Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Φωνές Χρωμάτων [δ]

Κούκλα

Τήν ἤθελα γλυκειά
νά μ' ἀγαπάει
σάν δροσοστάλα νά γλιστρᾶ
κι ἡ μέρα μου ν' ἀνθίζει.

Νά μή γερνᾶ
Νά μή λυγάει
Νά μήν κλαίει

Νά 'χω μιά κόρη ἀπίστευτη
σάν κούκλα.

Ἐλιές

α.

Ἅρπα παμπάλαιη
μελωδεῖς
κι ὁ φόβος - λάδι ρέει.

β.

Ἑσπερινοί τῆς μνήμης μου
Ἀσημοκαπνισμένοι.

Κοντογεννάδα

Σέ κακοτράχαλη πλαγιά
βγαίνεις Κυρά σεργιάνι
σέ ἀγκαλιάζει ὁ οὐρανός
μά ὁ κάμπος δέ σέ φτάνει.

Παλιά σπίτια

α.

Χρῶμα τό χρῶμα ξόδεψα
ν' ἁρπάξω τήν ψυχή σου
σέ τόνους μώβ μοῦ δόθηκες
στέγη τοῦ Παραδείσου.

β.

Βήματα ζωηρά...
Λικνίζονται σ' ἕνα ταγκό
καί σβήνουν
ἥσυχα
τρυφερά
ὑποταγμένα στοῦ ρυθμοῦ
τήν τελευταία νότα.

Μονοπωλάτα

Ἀνηφοριές - κατηφοριές
κι αὐλές χαριτωμένες
κι ἡ ἐκκλησιά - Παράδεισος
στό χάρτη τῆς καρδιᾶς μας.

Στίς ὀμορφιές ν' ἀνοίξουμε
πάλι τήν ἀγκαλιά μας.

Νεοκλασσικό

Τώρα θά σύρει
τήν κουρτίνα ἡ κόρη
κι ἀπό τίς γρίλιες
ἄγρια λάμψη
θά ξαναφέξει τοῦ ἔρωτα.

Λίγες ἀκόμη νότες
σιγανές
σάν νά πατοῦν στά νύχια
καί τό μπαλκόνι
πάλι ἀπόψε θά ὀργώσει
τό στερέωμα.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Φωνές χρωμάτων [γ]

Μάρθα

Κλαίουσα ἰτιά...
Πελάγωσες
Σάν τήν ἀγάπη.

Κάστρο

Οἱ δυνατοί σέ παίξανε
στό κομπολόϊ τους χάντρα.
Ἐγώ τήν ὀμορφιά σου
ἴσα ν' ἀγγίξω θάρρεψα.

Εἶναι κάτι δέντρα...

Ἀφ' ὑψηλοῦ
τήν ἄβυσσο κοιτῶ
λυγώντας ἐλαφρά
μέ χάρη εὐκάλυπτου.

Γυμνό κορίτσι

Κλῶνε λυγερέ
μέ τ' ἄνθη σου ὅλα
Κόσμου
ἀμάραντο καθρέφτισμα.

Λαϊκή ἀγορά

Ἐξέγερση ζωῆς
σ' ἄναιμες πόλεις.
Ἀνάβουν τά κορμιά
κι ἀχνίζουν.

Δέν ξεχωρίζεις
τόν ἄνθρωπο ἀπ' τό φροῦτο
μῆλα καί πρόσωπα
στήθη καί πορτοκάλια
γάμπες, ροδάκινα, γοφοί
σέ σμίξιμο δοξαστικό

ἕνα "χαῖρε"
λεβέντικη γυροβολιά
στήν πλάτη τοῦ θανάτου.

Κοριτσάκια

Μηλίτσες μου
πλεξοῦδες φυλλωσιές μου
ὁ κόσμος γύρω φρύγανο
κι ἐγώ μαζεύω μῆλα.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Φωνές Χρωμάτων [β]

Ἡ Ἄσος

α.

Νερένιο θαῦμα...
Σέ ποιᾶς ζωῆς ἀνάβρυσμα
Σ' ἔχω ξαναδεῖ.

β.

Ποιοί κόσμοι Κόσμε
Γλιστρᾶνε στά νερά σου
Ἀλλοπαρμένοι...

γ.

Θαλασσώνομαι
Στοῦ ἔρωτα τούς δρόμους
Ἔκθαμβη βάρκα.

Ἡλιοτρόπια

α.

Γέρνουν σάν προσευχή
χρυσόπαιδα στόν ἥλιο
πρίν νά πλαγιάσουν.

β.

Ἔκρηξη τοῦ Ἥλιου!
Μικροί χιλιάδες ἥλιοι
στή γῆ γλιστρᾶνε.

γ.

Πῶς μᾶς κοιτάζει ὁ ἥλιος
Μέ ἄπειρα πρόσωπα...

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Φωνές Χρωμάτων [α]

Αγιογραφία (Παναγία)

Στόν πόνο Σου
τον πόνο μου γυμνάζω
να τον αντέχω.

Πώς
στ' αναμμένα κάρβουνα
να χορέψω
Αναστενάρης.

Ζωγράφος

Στόν κήπο
σε περπάτησα ψυχή μου
γλυκά τρυγώντας χρώματα
και χάρη.

Κι όλα τ' αφήνω εδώ:
Του ονείρου μου αστραπές
Νιότης δοξάρι.

Εσύ

α.

Καντήλι εντός μου καις
ήμερο φως
στην ορφάνια της νύχτας
γλυκασμός.

β.

Περβόλι σ' έχω γύρω μου
κι ας λείπεις

Παιδιά

Νιότη πώς τρέχεις;
Όμορφη λύπη...

Μα σε κρατώ
φρέσκο μπουκέτο
στης ζωής το πέτο.

Καραβόμυλος

Νερά της μνήμης θολερά
Δεντροστεφανωμένα
Υγρής ζωής ώ μυστήριο!

Τριαντάφυλλα

Ένα λουλούδι αρκεί...
Δάκρυ να στάξει ο κόσμος
Ροδοπέταλο.

Φισκάρδο

Τέτοια μιά χάρη
Να μού δοθεί στο τέρμα
Του ταξιδιού μου.

Λιμάνι

Έκπληκτη μνήμη...
Εγώ με τον πατέρα
στην προκυμαία.

"Στάσου βρέ ναύτη
μη σπρώχνεις τη βάρκα"

στέναζε

"Στάσου βρέ ναύτη
νά 'ρθω κι εγώ".

Καράβι στην τρικυμία

α.

Το μέσα χάος
σαν πέλαγος
γερό σκαρί γυρεύει.

β.

Ψυχή
στήν άγρια θάλασσα
δείξε την αντοχή σου.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Η Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη


Στην ποίηση, εκείνου που, νομίζω, μετράει είναι αυτό τούτο το ποιητικό φορτίο και όχι ο φορτισμένος αναγνώστης, γι' αυτό θα επιχειρήσω μιάν ακόμη ανάγνωση της ποίησης του Σεφέρη παίρνοντας απόσταση από τα πεζά του (ημερολόγια κ.λ.π.), αλλά και από την πλούσια γύρω από αυτόν βιβλιογραφία, για να κρατήσω - όσο γίνεται - ανόθευτη τη ματιά μου σ' ό,τι αφορά την παρουσία της Ελλάδας στο ποιητικό του σώμα.
Στον Σεφέρη, ο προσεκτικός αναγνώστης ψηλαφεί την Ελλάδα ως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η χρονική αυτή σύμβαση, συμπυκνωμένη, αποτελεί τη δυναμική της ποίησής του, καθώς το οδυνηρό παρόν ανακαλεί το παρελθόν και τα δυό μαζί προβάλλονται στο μέλλον.
Η Ελλάδα ως παρελθόν είναι "αξία"βαθιά βιωμένη από τον ποιητή, ικανεί να ερμηνεύσει το παρόν, αλλά οι άνθρωποι επιμένουμε στα ίδια λάθη. Πρόσωπα-σύμβολα, θετικά ή αρνητικά, παρμένα από την Ελληνική Γραμματεία, διάσπαρτα στους στίχους του στίζουν το αυτονόητο, ότι Ελλάδα για τον ποιητή είναι κυρίως εκείνη του Ομήρου, της Τραγωδίας, των Φιλοσόφων, η Ελλάδα των Ευαγγελίων, του Ερωτόκριτου, της Κυπριακής Λογοτεχνίας, του Σολωμού, του Μακρυγιάννη, η Ελλάδα του δημοτικού τραγουδιού, των ερειπίων, του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η Ελλάδα ως παρόν μοιάζει θρυμματισμένος καθρέπτης. Την ψαύεις με την αφή, την όραση, την ακοή. Σε άλλους ποιητές μας αποτελεί ενότητα, δηλώνεται:
Στόν Κάλβο η Ελλάδα σπαρταράει αναγεννώμενη μπρος στα μάτια του ποιητή, οι ωδές του δεν είναι παρά παραληρήματα χαράς για τη νεκραναστημένη που δονεί την ύπαρξή του σύγκορμη, καθώς ταυτίζεται μαζί της, κατά το "ελευθερία ή θάνατος".

Εγώ την λύραν κτυπάω
κι ολόρθος στέκομαι
σιμά είς του μνήματός μου
το ανοικτόν στόμα (Ευχαί)

Στον Σολωμό είναι η συνισταμένη της υλικής, πνευματικής και ηθικής δύναμης, μιά ενότητα θεϊκή ορίζουσα την ανθρώπινη οντότητα, αλλά και το πράγματι ελεύθερο άτομο:

Χαρές και πλούτη να χαθούν και τά βασίλεια κι όλα
Τίποτα δεν είναι, αν στητή μέν' η ψυχή κι ολόρθη". (Ελληνίδα μητέρα)

Κι εφώναζα ω θεϊκιά
κι όλη αίματα πατρίδα (Κρητικός)

Γιά τόν Καβάφη η Ελλάδα είναι έρωτας, "αιθερία μορφή", είναι η Αθήνα και η Σπάρτη, το "Μέγα Πανελλήνιον", "ο ένδοξός μας βυζαντινισμός", "ιδιότητα δεν έχει ο κόσμος τιμιωτέραν".

Στόν Παλαμά είναι εδαφικό ζητούμενο και ιδέα

Θεός είμαι (στίχ. από το ποίημα Όμηρος)

Δέν χάνομαι στά Τάρταρα
μονάχα ξαποσταίνω
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω ( Ο Διγενής κι ο Χάροντας)

Στόν Σικελιανό είναι ιδέα και μεταφυσική, στόν Ρίτσο είναι "Ρωμιοσύνη", στον Ελύτη κάλλος καί φως αενάως αναγεννώμενα:

Αχ θάλασσα κάθε που ξυπνάς
πώς ξανακαινουργιώνονται όλα (Δυτικά της λύπης: Ενδυμίων)

Ο Σεφέρης βλέπει την Ελλάδα με τα μάτια ενός πρόσφυγα, η ματιά του είναι θρυμματισμένη:

Ήταν ωραία τα μάτια σου
μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις,
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ
χωρίς πατρίδα (Όνομα δ' Ορέστης)

Αν είναι σωστό αυτό που λένε, πως η αληθινή πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία, κατανοούμε στίχους όπως:

ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια (Μυθιστόρημα)

τα σπίτια που είχα μου τα πήραν (Κίχλη)

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια,
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς (Τελευταίος Σταθμός)

Ωστόσο η αναζήτηση της Ελλάδας ως παρελθόν είναι εμπειρία πικρή και επώδυνη, που του δημιουργεί υπαρξιακή αμηχανία:

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω. (Μυθιστόρημα)

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες (Μυθιστόρημα)

Κάτω από την προσωπίδα ένα κενό (Ο βασιλιάς της Ασίνης)

Εκτός από την προσφυγιά που τον χάραξε, τη μελαγχολία του επιδεινώνουν γεγονότα διαλυτικά της ανθρώπινης υπόστασης: Δικτατορίες, πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος:

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε
ν' αντικρύσετε τον ήλιο
χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε
ν' αντικρύσετε τον άνθρωπο (Κίχλη)

Κι αν σου μιλάω με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, και η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει (Τελευταίος Σταθμός)

Η Ελλάδα λοιπόν, ως παρόν απουσιάζει, η ανθρωπότητα δεν διδάχτηκε τίποτα, "της Τραγωδίας ο λόγος ο λαμπρός" είς ώτα μή ακουόντων.

Τώρα έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο (Κίχλη)

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται
στην Αττική και δεν βρίσκετα πουθενά (Μέ τον τρόπο του Γ.Σ.)

Κι αυτός ο άνθρωπος βηματίζει
τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής ( Επιφάνεια 1937)

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί

τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι' αυτόν γιατί δεν βρίσκω
τίποτε που να μη το συνηθίσατε (Αφήγηση)

Ακόμη και οι άνθρωποι που αντιστέκονται δεν τον αναπαύουν, τους λείπει η αυτοεπίγνωση ή είναι ματαιωμένοι ήρωες του παραλόγου:

Οι σύντροι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη. (Αργοναύτες)

Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας
και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ'τα μάρμαρα
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας" (Μυθιστόρημα ΙΕ)

Περνούσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι (Οι σύντροφοι στον Αδη)

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;

Ποιός είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει
Πίσω από μας; (Η μορφή της μοίρας)

Στά σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά ( Τελευταίος Σταθμός)

Ωστόσο η Ελλάδα ως μέλλον ανακλάται περισσότερο φωτεινή και, μέσα στο ζοφερό παρόν, ο ποιητής έχει στιγμές που αφήνεται σε μιά αισιόδοξη διάθεση:

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα (Λίγο ακόμα)

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε,
τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου
σκοτεινή κοπέλα
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηΐδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει
στο φως (Κίχλη)

Στα Κυπριακά του ποιήματα (Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ') η Ελλάδα ως μέλλον γίνεται για τον ποιητή πεποίθηση ανθοφορίας. Το θαύμα που στην Κύπρο "λειτουργεί ακόμη", όπως γράφει, τον συγκινεί βαθιά, και η απελπισία μετατρέπεται σε ελπίδα, ότι η Ελλάδα δεν χάνεται, θα ξαναγεννηθεί κάποτε. Ίσως δεν έχει εντάξει τυχαία σ' αυτή την ποιητική ενότητα δύο ποιήματα: Μνήμη Α΄ καί Μνήμη Β΄, στά οποία είναι εμφανής η πρόθεσή του να προφητεύσει, στό πρώτο:

θα γίνει η ανάσταση μιάν αυγή.
Θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει
την Αφροδίτη
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει.

Ο τελευταίος στίχος-εδάφιο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: "εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει, εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει" και στο δεύτερο: Ἁδης και Διόνυσος είναι το ίδιο", από το γνωστό σπάραγμα του Ηράκλειτου: "Ωυτός Αίδης και Διόνυσος". Η φθορά, λοιπόν, κατά τον ποιητή, είνα φαινομενική, μεταμόρφωση μόνο υπάρχει, σκέψη καθαρά Ελληνική διαπερώσα όλους τους μεγάλους στοχαστές και ποιητές μας. Η Ελλάδα, ως σημαίνον και σημαινόμενο, ταυτίζεται με τον θνήσκοντα και αναστάντα θεό. Διανύουμε, λοιπόν, την περίοδο του θανάτου. Όμως ο σπόρος θα ξαναφυτρώσει. Να προσδοκά ίσως ο ποιητής μιά πλούσια καρποφορία σε παγκόσμιο επίπεδο; Κανείς δεν το αποκλείει. Σε ό,τι αφορά πάντως την Ελλάδα, ως εθνική περιπέτεια, οι παρακάτω στίχοι στενάζουν από την πικρή αποτίμηση:
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι...
εξ άλλου, η γραμμή της ζωής; η μοίρα; η ιστορία; κκάνει ανεπηρέαστη τη δουλειά της

Γραμμή! αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης (Οι γάτες τ' άϊΝικόλα)

Στά "Τρία κρυφά ποιήματα", η πεποίθηση για μιάν αναγέννηση στο μέλλον γίνεται πιό δυναμική, επαφίεται στον Ελληνα και τη θέλησή του:

Καθώς έψαχνα σχήματα
στα βότσαλα
γυρεύοντας ρυθμούς
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
"εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό
που θέλεις".

Μετά την αναγνωριστική αυτή προσέγγιση, η Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη μοιάζει πολυδύναμο δέντρο με ασυνήθιστα βαθειές ρίζες, ξεροφυλλιασμένο όμως σήμερα, δίχως χυμούς᾿ μα τα βλαστάρια που ξεπετιούνται γύρω του προοιωνίζονται πλούσια ανακορμάδα κι εύρωστη, φτάνει να σκύψει ο περιβολάρης πάνω του με γνήσιο ενδιαφέρον, σωστά να το κλαδέψει και να το ποτίσει, με την επίγνωση ότι αυτό το δέντρο δίνει στο περιβόλι του όχι μόνο την παχειά ισκιάδα του, αλλά και σφρίγος και μοναδικότητα.

