Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Πεζογραφία τολμηρή ἀλλά καί ἐκρηκτικά τρυφερή

Ὅταν οἱ ρίζες τῆς Λογοτεχνίας, εἰσχωρώντας βαθιά, φτάνουν στό ἀπύθμενο, τότε ἡ ζωή προβάλλεται στόν οὐρανό τῆς φιλοσοφίας

"Ἡ κουνιστή πολυθρόνα", πρώτη συλλογή διηγημάτων τοῦ Μυκονιάτη ποιητῆ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ, εἶναι βιβλίο γεγονός. Κι εἶναι πολύ εὐφρόσυνο, μέσα στήν ἐκδοτική ὑπερπαραγωγή τῶν ἡμερῶν νά συναντᾶς τό ἄξιο. Ὄχι πώς κάνουμε κακό πού γράφουμε, ἀλλά δέν πρέπει νά ὑπάρχει καί μιά πυξίδα γιά τόν ἀναγνώστη;
Εἶχα λοιπόν τήν τύχη νά διαβάσω τά διηγήματα τοῦ Παναγιώτη Κουσαθανᾶ. Ἀνεπιφύλακτα λέω πώς πρόκειται γιά μιά λογοτεχνία πού γρήγορα θά πάρει τή θέση της δίπλα σ' ἐκείνη τῶν καλύτερων πεζογράφων μας. Εὐτυχῶς πού ἔχουμε κάποιους "ἀνοξείδωτους", π.χ. ἕναν Παπαδιαμάντη, τουλάχιστον νά μή χάνουμε τό μέτρο.
Ἡ σπουδαιότερη ἀρετή τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ οἰκονομία. Ἔχοντας μακρά θητεία στήν ποίηση ἔχει ἀσκηθεῖ στό καίριο, τίποτα περιττό, κατ' εὐθείαν στό ψαχνό - πού λέμε. Πράγματι, χαίρεσαι αὐτόν τόν κρουστό νεοελληνικό λόγο, διανθισμένο ποῦ καί ποῦ ἀπό λέξεις μυκονιάτικης ντοπιολαλιᾶς, σμιλεμένες στό στόμα ἀνθρώπων του Αἰγαίου, ὅπως τά βότσαλα στή θάλασσα. Ἡ ἴδια αὐτή ἀρετή βοηθάει τό συγγραφέα νά ὁλοκληρώνει τή σύλληψή του εὐσύνοπτα, μέ ἀποτέλεσμα μικρά, κατά τό πλεῖστον, διηγήματα, ἀρκετά τῶν ὁποίων θεωρῶ ἀριστουργήματα (Ἡ μάνα μου, Ὁ πατέρας, Οἱ ἀδελφές, Ὁ ρακοσυλλέκτης).
Μιά ἄλλη ἀρετή τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ μαεστρία νά μετατρέπει τό ἰδιωτικό σέ πανανθρώπινο. Ἔτσι, ἐνῶ τά περισσότερα διηγήματά του ἔχουν χαρακτήρα βιωματικό, νιώθεις πώς πατᾶς σέ ἔδαφος οἰκεῖο, ἀναγνωρίσιμο.
Ὁ τρόπος γραφῆς, ἀνάλογα μέ τό θέμα, κινεῖται ἀπό τό ρεαλισμό ὡς τό νατουραλισμό (Ὁ πατέρας, Ἡ μάνα μου, Μέ χαμηλωμένα μάτια), χωρίς νά λείπει ὅμως καί ἡ ποίηση πού συχνά ὁδηγεῖ στό συμβολισμό (Ἡ φωτογραφία, Οἱ ἀδελφές, Ὁ ρακοσυλλέκτης). Ἕνα ποιητικό ἐπίσης ρίγος διαπερνᾶ τά διηγήματα: "Τό σπίτι τοῦ ἀγέρα καί τῆς βροχῆς"καί "Τό σκοτάδι πέφτει πάντα μέ τόν ἴδιο τρόπο", ὁριακά καί τά δυό, καθώς τόν πυρήνα τους συνιστοῦν θεμελιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὕπαρξης καί κοινωνικοῦ ὄντος.
Ὁ κόσμος τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ γνωστός Νεοελληνικός, ὅπως διαμορφώθηκε τά πενήντα τελευταῖα χρόνια, κοιταγμένος ἀπό μιά συνείδηση ὥριμη, κατασταλαγμένη, τολμηρή, δίχως "χαμηλωμένα μάτια", ἀλλά συνάμα ἐκρηκτικά τρυφερή καί εὐαίσθητη.
Σ' ὅλα τά διηγήματα, ἀκόμη καί τά πιό ὀνειρικά καί ἄπιαστα, ὅπως π.χ. "Ἡ κουνιστή πολυθρόνα" ἤ "τό μπαλσαμωμένο πουλί", πιάνουμε ἕνα ἄχ γιά ὅ,τι χάσαμε, δίχως ἐλπίδα νά τό ξαναβροῦμε, μιά νοσταλγία ἀφόρητη πού καταντᾶ βασανιστική. Αὐτή ἡ αἴσθηση κορυφώνεται στό διήγημα "Ὁ ρακοσυλλέκτης", ὅπου ὁ ἥρωας ἀναζητᾶ στά σκουπίδια παλιά χαρτιά καί φωτογραφίες, ὥσπου τόν παίρνουν γιά ὕποπτο καί τόν τραβολογοῦν στήν ἀστυνομία, γιά νά ξεκαρδιστοῦν στά γέλια, ὅταν τά διαβάζουν. Τρομακτική μπεκετική σύλληψη τῆς μοίρας τοῦ καλλιτέχνη ἀλλά καί τῆς τέχνης γενικότερα μέσα σ' ἕνα κόσμο ἀνίκανο νά κατανοήσει, πολλῶ μᾶλλον νά ἐκτιμήσει, "τό καλό", παρελθοντικό κάι σύγχρονο.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού χαράζεται ἔντονα στήν πεζογραφία τοῦ Π.Κ. εἶναι ἡ σχέση τοῦ εὐαίσθητου ἀνθρώπου μέ τά ζῶα: Στό διήγημα "Τό κυνήγι" ὁ ἥρωας, ὕστερα ἀπό μιά φρικτή ἐμπειρία πού εἶχε παιδί ἀπό δύο σκοτωμένα τρυγόνια, τήν ὥρα πού ἐρωτοτροποῦσαν, καταλήγει: "Παραληρώντας, ρωτοῦσα πότε θά σηκώσουν τά ζῶα κεφάλι νά φωνάξουν τό δίκιο τους... Οἱ καρδερίνες δέν κελαϊδοῦν στά κλουβιά, κλαῖνε. Καί οἱ δεσμῶτες τους, ἔχουν κι αὐτοί τήν καρδιά τους φυλακισμένη σέ κλουβί".
Μέ σαρκασμό, κάποτε βάναυσο, δίχως ποτέ ὅμως νά γίνεται κραυγή ἤ σύνθημα, ὑπερασπίζεται ὁ συγγραφέας τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι διαφορετικός, χλευάζει καί πονάει συγχρόνως γιά τήν ἔκπτωσή μας, ἰδίως τή λεγόμενη "τουριστική ἀνάπτυξη", τήν "κουνιστή πολυθρόνα" δηλαδή, πού ὅπως κι ἐκείνη τοