλι βουνά και κάμποι.
Χρόνια μετά
κάποιος ψαράς
βρήκε στα δίχτια λέξεις.
Παιδιά τις είδαν στρογγυλές,
τις πήρανε για βώλους.