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδ. Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 34, Ιανουάριος-Απρίλιος 2005]



Από πτερόν φτερό [ζ]

Κεφαλονιά

στόν πατέρα

Χέρια πέτρινα
σφραγίζουν τη σιωπή
σταυρώνουν τίς τύψεις.
"Τό '30 κόψαμε θεμέλια,
πέντε αδέρφια δουλέψαμε όλοι,
μιά κάμαρα ο καθένας᾿
εσύ γεννήθηκες σ' αυτή του δρόμου᾿
στους βομβαρδισμούς σ' αφήναμε στήν κούνια
ζεις από τύχη."
Ρυτίδα γέλιου στή λύπη εποχή.
Ευγένεια πέτρας, χεριῶν᾿
έκτισαν, χαράκωσαν, σκέβρωσαν,
έτσι γιά γλέντι᾿ δέ χάϊδεψαν,
από ντροπή.

Η σιωπή των Σπαρτιατών

Σπαρτιάτες ό,τι και να λέτε,
το λακωνίζειν θάνατος εστίν.
Ούτε δυό λόγια δεν αφήσατε για μας.
Απόντες στα πεδία του λόγου,
δεν αντιτάξατε μιά λέξη
στην επερχόμενη σιωπή.

Αντικατροπτρισμός

Λάμπει ο ήλιος
βρέχει στην Ομόνοια,
κάτω γλιστρά ο ουρανός
και τον ποδοπατάμε,
τρύπιες ομπρέλες
στάζουμε.

Η Ελλαντίδα την τρίτη χιλιετία

Ένα πρωΐ
η μάγισσα με τα νερένια χέρια
τεντώθηκε
και σάρωσε τα πάντα.
Άστραψαν πάλι βουνά και κάμποι.
Χρόνια μετά
κάποιος ψαράς
βρήκε στα δίχτια λέξεις.
Παιδιά τις είδαν στρογγυλές,
τις πήρανε για βώλους.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Από πτερόν φτερό [στ]

Τρίστιχα

Δές! Τυλίγομαι
στη θαλασσιά πετσέτα
καί ταξιδεύω!

**

Η παπαρούνα
παράφορα ανθίζει
και σπαταλιέται.

**

Φωτογραφίες...
Ἀδιάφορα κοιτάζω
πρόσωπα ξένα.

**

Στίς τόσες γεύσεις
ὁ έρωτας προσθέτει
ακόμα κάτι.

**

Τόσο θάνατο
σαν τη ζωή, σηκώνουν
τά κυπαρίσσια.

**

Μελισσόσυκα
τα γινωμένα λόγια
φρεσκοκομμένα.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Από πτερόν φτερό [ε]

Μιά ζωή σκοτάδι

Μιά ζωή δε σε φτάνει
Να δεις πως
το δίκιο του ζώου
Κατοικεί στην παλάμη σου,
Στα μάτια η λύπη του,
Ίδια η δική σου
Να δεις
Την αράχνη
Κουνούπι να τρώει το φόβο σου,
Πως αρνί είν' ο λύκος
Και λύκος ο φόβος σου.

Ακρίβεια

Είναι κάτι λέξεις ακριβές,
παλιό μετάξι,
λίγο να τις φρεσκάρεις,
τρίζουν.
Έτσι και ταιριάσουν στην υφή,
στους τόνους,
αν ο συνδυασμός τους δώσει,
όπως λέν, προοπτική,
ατσάκιγες, της ώρας,
τις φοράει το ποίημα
και φυσάει.

Ματαίωση

Η Σελάννα -
Ποιόν να σκεπάσουν,
τα λουσμένα της μαλλιά;
Ποιόν να ζεστάνουν
τ' αχνιστά της μέλη;
Ο Ενδυμίων -
Τον γράπωσε η πόλη᾿
τον έριξε σε λερούς δρόμους,
σε σάπιες αγκαλιές.

Ποτάμι ρόδινο

Κελαρύζουν στα έγκατα οι πηγές του.
Την εποχή των πλημμυρών
κατηφορίζει αθέατες πλαγιές,
σεισμογενείς περιοχές, χαράδρες
και χύνεται στον κόλπο με τα βρύα
ρόδινο, αχνιστό, σήμα θριάμβου.
Σαν το φεγγάρι έρχεται και φεύγει.
Στην ξηρασία κλιμακωτά στερεύει
πηγές και κοίτη χάνονται στο χώμα.

Ποτάμι σκοτεινό, ρόδινο τρέχεις...

Κάθοδος

Τόνοι του μώβ
κυκλάμινο
και πασχαλιά
και φούξια
κι ακόμα πιό βαθύ
βελούδο του πανσέ
και πιό πολύ βαθύ, προς μπλέ,
ωκεανός
βυθός
τα έγκατά μου.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Σπύρος Κατσίμης

Ο ποιητής του φευγαλέου και της ρέμβης

Ο Σπύρος Κατσίμης έκαμε την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του '50. Μπορούμε λοιπόν να τον εντάξουμε, ως ποιητική περίπτωση, στους ποιητές της Β΄Μεταπολεμικής γενιάς. Η ποίησή του διαθέτει τα γνωρίσματα της μοντέρνας ποίησης: ελεύθερο στίχο, εσωτερικό ρυθμό, ονειρικό στοιχείο, αντηχήσεις από την παραδοσιακή ποίηση - ιδίως τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σεφέρη. Ευτυχώς δεν πέφτει στην παγίδα του υπερρεαλισμού, παίρνει από αυτόν ό,τι της χρειάζεται, ίσα για ν' αποκτήσει -μέσα στη λιτότητά της- περισσότερη ελευθερία. Έτσι ο Σ.Κ. δημιουργεί ένα ποιητικό τοπίο προσωπικό και αναγνωρίσιμο, με κύρια χαρακτηριστικά: τα απαλά χρώματα, τό γκρίζο της βροχής και της ομίχλης, την ευγένεια του παλιού, τη ζωγραφική ματιά του πίνακα που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογικής έκδοσης των ποιημάτων του. Αρκετά ποιήματά του αφήνουν την αίσθηση μιάς μαγικής εικόνας χωρίς εικόνα.
Το ποιητικό γεγονός ακολουθεί την προσωπική μυθολογία του ποιητή, σε ατομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο, αυτό που αλλιώς λέμε "λυρισμό του εγώ"και "λυρισμό του εμείς": Η αναζήτηση του έρωτα, οι γονείς, το παλιό σπίτι, η αγαπημένη, τα παιδιά, η ομορφιά του παλιού, οι φίλοι, η ιστορία ως γεγονός βιωμένο, όπως: το Πολυτεχνείο και η μεταπολίτευση, τα οράματα, η πολιτική ως κούφια ρητορεία, η νέα εποχή ως οδύνη, η περιβαλλοντική αλλοίωση, η αλλοτρίωση από την κοινωνία της κατανάλωσης, η θλίψη για τη διαψευσμένη ζωή. Αυτά και άλλα που όμως καταθέτονται ως ψίθυροι, όχι ως κραυγές ή συνθήματα, σαν αναστεναγμοί που βγαίνουν από βαθιά κι ίσα και φτάνει ο αχός τους, ή, σαν καπνός που ταξιδεύει στον ορίζοντα από κάτι που κουφοκαίει.
Στις πρώτες συλλογές παρακολουθούμε μια ματαίωση, ένα σπάραγμα ζωής αδικαίωτο, μιάν ευαισθησία που αγωνίζεται να βρει την έκφρασή της. Ήδη, κάποιοι στίχοι - όχι ολόκληρα ποιήματα - προοιωνίζονται την κατοπινή ανθοφορία:
"ό,τι αγαπιέται δεν πεθαίνει" από το ποίημα "Το λυκόφως του καλλιτέχνη".
"Κείτομαι εδώ αποζητώντας έναν ήρεμο ύπνο
κάτω απ' τά γυμνά δέντρα,
το φθινόπωρο γλυκά ν' αποκοιμήσω
να ονειρευτεί την Άνοιξη και Σένα
(από το ποίημα "Μεθυσμένο Φθινόπωρο")

Μιά πιό ξεκαθαρισμένη ποιητική πρόθεση επισημαίνουμε στο ποίημα "Η κούκλα".
Το 1964 κυκλοφορεί η συλλογή "Έξοδος", όπου είναι, ευκρινώς πλέον, μιά πιό ώριμη φωνή. Τα ποιήματα συντομεύουν, η ποιητική ιδέα γίνεται διαυγέστερη, ο ποιητής ελέγχει τα ποιητικά του μέσα, κατακτάται σιγά-σιγά η απαραίτητη οικονομία, με αποτέλεσμα ποιήματα που μας αιφνιδιάζουν με την αρτιότητά τους:

Η ζωγραφιά

Έμεινες όσο να τελειώσω
τη ζωγραφιά μου αγαπημένη
μπρός από τη θάλασσα, τα ρόδα και τά στάχυα
με τα κόκκινα χείλη, τα ξανθά μαλλιά
και τα γαλάζια μάτια.

Και τώρα δεν υπάρχεις πιά,
Γιατί ήσουν μόνο της αγάπης
η θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
που θέλησα να ζωγραφίσω.

Στη συλλογή "Οι Ρήτορες" (1974), η ποιητική τέχνη του Σ.Κ. παρουσιάζει σταθερή πορεία, μιά σιγουριά -θά'λεγα_, και, εδώ, κάνουν την εμφάνισή τους ποιήματα αιχμής για τους αγώνες των νέων για ελευθερία και δικαιοσύνη. Σε στίχους δραστικούς μνημειώνεται η εξέγερση των νέων στο Πολυτεχνείο:
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως

Μας κυνηγούσαν στα σκοτεινά πάρκα και τις παρόδους
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
(από το ποίημα "Μας ξάφνιασε η νύχτα").

Αρκετά ποιήματα αποτυπώνουν την αμηχανία για την αποξένωση ανθρώπων και τόπων:

Το δωμάτιο
Το δωμάτιο μου φάνηκε σαν ξένο,
άλλ' όταν έστρωσα
το παλιό μου χαλί, τοποθέτησα
το φθαρμένο τραπέζι στη μέση
και τη μοναδική καρέκλα, τότε
γίνηκε ίδιο με τ' άλλο που εγκατέλειψα.

Έτσι, κι από το παράθυρο η θέα
του δρόμου ήταν ίδια και οι γείτονες
σαν πρόσωπα γνωστά που μ' ακολούθησαν
στη νέα μου συνοικία.

Άλλα ποιήματα αποπνέουν σαρκασμό για το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας:

Το νεόχτιστο

Οι γέροι έχτιζαν το σπίτι για το μέλλον,
φροντίζοντας πολύ να μεγαλώσουν το χώρο
των ανατολικών δωματίων, τα παράθυρα
-με θέα τα πράσινα περιβόλια-
να είναι το σπίτι καλά προφυλαγμένο
απ' τις βροχές και τους ανέμους.

Έβαψαν, ύστερα, τους τοίχους
μ' ανοιξιάτικα χρώματα κι απόμειναν
ετοιμοθάνατοι... προσμένοντας
τους συγγενείς.

Στις συλλογές που ακολουθούν 1983 έως και 2004, τα ποιήματα γίνονται ακόμη πιό συμπαγή, επιτυγχάνεται συχνά αυτό που λέμε συμπύκνωση, ενώ η αιχμή και ο σαρκασμός, ευκρινέστερα τώρα, κυριαρχούν:

Ο λόφος

Μιά μέρα πέρασαν τις γειτονιές με τα χαλάσματα
Και βρέθηκαν στον μοναδικό πράσινο λόφο, κυκλωμένοι
από τους οικοπεδοφάγους...

Ένα άλλο στοιχείο που διατρέχει ολόκληρο το ποιητικό σώμα του Σ.Κ. είναι ο έρωτας, στην αληθινή του διάσταση: άπιαστος, περιπόθητος, βαθύτατα υπαρξιακός. Ο Σ.Κ. δεν παίζει μαζί του, δεν τον αντιμετωπίζει εγκεφαλικά, δηλ. ψεύτικα, αντιθέτως, διάχτυη είναι η ανάγκη της ψυχής του να σμίξει την άλλη ψυχή, να ταυτιστεί μέσω αυτής με την ψυχή του κόσμου. Η Ελληνική σκέψη για το μέγα μυστήριο του έρωτα, απ' όπου αντλεί την υπόστασή της η Σολωμική αγαπημένη αλλά και η Καβαφική "αιθέρια μορφή" είναι μιά κατάσταση βαθιά βιωμένη στην ποίηση του Σ.Κ. και υποβάλλεται με ευκρίνεια σε ποιήματα όπως: "Η ζωγραφιά", "Η φράση", "Όταν ο ήλιος".

Η πόλη είναι μιά άλλη τέμνουσα της ποίησής του, γοητευτική και ερωτική στην παλιά της μορφή, σύμβολο του παλιού κόσμου, άσχημη και απωθητική στη νέα της μορφή, σύμβολο του νέου κόσμου, στον οποίο ο ποιητής νιώθει μετανάστης, ξένος. Σ' ένα ποίημά του από τη συλλογή του "Μετανάστης" (2004), ο παλιός κόσμος συμβολίζεται με μιά παλιά μελωδία:

Η μελωδία

Είναι μια εικόνα που γυροφέρνω στο μυαλό μου.
Κάθομαι στη γέρικη πολυθρόνα και ακούω
τη μελωδία του παλιού ραδιοφώνου μέσα
στο μισοσκόταδο.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ και ποιόν
θα συναντήσω.
Τη μελωδία την αναζητώ σε όλα τα δισκάδια
μα δεν έχω στοιχεία και καθώς
τη σιγοψιθυρίζω, άγνωστη στους άλλους,
έμεινε, δίχως τέλος, στην καρδιά μου.

Σε άλλο ποίημα διαφαίνεται καθαρά η αδυναμία του ποιητή να ενσωματωθεί στο νέο κόσμο:
Είσαι αυτός που μπορεί να ξανανιώνει
σ' ένα παλιό κόσμο που τελειώνει.

Αλλού ανιχνεύεται η θεραπεία διά της ποίησης:

Η μοναξιά

Τέτοιες βραδιές αγαπούσε
Την προσμονή την πεντάμορφη.
Άνοιγε το παράθυρο
να μπει, καθώς του την έστελναν
τ' άστρα και το φεγγάρι
στο μοναχικό δωμάτιο.

Κι ύστερα την έπαιρνε απ' το χέρι
για ένα περίπατο στο δάσος
ή στ' ασημένιο ακρογιάλι.

Η ματιά του πέφτει συχνά σε ερημικά τοπία, σε ερημικούς ανθρώπους, μιά μοναχική γυναίκα με τη λάμπα πίσω από ένα τζάμι, μιά γριούλα σ' ένα σπίτι αποξεχασμένο, ένα σκυλί που πάει κι έρχεται ή κάποιον περιμένει. Ο σκύλος, ζώο της καρδιάς όπως φαίνεται για τον ποιητή, ξεχειλίζει θύμηση και του χαρίζει ένα εξαιρετικό σε δομή και αισθαντικότητα ποίημα με τίτλο: "Για ένα σκύλο που πέθανε".

Σε άλλα ποιήματα κυριαρχεί η μουσική, ένα γραμμόφωνο παίζει, ένα παλιό ραδιόφωνο, μιά μπάντα στην πλατεία, κιθάρες και βιολιά.
Το ποιητικό τοπίο του Σ.Κ., σε μεταφορική γλώσσα είναι ένα περιβόλι στο οποίο μπαίνεις και χαίρεσαι τη διακριτική παρουσία σπάνιων λουλουδιών. Αν είσαι απρόσεκτος περιπατητής, δεν θα τα δεις, γιατί τα χρώματά τους είναι απαλά, τό άρωμά τους διακριτικό. Σ' αυτό το περιβόλι δεν συναντάς μεγάλα δέντρα, περνάς και φεύγεις γοητευμένος, σάν νά σ' άγγιξε πνοή φευγαλέα, απροσδιόριστη. Ο Σ.Κ. είναι ο ποιητής του φευγαλέου.
Το ίδωμά του, κάθε φορά, το σμιλεύει με υπομονή, ψάχνοντας την κατάλληλη λέξη, έτσι ώστε να μοιάζει με κουβέντα που δεν έχει αρχή ούτε τέλος, καλεί τον αναγνώστη να τη συμπληρώσει, απαιτεί τη συμμετοχή του.
Ο Σ.Κ. κατέχει την ποιητική μας παράδοση, την έχει επισκεφτεί, για να φτάσει όμως στη δική του ποίηση, ανοίγει ένα δικό του μονοπάτι που το ξέρει μόνο αυτός. Καταλαβαίνω γιατί οι παλιότεροι αλλά και οι σύγχρονοί του έχουν μιλήσει θετικά για τη δουλειά του. Ιδίως στή σύγχυση που ακολούθησε τον "υπερρεαλισμό" στη χώρα μας, ο ποιητής αυτός, καταφέρνει να κρατήσει καθαρή τη ματιά του, προσηλωμένη στο μέσα του τοπίο, ένα τοπίο μνήμης και νοσταλγίας, διάψευσης αλλά και ελπίδας, αιχμής γιά ό,τι άσχημο αλλά και άπειρης κατανόησης, ένα τοπίο Τσεχωφικό, όπου τα συναισθήματα υποβάλλονται, δεν προκαλούνται, υπηρετούν την ανθρωπιά μας.
Ο Σ.Κ. δεν επιδιώκει τον εντυπωσιασμό, δεν καταφεύγει σε κούφια λεκτικά σχήματα, αφήνει το συναίσθημα να οδηγεί, δίχως εκζήτηση. Συχνά καταφέρνει ένα καλό αποτέλεσμα με τη χρήση της αντίθεσης.

Η κίνηση

Συνηθισμένες κινήσεις ενός συνηθισμένου ανθρώπου
στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας.

Συνηθισμένη ζωή, συνηθισμένο τηλεφώνημα
συνηθισμένη μουσική...

Και ξαφνικά, με μιά κίνηση ασυνήθιστη
πέφτει στο δρόμο απ' το παράθυρό του.

Σε γενικές γραμμές ο Σ.Κ. λέει όχι στην ευκολία, καταθέτει με ειλικρίνεια, δεν καμώνεται, η ποίησή του υπηρετεί την αλήθεια και την ομορφιά, το κλασικό δηλαδή ιδεώδες στην τέχνη. Όπου ο στίχος του ευτυχεί, μας παίρνει, κάνοντάς μας κοινωνούς μιάς ήρεμης μελαγχολίας, μιάς "ρέμβης", που κατά τον Έμερσον, αποτελεί "σφραγίδα ποιότητας". Συνοπτικά συνεχίζει επάξια τον εφτανησιώτικο ποιητικό λυρισμό.
Ένα σιγανό τραγούδι -είναι η φωνή του- αρχινημένο αφνίδια, χωρίς προετοιμασία, ξυπνάει μνήμες, ανασταίνει τις παλιές γειτονιές, τους παλιούς φίλους, τις παλιές αγάπες, αλλά και τις καταστροφές, τα ερείπια, τα δύσκολα χρόνια, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τα ματωμένα όνειρα, τους ανυπεράσπιστους αγώνες, τη χαμένη τιμή του νέου ανθρώπου, αλλοτριωμένου από τα τερτίπια της νέας εποχής. Ένα γραμμόφωνο ξεχασμένο σε κάποια πλατεία της Κέρκυρας είναι η ποίηση του Κατσίμη, παίζει νοσταλγικές μελωδίες, απόκοσμες. Όποιος θέλει να τις ακούσει, δεν έχει παρά να ταξιδέψει ως εκεί, να σκύψει δηλαδή στα ποιήματά του.

Το ραντεβού

Ήταν ένας απλός περίπατος και είχα αργήσει
με τόσους σταθμούς που έκανα, τόσα χρόνια
που έζησα σ' αυτή την πόλη.
Συνέχισα το δρόμο μου, μπήκα στο καφενείο
και σε περίμενα να πιούμε καφέ, να με ρωτήσεις
αν το χειμώνα θ' αλλάξω κλίμα ή πώς
θ' αποφύγω το κρύο
να με ρωτήσεις για τη διαδρομή μου.
Είναι καιρός που έρχεσαι στο καθημερινό μας ραντεβού
καιρός που τρέχω μες στη βροχή
πηδώντας τον φράχτη, διασχίζοντας τον κήπο
προς το ανοικτό παράθυρο του ισογείου
καιρός που διανύω μεγάλες αποστάσεις
σ' ένα κόσμο μικρό.

Είναι καιρός που σ' αγαπώ


[το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 36, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2005]

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Διδακτόν η Αρετή;

Με αφορμή ένα άσημο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ανάμεσα στα εκατοντάδες γυναικεία πρόσωπα που συναντά κανείς περιδιαβάζοντας τον κόσμο του Παπαδιαμμάντη, η Αρετή η Μπόζαινα ξεχωρίζει για "τήν απλήν και σύντομον ιστορίαν της ασήμου ζωής της". Έχει φροντίσει ωστόσο ο συγγραφέας να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον, από την αρχή ακόμα του διηγήματος, με το συγκλονιστικό διάλογο: "σχώρα με, Αρετώ, σχώρα με!" "Θεός σχωρέσ, πατέρα!" "Με όλη την ψυχή σ, κορίτσι μ, Αρετώ!" "Μέ όλη την ψυχή μ' πατέρα σχωρεμένος νά 'σαι!"

Τό διήγημα υπό τον τίτλο: "Η στοιχειωμένη καμάρα" σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Η Παπαδιαμαντική γλώσσα, ένα με τα συμφραζόμενα, γι' αυτό κι αμεταγλώττιστη - οι όποιες απόπειρες είναι καταδικαστέες - ήσυχη, δήθεν ταπεινή, σαρκάζουσα, υπαινικτική και μυστικοπαθής όπου επιβάλλεται, λυρική και κελαρύζουσα αλλού, σε μαγεύει. Ο κόσμος του διηγήματος - ο γνωστός κόσμος του συγγραφέα:Απλοί άνθρωποι του νησιού του, λίγο πριν το τέλος του προηγούμενου αιώνα, με τις αρετές και τα πάθη τους, τη φτώχεια και τις προκαταλήψεις τους, τις "άσημες ζωές τους". Αλήθεια, ποιές είναι άραγε οι διάσημες ζωές;
Διάλεξα το διήγημα αυτό, ακριβώς γιατί είναι μικρό και άσημο, σαν τη ζωή της Αρετής, και δεύτερο, γιατί συγκεντρώνει όλες τις αρετές ενός άρτιου διηγήματος: Ευσύνοπτο, τίποτα περιττό, ο συγγραφέας ελέγχει απόλυτα τα μέσα του, εκτελεί με ακρίβεια, προσέχει ακόμη και την αναπνοή του. Έτσι το αποτέλεσμα είναι ένα διήγημα με τρομερές ποιότητες, συμπαγές, εκρηκτικό, χαρακτηριστικό δείγμα της απαράμιλλης παπαδιαμαντικής λογοτεχνίας.
Το θέμα του διηγήματος είναι καθαυτό σκληρό: Ένας πατέρας επιχειρεί να πνίξει το παιδί του. Εδώ όμως βρίσκεται και η τέχνη του συγγραφέα. Όλα συμβαίνουν στο περίπου: Ήθελε να το πνίξει; γιατί δεν τό 'πνιξε; Γιατί το άφησε στην αμμουδιά; Μήπως είχε σκοπό να γυρίσει να το πάρει; Κ' η κακή μητρυιά; Ήταν άραγε τόσο κακή; ΄Η μήπως, σαν τη Φραγκογιαννού, τή βάραινε η μοίρα της γυναίκας; Όλα μέσα στο διήγημα παίζονται. Ακόμη και τα φοβερότερα πράγματα υπονομεύονται από την ίδια τη φύση τους. Ο Παπαδιαμάντης ψαύει τό αόρατο, συναπαντιέται με το άπιαστο, γι' αυτό και διαχρονικός και διανθρώπινος.
Στο διήγημα καθρεφτίζεται ένας ολόκληρος κόσμος. Οι συνθήκες που το ορίζουν, δυστυχώς και τον προσδιορίζουν κι αυτό αυτό το γνωρίζει περισσότερο απ' όλους ο Παπαδιαμάντης. Άνθρωποι που γεννιούνται και ζουν κατά τύχη, το ένστικτο της επιβίωσης - ο ανώτερος νόμος γι' αυτό και "ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Οι λεγόμενοι θεσμοί της οργανωμένης κοινωνίας - υποτυπώδεις έως ανύπαρκτοι. Παιδεία - ούτε κάν στοιχειώδης, κρατική φροντίδα - ούτε σαν ορολογία, εκκλησία - απούσα. Σίγουρα, υπάρχουν και οι ήμερες φύσεις, είναι οι χωρικοί που περιμαζεύουν το άτυχο κορίτσι, είναι πρώτ' απ' όλα, η Αρετή, - δεν είναι τυχαίο το όνομά της - η Αρετή είναι το ξεχωριστό ανθρώπινο είδος, την έχει σφραγίσει η αντίδικη μοίρα της αρετής - για να θυμηθούμε τον Σεφέρη - δέχεται καρτερικά την κακότητα, δεν μνησικακεί, έχει επίγνωση του κακού που της κάνουν, αλλά είναι έτοιμη να συγχωρήσει.
Έτσι ο Παπαδιαμάντης καταθέτει τη δική του Αρετή που διαθέτει, ως προσωπικότητα, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την πλατωνική αρετή: Σύνεση, σοφία, δικαιοσύνη, ανδρεία, οσιότητα. Η ηρωΐδα του Παπαδιαμάντη, μέσα από δικούς της δρόμους, δίνει την ταπεινή της απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα: Διδακτόν η αρετή; Ο Παπαδιαμάντης διαλέγεται με το Σωκράτη και τον Πρωταγόρα φωτίζοντας ακόμα μιά πτυχή: Εκείνη της ατομικής ευθύνης και λεβεντιάς. Ο πατέρας είναι ο άνθρωπος που γίνεται άθυρμα στα χέρια της γυναίκας του. Δεν είναι κακός, είναι άβουλος και ρευστός. Η επίκληση για συγχώρηση στο τέλος, όχι μόνο τον εξιλεώνει, αλλά μας κάνει και να τον αγαπήσουμε. Ο άντρας της Αρετής δεν ξέρει τι σημαίνει ευθύνη, είναι η προσωποποίηση του ενστίκτου. Η μητρυιά, η κακή της ιστορίας, δεν αφίσταται του μυθολογικού της μοντέλου: Σκληρή και αδίστακτη, γυναίκα του παρασκηνίου, βυσσοδομεί συνεχώς κατά της ορφανής, της βρίσκουε όμως ελαφρυντικά, είναι κι αυτή θύμα, ως θηλυκό, μιάς τραυματικής εμπειρίας, που την ορίζει απόλυτα και την κάνει να παραφρονεί. Έτσι ο Παπαδιαμάντης σαν άλλος Θεός, πονάει τους ήρωές του και τους περισώζει. Τό άσπρο και το μαύρο, η μανιχαϊστική δηλαδή αντίληψη του κόσμου, δέν έχει θέση στο έργο του, όπως δέν έχει θέση και στη ζωή.
Εξάλλου και στο υπό συζήτηση διήγημα, όπως και σ' ολόκληρο το έργο του, ο κύρ-Αλέξανδρος αναδεικνύεται μέγας κοινωνικός αναμορφωτής. Τα όπλα του δεν είναι τα συνθήματα, είναι η ικανότητά του να ρίχνει άπλετο φως στην αθλιότητα, τόσο, ώστε να φαίνονται και οι ρίζες της αθλιότητας. Έτσι η λογοτεχνία του, εμπεριέχει και μιά τεράστια δυναμική που θα τη ζήλευαν και τα πιό ριζοσπαστικά μανιφέστα. Πολύ σωστά παραλληλίζουν τον Παπαδιαμάντη με τον Ντοστογιέφσκι, γι' αυτό και οι δυο παραμένουν αξεπέραστοι. Δεν είναι τυχαίο, που, παρά τα αναμενόμενα, μας βρίσκει η νέα χιλιετία με τα έργα τους στα χέρια μας.
Στο συγκεκριμένο μάλιστα διήγημα, κοινό στοιχείο στους δύο συγγραφείς, εκτός των άλλων, είναι και η περιπέτεια της συνείδησης, στην περίπτωση του Ρασκόνλικωφ στον Ντοστογιέφσκι και του πατέρα Κουμενή στον Παπαδιαμάντη. Ο γέρο-Κουμενής "εψυχομάχει επί ημέρας κι εβδομάδας, κι εβασανίζετο φρικτά... πνιγόμενος και μη δυνάμενος ν' αποπνιγή επεκαλείτο την ευχή, την συγνώμην του ιδίου τέκνου του, της κόρης του Αρετής...". Είναι αυτός ο ίδιος που κάποτε αποπειράθηκε να πνίξει την οκτάχρονη μικρή, αλλά δεν την έπνιξε, είναι η ίδια εσωτερική πάλη που τον εμποδίζει τώρα να αποπνιγεί. Η επίκληση της συγνώμης είναι στην ουσία ομολογία αγάπης, και είναι αυτό που τελικά τον λυτρώνει, όπως λυτρώνει τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι όχι τόσο η αυτοπαράδοσή του στην αστυνομία, όσο όταν συνειδητοποιεί μέσα από την αγάπη του για τη Σόνια, τη συμπόνια του για την γριά τοκογλύφα που σκότωσε.
Η μοίρα λοιπόν της αρετής, "η στοιχειωμένη καμάρα", πρέπει κάποτε να ξεστοιχειωθεί και θα ξεστοιχειωθεί, αν δίνουμε στη νεολαία τέτοια λογοτεχνία. Είναι απαίτηση του κυρ-Αλέξανδρου, του άσημου.

[Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φιλοσοφία και Παιδεία" τεύχος 8, Μάϊος 1997]

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Από πτερόν φτερό [δ]

Ενότητα "Αισθήσεις"

Τίποτα μά κάτι...

Σέ ψάχνω
όχι όπως στα τραγούδια, νά σε βρώ,
μά έτσι, όπως στο λέω, σέ ψάχνω᾿
στις δειλινές ακτές σου,
στους αμμόλοφους, στά σπήλαια,
στων βουνών σου τά διάκενα.
Κάποτε
ανάμεσα σε κυπαρίσσια,
ώρα μεσημεριού,
διακρίνω κάτι,
μιά παρουσία θάλεγα,
κάτι ανεπαίσθητο,
πες ένα κλείσιμο ματιού,
ένα φιλί, ας πούμε, στον αέρα.

Αίσθηση

Τά δέντρα ούτε στιγμή δέ στέκουνε᾿
ας πούμε η λεύκα ή το κυπαρίσσι
ταξιδεύουν᾿
ωραία τινάζουν την κορφή
κ' υψώνονται
απλώνουν τα κλαριά και πάνε.
Αράζουν κάποτε στον ύπνο μας
μπαίνουν στα όνειρα
και στον καφτό της νύχτας ήλιο
μας ισκιώνουν.
Τέλος μας ερωτεύονται
γι' αυτό κ' η πράσινη καρδιά τους
σχίζεται σε χίλια φύλλα
στρώνεται χαλί και την πατάμε.
Όταν τα λησμονάμε ανθίζουνε,
διεκδικούν τα βλέμματά μας,
γιατί, ό,τι τα μάτια δε χαϊδεύουνε,
μαραίνεται.
Ταξίδι είναι τα δέντρα κ' έρωτας.

Από πτερόν φτερό

Φτερό,
ωραία πετούσες
κι αποσπάστηκες
σαν νυχτερίδα ξάφνιασες
έπεσες στη γη.
Μαύρο (αλλιώς θα μου διέφευγες)
άγγιξες το παιδί
έπαιζε βώλους
δεν κατάλαβε.

Όργανο πτήσης
πέταγμα ζωής
πουλί᾿
μετά τήν πτώση
κατ' όνομα μόνον πτερόν
κύτταρο αλλιώς νεκρό
-φτερό-
έτοιμο πάντως γι' απογείωση
με τον αέρα.
Μάταιο ίσως πέταγμα,
πέταγμα όμως.

(πτερόν: πάν το πτερωτόν πλάσμα,
τό φέρον πτέρυγας (Λεξικόν
Σταματάκου))

Γάτα

Ι. Ο μεταξένιος

Μιά τούφα όνειρο᾿
σκάλωσες κοντά μας.
Μας ξαγκαθιάζεις.
Το σπίτι ξεχειλάει μετάξι.
Ρονρονίζουμε...

ΙΙ. Το χάδι

Ταξιανθία στην παλάμη μου μπιγκόνιας,
ράχη μιας μέρας καλοκαιρινής,
σκίρτημα χνουδωτό,
μέ λύνεις και γλιστρώ στη χλόη
και πιάνω τις ανάσες
κείνων που πεθάναν,
σαν να μη χάθηκε
ποτέ κανείς.

Χάδι-χνούδι,
βλάστησης αιώνιας.

ΙΙΙ. Ο γάτος της φυγής

Έφυγες όπως ήρθες,
Αύγουστο με πανσέληνο.
Ίσως να κυνηγάς ακόμα μιάν Ελένη,
ίσως η νύχτα,
άστρο της και σ' άρπαξε.
Πάντως το απόγευμα,
στον κήπο, στα περβάζια,
πάνω στη σιωπή μας,
γραμμή μεταξένια
κυματίζεις,
χάνεσαι.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [γ]

Ἑνότητα "Ὄνειρα"

α. Μετά τήν ἐκφορά

Σπίτι σου
οἱ συγγενεῖς
φωτογραφία πού ξάσπρισε
καί μόνη ἐσύ, ξεκάθαρη,
δεχόσουν συλληπητήρια
γιά τό δικό σου θάνατο.
Τά μάτια σου δυό πύλες
- τί κοίταζαν -
κ' ἀρχή, τέλος καί πένθος
ὅλα ἐσύ.

