Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Από πτερόν φτερό [ε]

Μιά ζωή σκοτάδι

Μιά ζωή δε σε φτάνει
Να δεις πως
το δίκιο του ζώου
Κατοικεί στην παλάμη σου,
Στα μάτια η λύπη του,
Ίδια η δική σου
Να δεις
Την αράχνη
Κουνούπι να τρώει το φόβο σου,
Πως αρνί είν' ο λύκος
Και λύκος ο φόβος σου.

Ακρίβεια

Είναι κάτι λέξεις ακριβές,
παλιό μετάξι,
λίγο να τις φρεσκάρεις,
τρίζουν.
Έτσι και ταιριάσουν στην υφή,
στους τόνους,
αν ο συνδυασμός τους δώσει,
όπως λέν, προοπτική,
ατσάκιγες, της ώρας,
τις φοράει το ποίημα
και φυσάει.

Ματαίωση

Η Σελάννα -
Ποιόν να σκεπάσουν,
τα λουσμένα της μαλλιά;
Ποιόν να ζεστάνουν
τ' αχνιστά της μέλη;
Ο Ενδυμίων -
Τον γράπωσε η πόλη᾿
τον έριξε σε λερούς δρόμους,
σε σάπιες αγκαλιές.

Ποτάμι ρόδινο

Κελαρύζουν στα έγκατα οι πηγές του.
Την εποχή των πλημμυρών
κατηφορίζει αθέατες πλαγιές,
σεισμογενείς περιοχές, χαράδρες
και χύνεται στον κόλπο με τα βρύα
ρόδινο, αχνιστό, σήμα θριάμβου.
Σαν το φεγγάρι έρχεται και φεύγει.
Στην ξηρασία κλιμακωτά στερεύει
πηγές και κοίτη χάνονται στο χώμα.

Ποτάμι σκοτεινό, ρόδινο τρέχεις...

Κάθοδος

Τόνοι του μώβ
κυκλάμινο
και πασχαλιά
και φούξια
κι ακόμα πιό βαθύ
βελούδο του πανσέ
και πιό πολύ βαθύ, προς μπλέ,
ωκεανός
βυθός
τα έγκατά μου.