Στίς στῆλες τοῦ Κεραμεικοῦ
κόρες καί κοῦροι, μόνοι,
δέν ξέρεις:
κοιτάζουν πεθαμένοι τή ζωή
ἤ ζωντανοί τό θάνατό τους.

β. Τό ξόδι

Στό πατρικό μου
πρόσωπα θαμπά
- γείτονες ἴσως -
πηγαινέλα᾿
κ' ἡ μάνα μου
κάτι νά κάνει,
κάτι νά λέει καί νά γελάει.
Τά μάτια της κράτησα μονάχα,
γαλάζια κ' ἥσυχα, σχεδόν ἀπόντα.
Θά γινόταν ἡ κηδεία της σέ λίγο
κ' εἶχα μιάν ἔγνοια ἐγώ
μιάν ἀγωνία
τί νά πῶ στόν κόσμο᾿
ἡ κάσα της ἔχασκε ἄδεια
κ' ἡ μάνα (ἕνα γέλιο ὅλη)
σάμπως νά γυρίζει ἀκόμα
νά βοηθάει καί στό δικό της ξόδι.

γ. Τά μαλλιά

Ἔφεγγαν τά ὡραῖα μαλλιά
στίς σκάλες,
στήν αἴθουσα ζωγραφικῆς,
στούς διαδρόμους τοῦ μεγάλου᾿
ὅλα μές στ' ὄνειρο μουντά
ἔπαιρναν φῶς ἀπ' τά μαλλιά της.
Στήν ἔξοδο χαθήκαμε
Μισόφωτο...
Συνωστισμός...
Περίμενα...
Εἶπα: τώρα θά τή δῶ,
θά λάμψει!
Τό κτήριο σιωπηλό σκοτάδι.
Κόρη μου, λέω,
λαμπερά μαλλιά μου...

δ. Τό σπίτι

Εἴχαμε, λέει, κουβαλήσει ἀλλοῦ᾿
ἡ διαρρύθμιση ἐντάξει:
Ἕνα τετράγωνο ἤτανε ἡ σάλα
κ' ἡ κουζίνα κύκλος.
Σκόνταφταν τά παιδιά στά πράγματα,
γελοῦσαν,
κ' ἐσύ, πανευτυχής,
σέ κάποιους φίλους ἔδειχνες τούς χώρους
κ' ἐπιδοκιμάζανε
καί μόνο ἐγώ
φαινότανε νά βλέπω
κι ἀποροῦσα
πῶς θά τά καταφέρναμε
σέ σπίτι δίχως τοίχους.

ε. Στό περιθώριο μέ μολύβι

Σέ διαγωνισμό ἔλαβα μέρος
γιά κάποιες θέσεις στό δημόσιο, νομίζω.
Τοιχοκολλούσανε τ' ἀποτελέσματα
κ' ἔσπρωχνεν ὁ κόσμος᾿
δέν ἔβλεπα ὅμως τ' ὄνομά μου
κι ἀγωνιοῦσα.
Τέλος τό βρῆκα στό περιθώριο
μέ μολύβι - καί δίπλα:
"διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"᾿
κ' οἱ ἄλλοι ὅλοι-ἀποτυχόντες, μέ μονάδα,
εἶχαν τουλάχιστο βαθμό καί τή σειρά τους.
"Διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"...
Κ' οἱ θέσεις;

στ. Στό παλιό σπίτι

Ἔκλεβαν, λέει, τή μπουκαμβίλια μας!
Ξερίζωναν τήν παιδική μου μνήμη᾿
ἀκόμη ἀκούω τό σούρσιμό της στήν αὐλή.
Ἤτανε λίγο τό φεγγάρι
κ' ἔτρεχα στά χαλάσματα,
νά τόν ἁρπάξω,
νά τόν σκοτώσω, ἤθελα, τόν κλέφτη...

Δρασκέλαε τό φράχτη,
ὅταν ἔφτασα,
κ' ἤμουν ἐγώ ὁ κλέφτης
στό φεγγάρι
κι ἅπλωνε γύρω ἡ μπουκαμβίλια
μιάν ἐρημία ρουμπινιά.

ζ. Ἀναπάντεχα

Φλεβάρης
καί νά τρώγω μοῦρα...
Ἄσπρα μεγάλα μοῦρα, μέλι...
Εἶχε βρέξει
κ' ἔλαμπε ἡ μουριά στόν ἥλιο
κάθε της φύλλο καί μιά λίμνη...
Ἐγώ νάμαι ψηλά σ' ἕνα κλαρί της
καί στάλες νά ξαφνιάζουνε τό πρόσωπό μου...
Ἡ ρίζα της νά χάνεται στό χάος,
σκοτάδι κάτω μου νά χάσκει,
νά μή φοβᾶμαι
καί στόν ἥλιο
μοῦρα φρεσκοπλυμένα νά μαζεύω...

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [β]

Τό "ἄχ"
μνήμη Β.Κ.

Τό πιάνο σου
σέ κρατάει σάν μυστικό.
Τά πλῆκτρα του
ἀκόμα εἶναι ζεστά
ἀπό τά δάχτυλά σου.
Μαῦρο γιαλιστερό κουβούκλι᾿
τύμβος᾿
κλείνει τό κάτι τῆς ζωῆς σου,
τήν ψίχα της
αὐτό μονάχο ἀκούει
ἐκεῖνο τό "ἄχ"
πού ἄηχο
ἀντηχεῖ στή σκοτεινιά του.

Ὁ λόγγος

Κάθε πού βλέπω τόν πατέρα μου,
σκέφτομαι: λόγγος.
Ψάχνω γιά μονοπάτι
μά τίποτα.
Κι ὅμως ἀκούω τίς κραυγές του,
ὅταν ἑφτά χρονῶν
βόσκοντας γίδια, τό δεκάξι,
κάπου παγιδεύτηκα,
σάν τό πουλί στό ξόβεργο.
Γιά σκέψου νύχτα
ἕνα παιδί στό λόγγο!
Κ' ἔφτασε ἡ μάνα του τρελή
μέ λαδοφάναρο, τόν γλίτωσε.
Ὅμως ἐγώ, πατέρα,
πῶς νά σέ γλιτώσω,
ἀκούω τίς κραυγές
μά πῶς νά φτάσω...
Οἱ λόγγοι πιά δέν ἔχουν μονοπάτια.

Ἡ Ἀλεξάνδρα

Τή νιώθω πάντα στό δωμάτιό της
νά γράφει, νά ὀνειρεύεται.
Ὅμως στή ντουλάπα
βρίσκω τά ροῦχα μου ἄθικτα,
φοῦστες καί πουκαμίσες
στή θέση τους ἀκύμαντες.
Ἡ κολώνια της μόνο
ἐπιμένει στά φουλάρια μου
ἀλλά κι αὐτή
μέρα τή μέρα ἐξατμίζεται.

Τώρα ἡ ντουλάπα μου
ὑπόκυψε, θαρρεῖς, σέ μιά γαλήνη᾿
ἄραξε᾿
δίχως πιά τόν πειρατή της.

Ἀνθισμένο ἀγκάθι

Φίλοι μου,
ἀποφάσισα: θά φύγω.
Πάρτε τή θέση μου,
ἁπλωθεῖτε,
ὅ,τι ἀκόμη θάλεγα
μοιράστε.
Ἐγώ πηγαίνω μακριά
κρατώντας ἀπό σᾶς
πυράκανθο γιά μνήμη.

Φίλοι μου, εἶστε φίλοι μου,
μά φεύγω.
Ἐγώ μεταναστεύω
ἐντός μου.

Δέν εἶναι

Χῶροι
πού παίχτηκε τό χτές σου,
ἥρωες κομπάρσοι
προσπερνᾶνε᾿
βλέπεις δέ σέ κοιτᾶν,
κανείς δέν ἔχει μάτια
γιά κανένα᾿
σκιές
πού κάποτε φοβόσουν
- μάταιοι φόβοι -
σκιά κ' ἐσύ τοῦ χτές
σκιάχτρο τῶν ἄλλων
δίχως νά τό ξέρεις!
Ἕνας αἰώνας, χίλια χρόνια
ἐχθροί καί φίλοι εἶναι φίλοι,
ἐχθροί καί φίλοι
τίποτα δέν εἶναι.

Ἡ θραύση

Οἱ πιό πολλοί τοῦ κράταγαν λουλούδια,
μά δέ βαριέσαι,
ἡ φαρμακίλα δέσποζε
κ' ἡ σήψη.
Κάποιος ἀνυποψίαστος
τοῦ ἄφησε στό μαξιλάρι
μιά συλλογή ποιήματα.

Ἀμίλητος ἐκεῖνος κι ἄθραυστος
μᾶς κοίταζε ἕναν-ἕναν
ἀτελείωτα᾿
θραύοντας τέλος
τήν μιάν ἄκρη τῶν χειλιῶν του
"σκατά" εἶπε μόνο
κ' ἔγειρε.

25η Μαρτίου

Πρωΐ - πρωΐ
νά φτιάξω τήν ἀλιάδα,
μπάς καί δέ δώσω τό παρόν.
Ἀπό τό alium - σκόρδο
ξόρκι
φυλαχτό
φλάμπουρο
καριοφίλι
τό κοπανάω στῶν Τουρκῶν τά στίφη!

Ἀλιά-, βάϊ, ἀλιά-
Ἑλλάδα πούσαι στό γκρεμό
ό-κέϊ φορτωμένη!..
ὤ, καίει...
Ἔ, μήν καίγεσαι!

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [α]

Α καί α

"Ἄνθρωπος μέ ἄλφα κεφαλαῖο"
Σχεδόν σάν πυραμίδα,
μπάρα στήν πόρτα, θάφτηκες.
Ἔ, ὄχι μωρέ μάνα,
μ' ἄλφα μικρό!
Τό στρογγυλεύεις πρῶτα
κάνεις, πού λέει, τό χρέος σου
καί τοῦ κολλᾶς κατόπιν
ἕνα ἡμικύκλιο
κάτι ἀνοιχτό
σάν ἀγκαλιά
σάν πρόκληση
ἤ καί σάν ἀνταρσία᾿
ἕνα "ἔτσι θέλω" δηλαδή.

Ὁ βῶλος

Ἡ θειά μου ἡ Γνώση
μοῦ χάρισε μιά κούκλα λαστιχένια.
Ἔπαιζα μέ τίς πάνινες ὡς τότε.
Τή σήκωσα, ὅπως ἡ νέα μαμά τό βρέφος,
κι ἀκούστηκε κάτι μέσα της,
ρεβύθι σ' ἀδειανό σπιρτόκουτο.
Σά νά μήν εἶχε μάτια, χείλη,
ρόδια μάγουλα,
σά νάχα μπουχτίσει τέτοια δῶρα
μόνη μου τώρα ἔγνοια
Νά δῶ
Νά πιάσω τό ἀόρατο.
Μιά ψαλιδιά λοιπόν καί νάτο!
Ἕνας βῶλος
κύλησε... πάει.

... Κ' οἱ αὐτόχειρες,
- ἀλήθεια, τί περίεργοι! -
ἀφοῦ τά ψάξουν ὅλα,
πατᾶν μιά ψαλιδιά στό θάνατο,
νά δοῦν τί ἔχει μέσα.

Τό κράκ

Ἡ πίστα
πάντα σέ ἀναμονή μέ ὑπομονή:
χορός, φιγοῦρες, νούμερα.
Μά κάτι χτές,
νά, κάποιο κράκ,
κάτι σάν δόντια πούτριξαν,
τούς ξάφνιασε.
Κρῖμα - εἶπε κάποιος -
κ' εἶναι καί δρύϊνη.
Γρανίτης... Μόνο αὐτός...

Οἱ δεκοχτοῦρες

Φιλικά πουλιά
τρυπώνουν στά κλαριά μου
μικρές ἀνάσες, τρέμουλα,
μάτια μ' ἀντανακλᾶνε.
Νύχια - βελόνες
κεντᾶνε τόν κορμό μου,
ν' ἁρπαχτοῦν, μήν πέσουν.
Κέντημα ἔτσι γίνομαι
μέ τό δικό μου αἷμα.

Ἄπιαστο

Παγιδεύομαι
μέσα σέ τζάμια κάθε τόσο,
σέ νερά, σέ μέταλλα στιλπνά,
σέ μάτια ξένα καί τρομάζω.
Κι ὅμως τό στόμα,
τό τυχαῖο βλέμμα
δέν εἶναι δικό μου᾿
πρόσωπο ἄλλου κόσμου᾿ τό ἀψηφάω.
Τό ἀληθινό μου πρόσωπο, τό ζωντανό
τά μάτια μου δέ γίνεται νά δοῦν
κι αὐτό φοβᾶμαι.

Περίλυπες μορφές

Στή μνήμη μου
φίλοι καί γνωστοί
ἔχουν μιά τέτοια λύπη,
πού τήν ὅποιαν ἀτέλειά τους
καταργεῖ.
Ἄνθρωποι συνήθως γελαστοί
ἀποτυπώνονται ἐκεῖ
σάν νά μήν ἔχουν βλέμμα
ἤ σάν τό βλέμμα τους
νάχει στή λύπη τους χαθεῖ.
Στή μνήμη μου ὅλοι
λές καί δέν εἶναι ζωντανοί.

Πνιγμός

Μωρά τῆς νύχτας
ψάχνουμε θηλή
ἤ μιάν ὀσμή ἔστω ρούχου,
ὑποψία χαδιοῦ,
νά μᾶς πάρει ὁ ὕπνος.
Τό πρωΐ
ἐνήλικες πιά ἤ καί γέροι
- κατά περίσταση - τήν καρδιά μας
πνιγμένο γατί κουβαλᾶμε
- λέει -, νά ζήσουμε.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Ὁ "Μενέξενος" τοῦ Πλάτωνα

Ὁ "Μενέξενος" εἶναι γνωστός ὄχι γιά τήν ἀξία του καθαυτή - ἀνάμεσα στ' ἄλλα μεγάλα ἔργα τοῦ φιλοσόφου χάνεται σχεδόν - ἀλλά, ἐπειδή περιέχει ἕναν ἐπιτάφιο λόγο τόν ὁποῖο ἀπαγγέλειμάλιστα ὁ Σωκράτης. Ἔτσι προσφέρεται γιά μελέτη προκειμένου νά διαπιστωθεῖ ἡ ὁμοιότητά του ἤ μή πρός ἄλλους κανονικούς ἐπιταφίους. Ὁ Ἐπιτάφιος, ἄς ποῦμε, τοῦ Περικλῆ στό Θουκυδίδη μᾶς ὁδηγεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων στόν ἐπιτάφιο τοῦ Λυσία γιά τούς πεσόντες στόν Κορινθιακό πόλεμο, σ' ἐκεῖνον τοῦ Δημοσθένη γιά τούς πεσόντες στή Χαιρώνεια, τοῦ Ὑπερείδη γιά τούς πεσόντες τοῦ Λαμιακοῦ πολέμου καί τέλος στό "Μενέξενο" τοῦ Πλάτωνα, πού δέ γράφηκε, βέβαια, γιά νά ἐκφωνηθεῖ, ἀλλά γιά λόγους προσωπικούς τοῦ συγγραφέα.
Σήμερα, δέν ἀμφισβητεῖ κανείς τή γνησιότητα τοῦ Πλατωνικοῦ αὐτοῦ ἔργου. Τό πρόβλημα ἔχει λυθεῖ ὁριστικά. Διΐστανται ὅμως οἱ γνῶμες σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό χαρακτήρα του. Σέ ἀντίθεση μμέ τούς παλιούς, νεότεροι μελετητές του (Lesky, Tailor) διατύπωσαν τήν ἄποψη πώς ὁ Πλάτων ἔγραψε τόν Μενέξενο, γιά νά σατιρίσει τήν κοινοτοπία καί κενολογία τῶν ἐπιταφίων, στηλιτεύοντας ἔτσι τούς ρήτορες τῆς ἐποχῆς του πού σέρβιραν στούς ἀκροατές τους φουσκωμένα λόγια καί ἀναλήθειες καί συνέβαλλαν στήν ἡμιμάθεια καί ἀποχαύνωσή τους. Γι' αὐτούς λοιπόν ὁ Μενέξενος δέν εἶναι παρά μιά παρωδία ἐπιταφίου.
Ἄλλοι συμφωνοῦν ὡς πρός τή σατιρική διάθεση πού διέπει τό ἔργο, καταλήγουν ὅμως πώς το ἐγκώμιο εἶναι σοβαρό. Ἐναπόκειται ἄρα στήν κρίση καί τήν εὐαισθησία τοῦ ἀναγνώστη νά διαμορφώσει τήν προσωπική του ἄποψη.
Ἐκεῖνο πού φαίνεται καθαρά εἶναι τό ἀνάλαφρο καί φιλοπαῖγμον ὕφος τοῦ διαλογικοῦ μέρους στήν ἀρχή τοῦ ἔργου. Ἐκεῖ ὁ Σωκράτης εἰρωνεύεται ἀπροκάλυπτα τούς ρήτορες καί δή τούς κατασκευαστές ἐπιταφίων. Γι' αὐτό καί δηλώνει πώς ὁ λόγος πού θά ἀπαγγείλει ὁ ἴδιος εἶναι ἔργο τῆς Ἀσπασίας, ἀπό κομμάτια μάλιστα πού τῆς περίσσεψαν ἀπό τόν ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ὁ Πλάτων ἀφαιρεῖ ἀπό τό λόγο τό βάρος πού ἔπρεπε νά ἔχει, ἄν ἦταν τοῦ Σωκράτη. Μοιάζει λοιπόν σάν νά λέει στούς ρήτορες, πού καμώνονταν τούς σπουδαίους, πώς δέν ἀξίζουν δά καί πολλά πράγματα, ἀφοῦ αὐτά πού περιεῖχε συνήθως ἕνας ἐπιτάφιος ἦταν τόσο γνωστά, πού ὁ καθένας μποροῦσε νά τά γράψει - κι ἡ Ἀσπασία στό πόδι, τόν ἔγραψε - καί τό ἴδιο νά ἐντυπωσιάσει.
Ἔτσι ἑξηγοῦνται, ἄλλωστε καί οἱ ἀνακρίβειες, ἀλλά καί οἱ ἀναχρονισμοί πού συναντᾶ κανείς στό "Μενέξενο". Ἐντάσσονται δηλαδή στήν πρόθεση τοῦ φιλοσόφου πού ἐπισημαίνουμε: Μοιάζει σάν νά τούς λέει πώς, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι "ἑτοιματζίδικοι" καί ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση, προσθέτει κανείς ἤ ἀφαιρεῖ, ἑπόμενο εἶναι νά περιέχουν καί ἀνακρίβειες, - δέν μπορεῖ κανείς νά τά θυμᾶται ὅλα -, μά καί ἀναχρονισμούς, π.χ. ἡ Ἀσπασία ζεῖ καί γράφει λόγους, ὁ Σωκράτης ζεῖ καί ἐκφωνεῖ λόγους (ὡς γνωστό ὁ Σωκράτης πέθανε τό 399 π.Χ., λίγο μετά πέθανε καί ἡ Ἀσπασία, ἐνῶ ὁ λόγος ἀναφέρεται στούς νεκρούς τοῦ Κορινθιακοῦ πολέμου, 395-386 π.Χ.). Ἔτσι ἐνισχύει τή σάτιρά του πρός τούς ρήτορες, τούς δίνει δηλ. ἕναν καθρέφτη νά δοῦν τό πρόσωπό τους.
Ἡ σατιρική συνεπῶς διάθεση τοῦ Πλάτωνα δέν ἀφορᾶ τόσο στό περιεχόμενο ἑνός τέτοιου λόγου, ὅσο στούς ρήτορες, πού ἐξ ἄλλου καί σ' ἄλλα του ἔργα συναντᾶται.
Φυσικά, ἡ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων καί τῶν ἴδιων κάθε φορά, ὁ ἐγκωμιαστικός τόνος, ἡ ὑπερβολή καί ἀπόκρυψη, ἡ παραποίηση τῶν γεγονότων γιά εὐνόητους λόγους, χαρακτηριστικά παρόμοιων λόγων καί τότε καί σήμερα, - ἀλλιῶς τί ἐγκώμια θά ἦταν -, σίγουρα, ἐνοχλοῦσαν τό μεγάλο στοχαστή, ὅπως ἐνοχλοῦν καί σήμερα ἀνάλογα πράγματα τό γνήσιο πνευματικό ἄνθρωπο. Ὅμως ἡ ἱστορία τῆς Ἀθήνας δέν ἦταν τυχαία ὑπόθεση. Γι' αὐτό, μ' ὅλες τίς ὑπερβολές καί τίς παραποιήσεις, τά ἀληθινά γεγονότα πού συνιστοῦν τήν ἱστορία τῆς πόλης, ἀποτελοῦν ἀπό μόνα τους ἐγκώμιο καί ἐπιβάλλονται. Αὐτά, καθώς καί οἱ βασικές ἰδέες πού διατρέχουν τό κείμενο, πάνω στίς ὁποῖες στήριξε ἡ Ἀθήνα τό πολιτισμικό της οἰκοδόμημα καί πού ἀναδύονται κάθε τόσο, ἰδίως στό παραινετικό καί παραμυθητικό μέρος, καθιστοῦν ἐν τέλει τό λόγο σοβαρό, συγκινοῦν καί μᾶς ἀμείβουν. Γι' αὐτό, στό τελευταῖο διαλογικό μέρος, οἱ συζητητές δέν ἔχουν πιά διάθεση γιά εἰρωνεῖες. Φαίνονται σοβαροί καί ὁμολογοῦν κι οἱ δυό πώς ὁ δημιουργός τοῦ λόγου εἶναι μακάριος.
Στό "Μενέξενο" λοιπόν ὁ Πλάτων, ναί μέν σατιρίζει τούς ρήτορες καί τήν προχειρότητα πού τούς διακρίνει μέ τόν τρόπο πού παραπάνω ἀναπτύξαμε, ἀλλά, ἴσως καί δίχως νά ἦταν στήνν πρόθεσή του, ἡ ἴδια ἡ σοβαρότητα τῶν πραγμάτων, γιά τά ὁποῖα κάνει ἀναγκαστικά λόγο, τοῦ ἐπιβάλλεται, τόν συνεπαίρνει καί καταλήγει σ' ἕνα ἀκόμη ἐγκώμιο γιά τήν Ἀθήνα.

[Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 5, Μάϊος 1996]

Ἡ Φιλοσοφία - Οὐρανός ἐλεύθερίας

Οἱ Ἕλληνες ἀνήγαγαν τή φιλία σέ θεσμό κι ὁ Ἀριστοτέλης μάλιστα τῆς παραχώρησε θέση λαμπρή στό φιλοσοφικό του σύμπαν. Τό περιοδικό μας, κοντινό πάντα κι ἀνοιχτόν στόν ἀπανταχού ἄνθρωπο, ὑποδέχεται μέ χαρά στίς σελίδες του τόν Πέρση ποιητή καί συγγραφέα Φερεϋντούν Φαριάντ καί τόν χαιρετίζει, καθώς πρόσφατα ἀπόκτησε καί τήν ἑλληνική ὑπηκοότητα.
Φερεϋντούν Φαριάντ ζεῖ στήν Ἑλλάδα καί δηλώνει Πέρσης Ἕλλην. Μιλάει θαυμάσια τά Ἑλληνικά καί μαθαίνει μέ ἔμμονο πεῖσμα καί Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Βιβλία του ἔχει μεταφράσει ὁ Γιάννης Ρίτσος, πού ὑπῆρξε καί προσωπικός του φίλος. Τά ποιήματα τῆς συλλογῆς του "Οὐρανός χωρίς διαβατήριο", ἐκδ. Κέδρος, ἔχουν γραφεῖ ἀπ' εὐθείας στά ἑλληνικά καί ἀποτελοῦν εὐφρόσυνη κατάθεση ἑνός Πέρση ποιητῆ στήν Ἑλληνική Λογοτεχνία. Ἡ "Φιλοσοφία καί Παιδεία", ἕνας ἐπίσης οὐρανός χωρίς διαβατήριο, προσφέρει στούς ἀναγνῶστες της μερικά ἀπ' αὐτά.

Οὐρανός χωρίς διαβατήριο

Φύτεψα λέξεις στό χαρτί
Φύτρωσε ἕνα δέντρο μέ πλατιά φύλλα

Ἄν ποίηση εἶναι αὐτό πού λείπει, οἱ παραπάνω στίχοι τό ὑπογραμμίζουν. Διαβάζεις καί βρίσκεσαι κι ὅλας κάτω ἀπό ἕνα βαθύσκιωτο πλατάνι, χάνεσαι στήν ἅπλα τοῦ ποιήματος. Γιατί τό ποίημα κτίζεται, συχνά, εὐρύχωρο καί εὐήλιο, μέ ἐλάχιστα ὑλικά, φτάνει ὁ μάστορας νά 'χει μεράκι, δήλ. ψυχή. "Φιλοκαλοῦμεν μέτ' εὐτελείας".
Αὐτή εἶναι ἡ αἴσθησή μου ἀπό τά ὀλιγόστιχα ποιήματα τῆς συλλογῆς "Οὐρανός χωρίς διαβατήριο" τοῦ Φ.Φ. Καί τά ὀνομάζω ποιήματα, γιατί σχεδόν ὅλα περιέχουν τό ξάφνιασμα, πού δέν εἶναι μόνο γλωσσικό παιχνίδι ἀλλά συνάμα καί ἀποκάλυψη, ἀπόκλιση δηλ. ἀπό τήν κοινή ἀνθρώπινη πείρα.
Ἡ μοναξιά μ' ἔφερε κοντά στά πουλιά
Μ' ἔμαθε νά πετάω.
Ἡ μεταφορά λειτουργεῖ θαυμάσια: Ἡ μοναξιά -δυσάρεστο συναίσθημα ἐν πολλοῖς- γινεται ἐδῶ "μάθημα πτήσης.
Καλύπτω τίς τρύπες
μέ φεγγάρι, μέ ποιήματα
ἤ μέ τά φιλιά σου.
Πάντα ὑπάρχουν τρόποι νά καλύπτεις τό κενό. Ἀρκεῖ νά εἶσαι ἀνοιχτός στόν κόσμο τῆς φύσης καί τῶν αἰσθήσεων.
Στόν μαυροπίνακα τῆς νύχτας
μ' ἕνα κομμάτι κιμωλία γράψε:
φῶς, φῶς, φῶς.
Ποιητής εἶσαι.
Ἡ δυνατότητα τοῦ ποιητῆ "νά γράψει στό νερό".
Θά μποροῦσα νά συνεχίσω ἔτσι, ἀλλά οἱ ὁρίζουσες στήν ποίηση τοῦ Φ.Φ. εἶναι πολλές: Ἡ μοναξιά, ὁ πόνος γιά τά δεινά τῆς πατρίδας, ἡ ἀγάπη γιά τούς δικούς, ἡ νοσταλγία γιά ὅ,τι χάθηκε, ὁ ἔρωτας, ἡ ὀμορφιά, ἡ ἀγωνία τῆς ὕπαρξης ἀλλά καί ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπέρβασης:
Ἔρημα σπίτια
Ἔρημοι δρόμοι
πολλά πηγάδια.
Ἐγώ
ἔπεσα στόν οὐρανό.
Πάλι ἐδῶ ἡ σωτηρία διά τῆς ποήσεως.
Μιά μαύρη γάτα πέρασε
Σκοτεινός οὐρανός τῆς Περσίας
Ἄϊ σκοτωμένα καναρίνια μου.
Ἕνα ἐξωτερικό ἐρέθισμα, γιά ν' ἀρχίσει ὁ θρῆνος
Μά ἐγώ εἶμαι ξένος
Μιλάω στά δέντρα περσικά
Τά δέντρα μοῦ ἀποκρίνονται.
Μέσα σ' αὐτή τή συγγένεια
δέν εἶμαι ξένος.
Αἴσθηση βελούδου, μιά ἤρεμη μελαγχολία, σύμβολα ἀπό τή φύση-γεμίζουν τό ἄδειο, χρωματίζουν τό ἄχρωμο.
Ἄλλα ποιήματα ἀποτελοῦν στιγμές τοῦ ποιητῆ, πιασμένες γιά πάντα στά δίχτια τῶν λέξεων, τίς ψαύουμε, μᾶς μεταδίδουν τό ἴδιο αἴσθημα πού τίς γέννησε: ψυχική εὐφορία, ἀπόγνωση κάποτε, ἀφόρητο πόνο πού τόν ἁπαλύνει ἡ λυτρωτική χρήση τῆς γλώσσας.
Ξένος τοῦ γαλάζιου
Ξένος τῶν νερῶν
Στή γῆ πεσμένα
πέντε μῆλα,
Ποῦ νά πάω;
Ξεφυλλίζοντας, ἡ μιά ἔκπληξη διαδέχεται τήν ἄλλη. Στήνεται ἕνας κόσμος ὀμορφιᾶς, ρίχνοντας σκάλες ἐπικοινωνίας πάνω ἀπό τήν ἀπουσία, ἀναδύεται μιά πατρίδα γιά ὅλους, μιά ποίηση οὐρανός. Σύννεφα ταξιδεύουν ἄσπρα, τά ποιήματα τοῦ Φαριάντ.
Οὐρανός, γῆ, δέντρο, ἥλιος, πουλί, ποίημα, πανσέληνος: Λέξεις πού ἐπανέρχονται, ὑλικό παμπάλαιο, οὐσιαστικά πού ὑπηρετοῦν μιά ποίηση οὐσιαστική ἐκ τῶν πραγμάτων, δηλ. εἰλικρινή. Καί ἡ εἰλικρίνεια, καί μόνη αὐτή, ἔχει τή δύναμη νά ξανακαινουργιώνει τίς λέξεις, νά τίς καθιστᾶ εὐέλικτες καί δραστικές. Τίποτα περιττό, οἰκονομία ἀφοπλιστική, τό καίριο βίωμα -στήν καίρια γλώσσα, στήν ποίηση τῶν ἡμερῶν μας πού, συχνά, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἔρχεται ἀπό τήν καρδιά, ἐπικρατεῖ ἡ κενολογία ἤ ἡ ἐκζήτηση. Ἡ ποίηση τοῦ Φ.Φ. ξεχωρίζει, δείχνοντας τό δρόμο τῆς σωστῆς δημιουργίας.
Οὔτε φεγγάρι οὔτε ἄστρο, οὔτε τριζόνι.
Κλείσιμο δίχως τοίχους.
Μέ τήν αἰχμή τοῦ μολυβιοῦ μου
ἀνοίγω μιά τρύπα στή νύχτα.
Ἐκτινάζεται φῶς.
Ἄψογοι στίχοι, δραστικοί, κυριολεκτικά "ἐκτινάσσουν τό ποίημα".
Τό πουλί στόν οὐρανό εἶναι γαλάζιο,
στό δέντρο πράσινο,
στό νοῦ σου κόκκινο.
Στό κλουβί;
Στό κλουβί δέν ἔχει χρῶμα.
*
Πατρίδα μου εἶναι
ἕνας οὐρανός χωρίς διαβατήριο,
χωρίς πύλη.
Μπαίνω ἀπ' τόν ἀέρα.
Τέτοια διαμάντια, γραμμένα στή γλώσσα μας, ἀπό ἕναν Πέρση ποιητή. Κατά τό "μουσικές ἀσκήσεις". Τά προτείνω γιά "ποιητικές ἀσκήσεις"

[Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 17-18, Ἰανουάριος 2000]

Ἀντήχηση τοῦ Σωκράτη στή Σεφερική ποίηση

Στό ποιητικό σῶμα τοῦ Σεφέρη ἀντηχεῖ συχνά ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί τέχνη: Ὅμηρος, Προσωκρατικοί, Τραγικοί, Φιλόσοφοι. Ὁ Σωκράτης ἐμφαίνεται καθρά στό "Μυθιστόρημα" (Ἀργοναύτες), στό ποίημα: "Πάνω σ' ἕναν ξένο στίχο", καί στήν ποιητική σύνθεση "Κίχλη" (Τό ναυάγιο τῆς Κίχλης).
Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις ὁ προσεκτικός ἀναγνώστης δύναται ν' ἀνιχνεύσει τόν ψυχισμό τοῦ ποιητῆ διακατεχόμενο ἀπό τόν λόγο περί ἀρετῆς καί δικαίου τοῦ Ἕλληνα Φιλοσόφου, σέ ἀντιπαραβολή πάντα πρός τά συμβαίνοντα στόν ἰδιωτικό καί δημόσιο βίο, διαχρονικά.
Οἱ "Ἀργοναύτες", θύματα μαζί καί θύτες ἀνά τούς αἰῶνες, "κοιμοῦνται στ' ἀκρογιάλι"
Κανείς δέν τούς θυμᾶται. Δικαιοσύνη
ὡστόσο, "ἤτανε καλά παιδιά οἱ σύντροφοι"
"Κάποτε τραγούδησαν μέ χαμηλωμένα μάτια"
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχήν βλεπτέον, ἔλεγαν
καί τά κουπιά χτυποῦσαν τό χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στό ἡλιόγερμα"
Οἱ ἐναρκτήριοι στίχοι τοῦ ποιήματος - αὐτούσιο ἀπόσπασμα ἀπό τόν Πλατωνικό "Ἀλκιβιάδη"- παραπέμπουν στά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ Φιλόσοφος στόν φιλόδοξο νεανία, ὅταν ἐκεῖνος ἐκφράζει τήν ἐπιθυμία του, νά γίνει πολιτικός:
"Καί ψυχή
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν
εἰς ψυχήν
αὐτῆ βλεπτέον" τοῦ ἐπισημαίνει.
Ἔχει προηγηθεῖ ὁ λόγος γιά τήν ὀρθοφροσύνη καί τήν ἐν γένει ἀρετή, κι ἔρχεται ἐδῶ νά τοῦ ἀναλύσει τό "γνῶναι σ' αὐτόν", πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Ὅποιος θέλει νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του πρέπει νά κοιτάζει κατάματα τόν ἄλλον, καί τότε θά δεῖ πώς ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός του. "Τόν ξένο καί τόν ἐχθρό τόν εἴδαμε στόν καθρέφτη", παραφράζει ὁ Σεφέρης. Μ' αὐτή τή γνώση ἀναδείχνεται ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ δίκαιος πολιτικός πού δέν ἐπιδιώκει ἁπλῶς τό ὠφέλιμον, ἀλλά τό δίκαιον, τό ὁποῖο ἐμπεριέχει τό ὠφέλιμον. Οἱ σύντροφοι ὅμως στό ποίημα τοῦ Σεφέρη "εἶχαν χαμηλωμένα τά μάτια", δέν ἦταν ἄγρυπνο τό βλέμμα τους, τούς ἔλειπε ἡ συναίσθηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Δικαιολογημένα λοιπόν "δέν τούς θυμᾶται κανείς". Ἀκροτελεύτια λέξη στό ποίημα:Δικαιοσύνη.
Ἡ Σωκρατική ἀναζήτηση δικαίου-ἀρετῆς πυροδοτεῖ τόν Γιῶργο Σεφέρη καί στό ποίημα "Πάνω σ' ἕνα ξένο στίχο". Ἐδῶ ἡ "ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς κατεβαίνει τά μαρμαρένια σκαλοπάτια". Εἶναι ἡ Ἀρετή τοῦ Ἐρωτόκριτου, εἶναι ἡ ἀρετή τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων, εἶναι, ἐν τέλει, ἡ προσωποποίηση τῆς ἀρετῆς, ὁ Σωκράτης, μέ τή δική του ἀντίδικη μοίρα. Ἐπειδή λοιπόν, οἱ Ἀργοναύτες ἐφησυχάζουν, ἡ μοίρα τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀντίδικη. Πάλι τό θέμα τοῦ δικαίου, ὡς προσωπικῆς εὐθύνης τοῦ καθενός μας.
Τέλος, στό συνθετικό ποίημα "Κίχλη" μέ τήν ἐνδεικτική χρονολογία 31 Ὀχτώβρη 1946, ὁ Σεφέρης, στούς τρισκότεινους ἐκείνους καιρούς, ἀκούει καθαρά τά λόγια τοῦ Σωκράτη, αὐτούσια σχεδόν ἀπό τήν Πλατωνική ἀπολογία
"Κι ἄν μέ δικάσετε νά πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ. Τό δίκιο σας θά 'ναι τό δίκιο μου. Ποῦ νά πηγαίνω γυρίζοντας σέ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλό λιθάρι. Τόν θάνατο τόν προτιμῶ. Ποιός πάει γιά τό καλύτερο ὁ Θεός τό ξέρει".

"Χῶρες τοῦ ἥλιου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἥλιο
χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖτε ν' ἀντικρίσετε τόν ἄνθρωπο".
Πάλι τό δίκαιον ἐδῶ. Γιατί καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης; Ὁ Σεφέρης ἔχει δώσει ἤδη τήν ἀπάντηση: Ἡ μοίρα τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀντίδικη. Γιατί ὁ Σωκράτης ἀποδέχτηκε τήν καταδίκη του; Ὁ ποιητής ἀπαντᾶ μέ τό τέλος τῆς "Ἀπολογίας. Ὁ Φιλόσοφος εἶδε τό μάταιον τοῦ ἀγώνα του γιά τήν ἀρετή. Ἀποδέχεται λοιπόν τήν καταδίκη του ἀπό ἀπελπισία, ἀπό ἀπόγνωση. "Τό δίκιο σας εἶναι τό δίκιο μου", ἡ ἀπόλυτη μονάδα.
Ὡστόσο, κατά τόν Σεφέρη πάντα, ὁ Σωκράτης δέν ὁδηγεῖται μοιραῖα στόν θάνατό του, τόν ἐπιλέγει ἔναντι μιᾶς ἀναξιοπρεποῦς ζωῆς. Ἐξ ἄλλου, γιά τόν Φιλόσοφο, τί εἶναι ζωή, τί εἶναι θάνατος; Γιατί τό τελευταῖο εἶναι ὑποχρεωτικά τό χειρότερο;
Ὁ τρόπος πού ὁ ποιητής εἰσπράττει τόν Σωκράτη τῆς Ἀπολογίας εἶναι, πιστεύω, διαχρονικός: Οἱ ξεχωριστοί ἄνθρωποι, ἔτσι ὅπως στέκουν πάνω ἀπό σχήματα, σκοπιμότητες κάι μικροπολιτικές, προσηλωμένοι στή δική τους ὑψηλή αἴσθηση τοῦ κόσμου, ἀφήνονται στή διάθεση τοῦ πλήθους συνειδητά, γιατί δέν ἔχουν ἄλλη ἐπιλογή. Ἔτσι, ὁ ἄδικος θάνατός τους, ὡς σημεῖον ἀντιλεγόμενον, γίνεται αἴνιγμα τῆς ἱστορίας, τροφοδοτώντας συζητήσεις καί γόνιμους προβληματισμούς. Ὁ Σωκράτης, μέ τό τέλος του, θέτει τό ἑκάστοτε σήμερα ὑπόλογο ἀπέναντι στήν ὑψίστη τῶν ἀρετῶν, τή δικαιοσύνη. Σ' ἕνα συμβολικό ἐπίπεδο, θάλεγα, ὁ Σωκράτης στήν ποίηση τοῦ Σεφέρη εἶναι τό σπαθί πού ἐπικρέμαται πάνω ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα καί τήν ἐπικυρώνει ἤ τήν ἀκυρώνει.

Πεζογραφία τολμηρή ἀλλά καί ἐκρηκτικά τρυφερή

Ὅταν οἱ ρίζες τῆς Λογοτεχνίας, εἰσχωρώντας βαθιά, φτάνουν στό ἀπύθμενο, τότε ἡ ζωή προβάλλεται στόν οὐρανό τῆς φιλοσοφίας

"Ἡ κουνιστή πολυθρόνα", πρώτη συλλογή διηγημάτων τοῦ Μυκονιάτη ποιητῆ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ, εἶναι βιβλίο γεγονός. Κι εἶναι πολύ εὐφρόσυνο, μέσα στήν ἐκδοτική ὑπερπαραγωγή τῶν ἡμερῶν νά συναντᾶς τό ἄξιο. Ὄχι πώς κάνουμε κακό πού γράφουμε, ἀλλά δέν πρέπει νά ὑπάρχει καί μιά πυξίδα γιά τόν ἀναγνώστη;
Εἶχα λοιπόν τήν τύχη νά διαβάσω τά διηγήματα τοῦ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ. Ἀνεπιφύλακτα λέω πώς πρόκειται γιά μιά λογοτεχνία πού γρήγορα θά πάρει τή θέση της δίπλα σ' ἐκείνη τῶν καλύτερων πεζογράφων μας. Εὐτυχῶς πού ἔχουμε κάποιους "ἀνοξείδωτους", π.χ. ἕναν Παπαδιαμάντη, τουλάχιστον νά μή χάνουμε τό μέτρο.
Ἡ σπουδαιότερη ἀρετή τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ οἰκονομία. Ἔχοντας μακρά θητεία στήν ποίηση ἔχει ἀσκηθεῖ στό καίριο, τίποτα περιττό, κατ' εὐθείαν στό ψαχνό - πού λέμε. Πράγματι, χαίρεσαι αὐτόν τόν κρουστό νεοελληνικό λόγο, διανθισμένο ποῦ καί ποῦ ἀπό λέξεις μυκονιάτικης ντοπιολαλιᾶς, σμιλεμένες στό στόμα ἀνθρώπων του Αἰγαίου, ὅπως τά βότσαλα στή θάλασσα. Ἡ ἴδια αὐτή ἀρετή βοηθάει τό συγγραφέα νά ὁλοκληρώνει τή σύλληψή του εὐσύνοπτα, μέ ἀποτέλεσμα μικρά, κατά τό πλεῖστον, διηγήματα, ἀρκετά τῶν ὁποίων θεωρῶ ἀριστουργήματα (Ἡ μάνα μου, Ὁ πατέρας, Οἱ ἀδελφές, Ὁ ρακοσυλλέκτης).
Μιά ἄλλη ἀρετή τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ μαεστρία νά μετατρέπει τό ἰδιωτικό σέ πανανθρώπινο. Ἔτσι, ἐνῶ τά περισσότερα διηγήματά του ἔχουν χαρακτήρα βιωματικό, νιώθεις πώς πατᾶς σέ ἔδαφος οἰκεῖο, ἀναγνωρίσιμο.
Ὁ τρόπος γραφῆς, ἀνάλογα μέ τό θέμα, κινεῖται ἀπό τό ρεαλισμό ὡς τό νατουραλισμό (Ὁ πατέρας, Ἡ μάνα μου, Μέ χαμηλωμένα μάτια), χωρίς νά λείπει ὅμως καί ἡ ποίηση πού συχνά ὁδηγεῖ στό συμβολισμό (Ἡ φωτογραφία, Οἱ ἀδελφές, Ὁ ρακοσυλλέκτης). Ἕνα ποιητικό ἐπίσης ρίγος διαπερνᾶ τά διηγήματα: "Τό σπίτι τοῦ ἀγέρα καί τῆς βροχῆς"καί "Τό σκοτάδι πέφτει πάντα μέ τόν ἴδιο τρόπο", ὁριακά καί τά δυό, καθώς τόν πυρήνα τους συνιστοῦν θεμελιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὕπαρξης καί κοινωνικοῦ ὄντος.
Ὁ κόσμος τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ γνωστός Νεοελληνικός, ὅπως διαμορφώθηκε τά πενήντα τελευταῖα χρόνια, κοιταγμένος ἀπό μιά συνείδηση ὥριμη, κατασταλαγμένη, τολμηρή, δίχως "χαμηλωμένα μάτια", ἀλλά συνάμα ἐκρηκτικά τρυφερή καί εὐαίσθητη.
Σ' ὅλα τά διηγήματα, ἀκόμη καί τά πιό ὀνειρικά καί ἄπιαστα, ὅπως π.χ. "Ἡ κουνιστή πολυθρόνα" ἤ "τό μπαλσαμωμένο πουλί", πιάνουμε ἕνα ἄχ γιά ὅ,τι χάσαμε, δίχως ἐλπίδα νά τό ξαναβροῦμε, μιά νοσταλγία ἀφόρητη πού καταντᾶ βασανιστική. Αὐτή ἡ αἴσθηση κορυφώνεται στό διήγημα "Ὁ ρακοσυλλέκτης", ὅπου ὁ ἥρωας ἀναζητᾶ στά σκουπίδια παλιά χαρτιά καί φωτογραφίες, ὥσπου τόν παίρνουν γιά ὕποπτο καί τόν τραβολογοῦν στήν ἀστυνομία, γιά νά ξεκαρδιστοῦν στά γέλια, ὅταν τά διαβάζουν. Τρομακτική μπεκετική σύλληψη τῆς μοίρας τοῦ καλλιτέχνη ἀλλά καί τῆς τέχνης γενικότερα μέσα σ' ἕνα κόσμο ἀνίκανο νά κατανοήσει, πολλῶ μᾶλλον νά ἐκτιμήσει, "τό καλό", παρελθοντικό κάι σύγχρονο.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού χαράζεται ἔντονα στήν πεζογραφία τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ σχέση τοῦ εὐαίσθητου ἀνθρώπου μέ τά ζῶα: Στό διήγημα "Τό κυνήγι" ὁ ἥρωας, ὕστερα ἀπό μιά φρικτή ἐμπειρία πού εἶχε παιδί ἀπό δύο σκοτωμένα τρυγόνια, τήν ὥρα πού ἐρωτοτροποῦσαν, καταλήγει: "Παραληρώντας, ρωτοῦσα πότε θά σηκώσουν τά ζῶα κεφάλι νά φωνάξουν τό δίκιο τους... Οἱ καρδερίνες δέν κελαϊδοῦν στά κλουβιά, κλαῖνε. Καί οἱ δεσμῶτες τους, ἔχουν κι αὐτοί τήν καρδιά τους φυλακισμένη σέ κλουβί".
Μέ σαρκασμό, κάποτε βάναυσο, δίχως ποτέ ὅμως νά γίνεται κραυγή ἤ σύνθημα, ὑπερασπίζεται ὁ συγγραφέας τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι διαφορετικός, χλευάζει καί πονάει συγχρόνως γιά τήν ἔκπτωσή μας, ἰδίως τή λεγόμενη "τουριστική ἀνάπτυξη", τήν "κουνιστή πολυθρόνα" δηλαδή, πού ὅπως κι ἐκείνη τοῦ ὁμότιτλου διηγήματος, καί εἶναι - καί δέν εἶναι, ἐνῶ ἀποτελεῖ ξεγέλασμα μαζί καί ἀπειλή μας, ἀντιμετωπίζει μέ σκεπτικισμό κάποια ἔθιμα πού τά γελοιοποίησε ἡ πραγματικότητα, ἀσκώντας παράλληλα καυστική κοινωνική κριτική ( "σπασμένα πιάτα") καί χαμογελάει σαρδόνια κάποτε γιά τή ζωή πού ἐπιχειροῦμε νά τήν "ξαναστήσουμε", κι ὅταν ἀκόμα τά κότσια μᾶς ἐγκαταλείπουν ("τά σκαλοπάτια", ἕνα διήγημα κλαυσίγελως).
Ἐκεῖνο πού εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο, εἶναι ἡ ἀποφθεγματική συχνά φράση πού ὑπογραμμίζει τήν οὐσία συνήθως τοῦ διηγήματος, ἀλλά καί ἐξασφαλίζει στή λογοτεχνία κύρος καί διαχρονικότητα. "Ξεσκάτωσα τή μάνα μου, πού μ' εἶχε ξεσκατώσει", "Οἱ νεκροί νιώθουν ἄνθρωποι, ὅπως κι ἐμεῖς". "Ὅλο κι ὅλο πού ζητοῦν εἶναι νά τούς πᾶμε μέχρι τόν Ἅϊ Λουκᾶ". "Πέφτει ὁλοένα πέφτει ἡ σκόνη πάνω στόν κόσμο, μά κανένας δέν τή βλέπει ἔτσι ἀθόρυβα πού κάθεται, κόκκο τόν κόκκο". "Δέν μπορεῖ ἐπιτέλους νά μένει ἀτιμώρητη ἡ ἔλλειψη μειλιχιότητας πρός τό παιδί".
Δίχως νά ἐξαντλοῦμε ὅσα ἔχουμε νά ποῦμε γιά "τήν κουνιστή πολυθρόνα" - ἴσα καί τήν προσεγγίσαμε, - τήν προτείνουμε ὡς ἕνα ἀπό τά καλύτερα βιβλία πού κυκλοφόρησαν τά τελευταῖα χρόνια στόν τόπο μας. Ὁ Π.Κ. ἔρχεται κατ' εὐθείαν ἀπό τόν Παπαδιαμάντη, ἔχοντας ὅμως ὡς δάσκαλο στήν οἰκονομία τοῦ λόγου τόν Καβάφη, στόν ὁποῖο, ἐξ ἄλλου, συχνά παραπέμπει, ἀλλά καί τή δική του ποίηση, πού εἶναι ἐξ ἴσου ἐνδιαφέρουσα.
Κοντολογίς "Ἡ κουνιστή πολυθρόνα" - θά προτιμοῦσα τόν τίτλο "Ὁ ρακοσυλλέκτης" - εἶναι μιά λογοτεχνία πού συνιστᾶ ἄποψη δίχως νά ὑπηρετεῖ καμμιά ἄποψη, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος, σ' αὐτή, κρίνεται ἀπό τήν εὐαισθησία του ἀπέναντι σέ θεμελιακές ἀξίες πού ἡ ἴδια ἡ ζωή ὁρίζει ὡς τέτοιες καί ὄχι ἡ συμβατική καί στεγνή ἀντίληψη τῆς ὀργανωμένης κοινωνίας. Ἔτσι, ἡ πεζογραφία τοῦ Π.Κ. ἀποτελεῖ κατάθεση στήν ὑπόθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀναδεικνύοντας τό οὐσιαστικό καί καταγγέλοντας τό ὑποκριτικό καί ψεύτικο.

[Τό κείμενο γράφηκε γιά τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου καί δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 14, Ἰανουάριος 1999]

Νίκος Φωκᾶς: Ἕνας αἰσθησιοκράτης ποιητής


"Στόν ποταμό Κολύμα"

Στόν Πλάτωνα, ἡ ψυχή, στή θέα τοῦ ὡραίου, ἀναμιμνήσκεται ὅ,τι θαύμαζε πρίν ἐκπέσει. Καί πῶς ὁ παλαιός αὐτός, ποιητής πρωτίστως, ζώντας στήν Ἀθήνα, πλάϊ στίς χλοερές ὄχθες τοῦ Κηφισοῦ καί τοῦ Ἰλισσοῦ, πῶς νά μή θεᾶται τό οὐράνιο, ἀνεβασμένος καθώς ἦταν στό πιό ψηλό σκαλί τοῦ γήϊνου κάλλους;
Ὁ Ν. Φωκᾶς ζεῖ στήν Ἀθήνα. Ποῦ ποτάμια καί ποῦ κάλλος! Ἀφήνει λοιπόν τίς οὐράνιες πολιτεῖες σέ ἄλλους, πιό ἀλαφροΐσκιωτους, κι ἐκεῖνος ἀναζητάει σπαραχτικά τόν κόσμο πρίν ἐκπέσει, ὅπως δηλ. πρόλαβε νά τόν γευτεῖ στή νεότητά του, ὅταν ὁ τόπος ἀπόπνεε ἀκόμα κάτι ἀπό τήν παλιά του εὐγένεια, σάν "κληματίδα σκαρφαλωμένη στόν ἑτοιμόρροπο γωνιόλιθο".
Ἡ τραυματική λοιπόν σχέση τοῦ ποιητῆ μέ τόν τόπο, ὡς περιέχοντα ἀλλά καί περιεχόμενον, εἶναι μιά βασική ὁρίζουσα τῆς συλλογῆς "Στόν ποταμό Κολύμα" καί ἀνιχνεύεται σέ πολλά ποιήματα (Μυστήριο, Πλεύση, Χαμομήλια κι Ἀγριόσταχια, Δεκέμβρης, Ἀστραπές μές στή νύχτα, Λεπτομέρεια, Ὑδρότοπος). Στό τελευταῖο μάλιστα αὐτό, ἡ διάσταση ἀνθρώπου-τόπου εἶναι τόσο ὁριακή, πού συνιστᾶ τό τραγικό, καθώς στήν ἔκπτωση τοῦ πισσοστρωμένου Ἡριδανοῦ βλέπει ὁ καθένας τή δική του ἔκπτωση.
Ἡ σχέση μας μέ τό χρόνο εἶναι ἄλλη μιά ὁρίζουσα. Ὁ Ν.Φ. δέν φοβᾶται τό θάνατο, πού τόν θεωρεῖ ἀπόδραση πρός τήν ἐλευθερία. Φοβᾶται τό χρόνο, ὅπως τόν βιώνει ὡς ἀνθρώπινο ὄν, δηλ. μέ τή γέννηση, τήν ἐνηλικίωση καί τό τέλος. Καθώς ὁ ποιητής ἀσφυκτιᾶ σ' αὐτό τό χῶρο τῆς γήϊνης ζωῆς του - κουβαλώντας κι ὅλας τή μνήμη ἀγαπημένων νεκρῶν - παραπαίει ἀνάμεσα στήν τρέλα καί τήν αὐτοχειρία (Ἀντιθέσεις, Ἐωθινή ὠδή). Ἀλλοῦ ὁ χρόνος τόν καταδιώκει ἀνηλεῶς, εἶναι ἀδήλωτος ἐχθρός του, κινεῖ φονιάδες ἐναντίον του κι ὅπως παραμονεύουν στή γωνία τά γηρατειά, τί εἶναι ἡ ζωή; "Λυγμός τῆς χτεσινῆς ξεφάντωσης"(ἐπαναλαμβανόμενο νυχτερινό μιμόδραμα). Κάποτε, γίνεται πιό εὐφρόσυνος: Στό ποίημα "Κορύφωμα" παραλληλίζει τήν τυχαία πληρότητα στή φύση (ἕνα πουλί π.χ. στήν κορυφή τοῦ δέντρου ἀλλάζει τά δεδομένα) μέ τή στιγμιαία πληρότητα στή ζωή μας πού καταργεῖ τό ἄδειο καί πυροδοτεῖ τήν ἐλπίδα μας. Ὁ Καβάφης δέν βρίσκει κἄν στιγμιαία πληρότητα: "καί καταντᾶ τό αὔριο πιά σάν αὔριο νά μή μοιάζει". Ὡστόσο, ἡ ζωή, ὡς ἄλλη ὁρίζουσα στήν ποίηση τοῦ Ν. Φωκᾶ, "ἄν καί χωρίς ἀξία, δέν ἐκχωρεῖται μέ κανένα ἀντάλλαγμα" ("Μάντις ἤ ἀλογάκι τῆς Παναγίας").
Σέ ἄλλα ποιήματα ἀναδεικνύονται οἱ δυνατότητες πού ἐξασφαλίζουν ἡ μνήμη καί ὁ συνειρμός, ἡ φαντασία καί τό ὄνειρο, ἡ παραίσθηση καί, πάνω ἀπ' ὅλα, οἱ αἰσθήσεις. Θά 'λεγα μάλιστα ὅτι ὁ Ν.Φ. εἶναι ἕνας αἰσθησιοκράτης ποιητής. Μέ ἀσκημένες τίς αἰσθήσεις, ἰδίως τήν ἀκοή καί τήν ὄσφρηση, "σάν φίδι", στή μοναξιά καί τή σιωπή, ἀλλά καί μέ τή βοήθεια τῆς μνήμης, ὁ ποιητής ἀκούει ἀλλόκοσμους κελαηδισμούς (Μελοποιημένη κλήση), καμπάνες ὑπεργειες (ἐωθινή ὠδή) καί μέσω τῆς μουσικῆς, βιώνει ἐμπειρίες σχεδόν ὑπερβατικές: "Ἡ ἐπανάληψη στή μουσική μοιάζει μέ ἀνάκληση κάποιου χαμένου παρελθόντος (Μουσικό σχόλιο α')", "Ἡ μουσική φτάνει στ' αὐτιά σάν ἐμπειρία ἀποκτημένη ὅσων ποτέ του κανένας δέν ζεῖ" (Μουσικό σχόλιο β'). Μέ τίς αἰσθήσεις παρά πόδας καί τή μνήμη τοῦ χαρίζεται κι αὐτό πού λέμε θαῦμα ἤ μυστήριο, ἀφοῦ καί τή νεκρή μητέρα του φέρνουν κάποιες εὐωδιές καί "τή μυριστική ἀκόμα ἄβυσσο τῆς γέννας του". (Μυστήριο). Ἀκόμα, ξαναζεῖ τό παρελθόν σάν γοητεία πού ἀνακαλεῖται ἤ, στή θάλασσα, - πανδαισία αἰσθήσεων, ἰδίως τῆς ἀφῆς - ξαναγεννιέται. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, ὡς μικροσύμπαν, εἶναι ἐπίσης μιά ἰσχυρή ὁρίζουσα στόν "Ποταμό Κολύμα".
Στό ποίημα "Νέα Ὑόρκη" ὁ Ν.Φ. ἀνατρέπει τήν κοινή κλίμακα τῶν ἀξιῶν προτείνοντας τή δική του: Τί σημαίνει ἐπώνυμος καί ἀνώνυμος, σπουδαῖος καί ἀσήμαντος; Ὁ καθένας εἶναι ἐξίσου σημαντικός γιά τή ζωή, ἀφοῦ μπορεῖ νά χαρεῖ τή φύση, νά ἐρωτευτεῖ καί νά πονέσει τόν ἄλλον, ὅποιος κι ἄν εἶναι. Ἐξ ἄλλου τή σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο ἐκφράζει ἀκόμα πιό ἄμεσα στό ποίημα "Αὐτοβιογραφία", ὅπου ἀναγνωρίζει στόν ἄλλον τόν ἑαυτό του:
Σάν εἴδωλό μου τόν κοιτάζω καί ταυτόχρονα τόν μελετῶ σάν ἕνα κείμενο
Καί πράγματι διαβάζεται σάν μυθιστόρημα μέ τή μαγεία
τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων
Μά καί μαζί σάν προσωποιημένη αὐτοβιογραφία μου.
Ἡ ἐμμονή στήν ἀποδοχή καί κατανόηση τοῦ ἄλλου κορυφώνεται στό ὁμότιτλο τῆς συλλογῆς ποίημα "Στόν ποταμό Κολύμα", ὅπου καί ὁ Στάλιν "θύμα κι αὐτός τῆς γέννησής του" μπορεῖ νά γίνει συμπαθής. Ἡ ἀσκημένη συνείδηση τοῦ ποιητῆ ἐλέγχεται ἀκόμα καί γιά ἕνα κουνούπι πού, χωρίς λόγο ἤ ἀπό κακή προηγούμενη ἐμπειρία, σκότωσε (Ἀνέκδοτο). Ἡ βαθειά ἐπιθυμία νά δεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἑνότητα μέ τόν ἄλλον τοῦ δημιουργεῖ "φευγαλέες παραισθήσεις" πώς "ἡ ἀνθρωπότητα θά 'ρθει ἐποχή/Νά μή διαιρεῖται σέ θρησκεῖες, ἔθνη, τάξεις, φυλές/ἀλλά καθώς στό κέντρο τώρα τοῦτο 'δῶ/Σέ τοπικές παρέες, σέ διπλανά τραπέζια συζητήσεων (Βράδυ σ' ἕνα κέντρο).
Ὅσο ὅμως ὁ ποιητής πονᾶ τόν ἄνθρωπο καί τή μοίρα του, τό ἴδιο καί τόν μυκτηρίζει γιά τήν ἔκπτωσή του, ἀπό δική του ὑπαιτιότητα. Ἰδιαίτερα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τόν ἀποκαρδιώνει. Βλέπει "τόν Κόσμο κατειλημμένον ἤδη, βεβηλωμένο, ἀτιμασμένο ἀπό τόν ἄνθρωπο" καί "Τό αὔριο ἀνάξιο σάν αὐτόν". Ποιό μέλλον λοιπόν, ποιό αὔριο... Γι' αὐτό "εὐτυχισμένος ὅποιος ἔχει συνεχῶς τήν αἴσθηση τῆς πλεύσης/Δίχως ξηρά καί δίχως αὔριο στόν ὁρίζοντα" (Πλεύση). Ὁ Καβάφης συνανεῖ τουλάχιστον στήν ἐμπειρία τοῦ ταξιδιοῦ "Ἡ Ἰθάκη σ' ἔδωσε τ' ὡραῖο ταξίδι", τό ἴδιο καί ὁ Σεφέρης "Εὐτυχισμένος πού ἔκανε τό ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα". Ὁ Ν.Φ. καταφάσκει μόνο στήν αἴσθηση τοῦ ταξιδιοῦ. Εἶναι λοιπόν ὁ ποιητής ἕνας ἀπελπισμένος; Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Ἄνθρωπο: Ναί. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ποιητή, ἐπιβαίνει τοῦ Κόσμου, εἶναι ἀπελπισμένος καί γιά τόν Κόσμο. Καί τό χειρότερο: "Νά μή μποροῦμε νά τόν ἀρνηθοῦμε παρ΄αμόνο μέ τό θάνατο". ("Σύγχρονο πολεμικό τοπίο"). Ὡστόσο, ὅ,τι παλιό τόν συγκινεῖ μέχρι δακρύων, καθώς ταυτίζεται μέ τό "ξεπερασμένο", ἀφοῦ, σάν τέτοιο, δέν εἶναι πιά ἀγοραῖο (Δακτυλογράφος). Περιφρονεῖ τήν πολιτική τῶν διεκδικήσεων, ἔτσι, καθώς ἐπιβλήθηκε ὡς μόνο νόημα ὕπαρξης καί νοσταλγεῖ ἄλλες συνάξεις, ὑπό τόν ἦχο τῆς καμπάνας, ἀφοῦ αὐτές τουλάχιστον εἶχαν χαρακτήρα ἑνωτικό καί ἀνιδιοτελή (ωθινή ὠδή). Καί ἡ πατρίδα; Τί εἶναι ἡ πατρίδα; Τό τοπίο, φυσικά καί ἡ παράδοση, ρημαγμένα σήμερα καί τά δύο (Λεπτομέρεια). Πῶς βγαίνουμε ἀπό τό ἀδιέξοδο; Ἡ ἀπελπισία ὑπερβαίνει τόσο τά ὅριά της, πού ὁ ποιητής, ἀπευθυνόμενος σ' ἕνα φανταστικό σύντροφο προτείνει ἕνα νέο Δεκέμβρη. Τό ποίημα "Δεκέμβρης" - ἕνα κομμάτι καθαρῆς ποίησης, καθώς εἶναι φορτισμένο ἀπό τήν ἀρχή - ἀποτελεῖ κραυγή κάθε εὐαίσθητης συνείδησης. Τό παραθέτω ὁλόκληρο:
Δεκέμβρης
Εὐχαρίστως θά κατέβαινα ἀκόμα καί σήμερα, ναί,
Ἰδίως σήμερα μάλιστα, ἰδίως σήμερα.
Στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας ἄν μοῦ δινόταν μιά εὐκαιρία,
Ἄν εἶχα ἕνα σύντροφο, ἄν εἶχα ἕνα μυδράλιο, θαρραλέος,
Ἀποφασισμένος νά σκοτώσω καί νά σκοτωθῶ σέ μιά νέα μάχη,
Στό ἴδιο ἀντίκρυ μου οὐρανό-περιθωριακό στοιχεῖο τῆς θύμησης,
Εὐχαρίστως θά 'δινα τή ζωή μου γιά τήν ἴδια αὐτή σημαία
Τόν δίχως σύνορα αἰθέρα μιᾶς εὐωδίας χειμερινῆς,
Ἄν ἦταν μέρα τό γαλάζιο κι ἄν ἦταν σούρουπο τό κόκκινο,
Σημαία ἤ λάβαρο ἀπό πάνω μας πού κανείς δέν κρατᾶ
Κι ἴσως, σύντροφε ἐσύ φανταστικές - τό ὑπογραμμίζω - μαχητή
Ἴσως, μέ λίγη τύχη, τή φορά τούτη, ἐσύ κι ἐγώ νικούσαμε.
Ἄνθρωπος καί συνάνθρωπος, ἄνθρωπος καί Κόσμος, παλιός καί σύγχρονος κόσμος, πατρίδα, εἶναι πράγματα πού ὁρίζουν τά ποιήματα τῆς συλλογῆς, καθώς ὁρίζουν, ἐξ ἄλλου, τή διάθεση κάι τό στοχασμό τοῦ ποιητῆ.
Ἡ μόνη ἀντίσταση κατά τῆς ἐκδοχῆς αὐτῆς τοῦ Κόσμου, ἡ μόνη ἀνταρσία εἶναι ὁ ἔρωτας, σκέτο σκάνδαλο. Ὁ ἔρωτας ὑπερβαίνει τοῦ Κόσμου, παραμένοντας μυστήριο ἀκατανόητο: "Μήπως ὁ Κόσμος ἔδωσε ποτέ ἑξηγήσεις σέ κανέναν/ὥστε κι ἐμεῖς νά τοῦ χρωστάμε τώρα δά ἑξηγήσεις γι' αὐτόν τόν/σιωπηλό ἐναγκαλισμό; (Σκάνδαλο).
Ὁ Ν. Φωκᾶς ἀπό τόν δικό του ποταμό Κολύμα ἐξομολογεῖται, ρεμβάζει, ἀποκαλύπτει, ὀργίζεται, σαρκάζει, προσκαλεῖ, σέ μιά γλώσσα πού διαθέτει τό κύρος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἐκτεταμένης ὡς τά ὅριά της, δίχως νά φτάνει ποτέ στήν ἐκζήτηση. Ὑπηρετώντας μέ προσήλωση τό ποιητικό του ἴδωμα, χειρίζεται μέ τόλμη τό ὑλικό του, εὐτυχώντας σέ εἰκόνες κάι μεταφορές πρωτότυπες, κατακυρωμένες πάντα ἀπό τήν ὁμιλούσα γλώσσα μας. Ἡ λέξη τοῦ παραδίνεται, γιατί δέν τήν προδίδει, τήν ψάχνει ἐπίμονα σάν ἐρωτευμένος τήν ἀγαπημένη. Ἔτσι ἡ ποίησή του ἄν καί καθαρά λυρική, φέρνει κάτι ἀπό τήν πλατειά ἀφήγηση τῆς ἐπικῆς μας παράδοσης κάι συγχωνεύοντας ἀριστοτεχνικά στοιχεῖα τῆς νεώτερης, Ἑλληνικῆς καί Παγκόσμιας, ἐκτινάσσεται νέα καί λαμπερή, κατάθεση ἀνανεωτική τῆς ποίησής μας καί ποιητικός κανόνας γιά νέους ποιητές.

[Τό κείμενο ἐκφωνήθηκε στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου "Στόν ποταμό Κολύμα" καί δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 13, Ὀκτώβριος 1998]

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Φιλοσοφική διάθεση στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη

(Μιά ἀναφορά στόν Παπαδιαμάντη)

Ξεφυλλίζοντας τίς συλλογές τοῦ Ἐλύτη, μία πρός μία, ἀπό τίς πρῶτες ἐφηβικές του συνθέσεις ὥς καί τήν τελευταία, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ ποιητής παραμένει ἕνας καί ἀδιαίρετος: Λάτρης τῆς ὀμορφιᾶς πού τήν ταυτίζει μέ τή δικαιοσύνη καί τήν ἀλήθεια, ὁραματιστής ἑνός κόσμου πού δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκρυπτογραφήσει καί νά τόν βιώσει βαθιά, ἀρκεῖ νά θελήσει. Μάλιστα, ὁ ἕλληνας ἄνθρωπος εἶναι προνομιοῦχος τῆς ζωῆς γιά χίλιους λόγους καί πρωτίστως: Γιά τήν παράδοσή του, τήν ἰδιοσυγκρασία του, τό τοπίο του. Ὅλα αὐτά συνιστοῦν ἕναν Παράδεισο. "Η Μεσόγειος" γράφει στά Ἀνοιχτά Χαρτιά, "εἶναι μία ζώνη πού οἱ τερατολογικές παραμορφώσεις τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ Νότου παίρνουν ἀνθρώπινο σχῆμα, ὅταν φθάσουν ἀκριβῶς ἐκεῖ. Ἐκεῖ ἀκριβῶς γεννήθηκε ἡ Λυρική τέχνη, ἐκεῖ πρωτοδημιουργήθηκε ἡ Δημοκρατία, ἐκεῖ ἀξιώθηκαν νά διδάξουν ἕνας Σωκράτης κι ἕνας Ἰησούς. Ἡ ζώνη αὐτή εἶναι μιά ἀκριβής στιγμή πού ὅλες οἱ συνθῆκες, ὅλοι οἱ παράγοντες δίνουν τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σταθεῖ ἀκέραιος".
Ὁ Ἐλύτης, παρά πού ἔζησε σέ μιά ἐποχή ἰδεολογικῶν συγκρούσεων, δέν συγκινήθηκε ἰδιαιτέρως ἀπό καμμιά. Τό μόνο κίνημα πού τόν ἐξέφρασε ἦταν ὁ ὑπερρεαλισμός καί μάλιστα ὄχι πρός ὅλες τίς παραμέτρους του. Πῆρε ἀπ' αὐτόν ὅ,τι θεωροῦσε γόνιμο γιά τήν τέχνη του, προσαρμόζοντάς το κάθε φορά σέ ὅ,τι κουβαλοῦσε μέσα του ἀπό τήν ἑλληνική ποιητική παράδοση. Γι' αὐτό κι οἱ "Προσανατολισμοί"του (1939) ἐπαινέθηκαν ὁμοφώνως ἀπό τήν κριτική ὡς δρόμος πού ἔπρεπε ν' ἀκολουθήσει ἡ Νέα Ἑλληνική ποίηση. Πίστη καί στάση ζωῆς καί ἰδεολογία στάθηκε γι' αὐτόν τό ποιητικό του ὅραμα. Κι αὐτό διαμορφώθηκε σύμφωνα μέ τήν αὐθεντική του φύση, τά διαβάσματά του, τά βιώματά του. Ὁ ἑλληνικός χῶρος, μέ ὅ,τι τόν ὁρίζει, αὐτός καί τόν προσδιόρισε. Γι' αὐτό καί "ποιητής τοῦ Αἰγαίου", ὅπως τόν ἀποκαλοῦν, γι' αὐτό καί "ἡλιοπότης", παρότι βρίσκω συμβατικούς τούς χαρακτηρισμούς, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά θεωρήσουμε τόν Ἐλύτη ἕναν ποιητή πού μπαίνει σέ καλούπια. Τόν στενεύουμε. Δέν εἶναι μόνο αὐτό. Οὔτε καί ποιητή τῆς ἑλληνικότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας μποροῦμε νά τόν ποῦμε. Πάλι τόν στενεύουμε.
Ἡ ἑλληνικότητά του ἔγκειται κυρίως στό ὅτι νιώθει κομμάτι τοῦ τόπου, στόν ὁποῖο ἔτυχε νά γεννηθεῖ, στήν ἱστορική συνείδηση τῆς ἐλευθερίας, στόν ἥλιο, στή θάλασσα, τόν οὐρανό, τούς βράχους καί τόν ἀσβέστη τοῦ Αἰγαίου καί πάνω ἀπ' ὅλα, στή γλώσσα, πού τή θεωρεῖ ἦθος. Γράφει στά "Δημόσια καί Ἰδιωτικά" (Ἵκαρος 1990) "Εἶναι μιά γλώσσα μέ πολύ αὐστηρή γραμματική, πού τήν ἔφτιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπό τήν ἐποχή πού δέν ἐπήγαινε ἀκόμα σχολεῖο. Καί τήν τήρησε μέ θρησκευτική προσήλωση κι ἀντοχή ἀξιοθαύμαστη, μέσα στίς πιό δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ' ἐμεῖς, μέ τά διπλώματα καί τούς νόμους, νά τόν βοηθήσουμε. Καί σχεδόν τόν ἀφανίσαμε. Ἀπό τό ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τά κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καί ἀπό τό ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τήν ἴδια του τήν ὑπόσταση, τόν κοινωνικοποιήσαμε, τόν μεταβάλαμε σέ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, πού μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπό κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω".
Μέ τήν ὀρθοδοξία ἐξ ἄλλου ἡ σχέση του εἶναι κυρίως αἰσθητική. Δανείζεται σύμβολα ἀπό τό τελετουργικό της, λέξεις καί σχήματα ἀπό τήν ὑμνολογία της, τόν συγκινεῖ ἡ ταπεινή πίστη πού φτιάχνει, ἄς ποῦμε, ἕνα μικρό κάτασπρο ἐκκλησάκι, δέ φαίνεται νά τόν ἐνδιαφέρει τό δογματικό της μέρος.
Ὁ Ἐλύτης δοξάζει τίς αἰσθήσεις, στίς ὁποῖες προσδίδει ἠθική διάσταση. Ὀνειρεύεται μιά ἐποχή πού ὁ ἄνθρωπος, καθαρισμένος ἀπό τά λέπια πού κόλλησε πάνω του ἡ κοινωνική περίσταση, θά ζήσει ὅπως ἡ ἀληθινή του φύση ὁρίζει καί τότε θά εἶναι εὐδαίμων. "Θέλουμε δέ θέλουμε" γράφει στά Ἀνοιχτά Χαρτιά "εἴμαστε ὅλοι δέσμιοι μιᾶς εὐτυχίας, πού ἀπό δικό μας λάθος ἀποστερούμαστε. Κι ὅτι δέν ὑπάρχει χρυσόμαλλο δέρας εἶναι ψέματα. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς εἶναι τό χρυσόμαλλο δέρας τοῦ ἑαυτοῦ του". "Ἡ Ποίηση" συνεχίζει "μᾶς ξεμαθαίνει ἀπό τόν κόσμο τῆς φθορᾶς τέτοιον πού τόν βρήκαμε: τόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Πού ἔρχεται κάποια στιγμή νά δοῦμε ὅτι εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά ὑπερβοῦμε τή φθορά, μέ τήν ἔννοια πού ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ὁδός πρός τήν Ἀνάσταση".
Ἔχει ἐνδιαφέρον τό πῶς περνάει ὁ θάνατος στήν ποίησή του. Στό "Ἡμερολόγιο ἑνός ἀθέατου Ἀπριλίου" ὑπάρχει διάχυτη ἡ αἴσθηση τοῦ ποιητῆ γιά τό σκοτεινό μέρος τῆς ζωῆς. Σ' αὐτά τά ποιήματα ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τό θάνατο, ἀλλά τόν προσπερνᾶμε ἁπαλά, λυτρωτικά σχεδόν. Διαβάζουμε στή σελίδα 10:
Κεῖ κατά τά μεσάνυχτα εἶδα τίς πρῶτες φωτιές
πάνω ἀπ' τ' ἀεροδρόμιο.
Πιό δῶ τό μαῦρο κενό.
Ὕστερα φάνηκε νά 'ρχεται ἡ flora mirabilis ὀρθή πάνω
στό ἅρμα της καί ἀδειάζοντας ἀπό 'να πελώριο χωνί
λουλούδια.
Τά θύματα ἔσκυβαν κι ἔπαιρναν τή στάση πού εἶχαν
πρίν χωρίσουν ἀπό τή Μητέρα.
Στό κοτσάνι τῆς νύχτας ἡ σεληνη σπάραζε.
Στή συλλογή "Τά ρώ τοῦ ἔρωτα" τό ποίημα "Ἡ ποδηλάτισσα"ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα αἰσθητικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ θανάτου:
Τό δρόμο πλάϊ στή θάλασσα περπάτησα
πού 'κανε κάθε μέρα ἡ ποδηλάτισσα.
Βρῆκα τά φροῦτα πού 'χε τό πανέρι της
τό δαχτυλίδι πού' πεσε ἀπ' τό χέρι της.
Βρῆκα τό κουδουνάκι καί τό σάλι της
τίς ρόδες, τό τιμόνι, τό πεντάλι της.
Βρῆκα τή ζώνη της, βρῆκα σέ μιάν ἄκρη
μιά πέτρα διάφανη πού 'μοιαζε μέ δάκρυ.
Τά μάζεψα ἕνα ἕνα καί τά κράτησα
κι ἔλεγα ποῦ 'ναι ποῦ'ναι ἡ ποδηλάτισσα.
Τήν εἶδα νά περνᾶ πάνω ἀπ' τά κύματα
τήν ἄλλη μέρα πάνω ἀπό τά μνήματα.
Τήν τρίτη νύχτωσ' ῎εχασα τ' ἀχνάρια της
στούς οὐρανούς ἀνάψαν τά φανάρια της.
Κάτι παρόμοιο συναντᾶμε στόν Παπαδιαμάντη. Πλῆθος διηγημάτων του ἔχουν θέμα τό θάνατο, συνήθως ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, ἑνός νέου ἄντρα, μιᾶς νέας κοπέλας. Αὐτοί οἱ θάνατοι τελοῦνται συνήθως μέσα στήν ἄπειρη ὀμορφιά τῆς φύσης, μέσα στήν ἄπειρη, θάλεγα, ὀμορφιά περιγραφῆς τους ἀπό τό συγγραφέα πού ὁ Ἐλύτης ἀπεριόριστα θαύμασε. Θάνατοι ποιητικοί, δηλ. λυτρωτικοί. Ἡ μόνη διαφορά τους εἶναι ὅτι, ἐνῶ καί οἱ δυό γνωρίζουν τήν "ἀνθρώπινη περίσταση", ὁ ποιητής τήν καταργεῖ, ὁ συγγραφέας τήν ὑπογραμμίζει.
Ὁ Ἐλύτης ἀρνεῖται νά τοποθετήσει μέσα στόν Παράδεισό του τόν ἄνθρωπο δυστυχισμένο. Τόν φτιάχνει λοιπόν ὅπως τόν θέλει, νά χαίρεται καί νά βιώνει βαθιά τό μυστήριο τοῦ κόσμου. Ἔτσι, ἄνθρωπος καί φύση συναποτελοῦν μιά ἠθική δύναμη πού συνιστᾶ μιά νέα μεταφυσική.
Ὁ Παπαδιαμάντης στήνει ἕναν κόσμο πού πεθαίνει μές στήν ὀμορφιά, γιά νά ξαναγίνει ὀμορφιά: λουλούδια, δέντρα, βράχοι, μυροβόλημα. Ὁ Ἐλύτης στήνει ἕναν κόσμο ἰδανικῆς ὀμορφιᾶς τέτοιον, πού δέν πεθαίνει, γιατί ἀρχή καί τέλος ταυτίζονται: "ἐδῶ τελειώνει ὁ θάνατος, ἐδῶ ἡ ζωή ἀρχίζει", στίχος ἀπό τό νεανικό του ποίημα "Ἆσμα ἡρωϊκό καί πένθιμο γιά τό χαμένο ἀνθυπολοχαγό τῆς Ἀλβανίας", (1943), αἴσθηση πού δέν ἀλλοιώνεται ὡς καί τήν τελευταία του συλλογή "Δυτικά τῆς λύπης" (1995), βαθύτατα ἐπηρεασμένος ἀπό τόν σκοτεινό Ἐφέσιο:
"Ἡ ὕλη ἡλικία δέν ἔχει.
Μόνο ν' ἀλλάζει ξέρει.
Θές πάρτην ἀπό τήν ἀρχή
θές ἀπ' τό τέλος.
Ἤρεμα κυλάει ἐμπρός ἡ ἐπιστροφή καί σύ τήν
παρακολουθεῖς δῆθεν ἀδιάφορος
... Ἄχ θάλασσα πάνω πού ξυπνᾶς πώς ξανακαινουργιώνονται ὅλα!" (ἀπόσπασμα ἀπό τό ποίημα "Ὡς Ἐνδυμίων")
Κορίτσια κι ἀγόρια στόν Ἐλύτη ἔχουν μιάν ἀλεγρία, κάτι ἀτίθασο, εἶναι κομμάτι τοῦ τοπίου. Σ' ὁλόκληρο σχεδόν τό ἔργο του φυσάει ἕνας ἄνεμος σάν ὅλα νά λικνίζονται στό φῶς, ὅλος ὁ κόσμος στήν ποίησή του εἶναι ἕνας λεβέντης ἄνεμος, ξέρει μόνο νά ζεῖ, ἀγνοεῖ τό θάνατο.
Κυνηγός τῶν χρωμάτων στή ζωγραφική του, ἐξομολογεῖται: "ξυπνάω τίς νύχτες ἀνήσυχος γιά κάποια ἀπόχρωση τοῦ μώβ, ποτέ μου ὅμως γιά τό τί μπορεῖ νά γίνεται στά ἐμπορεῖα τῆς Ἀγορᾶς". Πράγματι, παρά τήν πολιορκία πού κατά καιρούς τοῦ ἔγινε νά συμμετάσχει στήν ἐνεργό πολιτική ζωή, δέν ἐνέδωσε. Παρέμεινε προσηλωμένος στό ποιητικό του ὅραμα, μέ ἐπιμονή καί πεῖσμα, κραδαίνοντας τά σύμβολά του, τή θεά Φυτώ καί τή θεά Εὐδάνη, δυό γυναικεῖες φιγούρες πού ἐνσαρκώνουν ἡ πρώτη τό φυτικό κόσμο καί ἡ δεύτερη τό θαλάσσιο. Στό βιβλίο του "Τά δημόσια καί τά ἰδιωτικά" ἐξομολογεῖται: "Μετατρέποντας τό φυτό ἀπό οὐδέτερο σέ θηλυκό, καί θεωρώντας το σαν Κόρη, περίπου, ἁγία ἤ θεά, ζωγράφισα, χωρίς νά εἶμαι ζωγράφος, καί μάλιστα σέ πολλές παραλλαγές, μιά θεά Φυτώ, πού τῆς ἔβαλα βυσσινιά δυνατά καί χρυσά καί φωτοστέφανο στό κεφάλι, μέ τήν ἐλπίδα νά μπορεῖ δίπλα μου νά ἐνσαρκώνει κεῖνον τόν ἀέρα πού ἔρχεται σάν ἀπό θαῦμα μέσ' ἀπ' τά ἔγκατα τῆς γῆς καί νά ὑποκαταστήσει ὅσα καί σάν εἰδωλολάτρες καί σάν χριστιανοί διακονήσαμε στό βωμό τοῦ Ποσειδώνα καί τῆς Παρθένου". Ἔτσι ἔστησε τό δικό του εἰκονοστάσι.
Ὁ ποιητής ἔρχεται ἀπό τόν κόσμο τῶν Ὀρφικῶν, τῶν Προσωκρατικῶν, τοῦ Πλάτων, τοῦ Πλωτίνου, τή μυστικοπάθεια τοῦ Βυζαντίου, ἡ ψυχή δέν χωράει μόνο στή γήϊνο, προεκτείνεται στό ἀθέατο, ἴσως νάρχεται κι ἀπό κεῖ, διασκορπίζεται στό σύμπαν, ὅπως ἡ ποίησή του, ἡ γλώσσα του, ὅ,τι τόν συνιστᾶ.
Τό πόσο ἡ ποίησή του κατάφερε νά ὑπηρετήσει μέ δεξιοσύνη τό ποιητικό του ὅραμα, αὐτό εἶναι πάντα πρός συζήτηση. Ὅσο γιά τό ποιητικό του ὅραμα, αὐτό καθαυτό, τολμῶ νά ὑποστηρίξω πώς σέ μιά ἐποχή χρεοκοπίας, σάν τή δική μας, μπορεῖ νά ἀποτελέσει νόημα ζωῆς, γιατί εἶναι βαθιά ἀνθρώπινο, δηλαδή ἀληθινό.

[Τό κείμενο ἀποτελεῖ σύνοψη εὐρύτερης παρουσίασης καί δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 6, Ὀκτώβριος 1996]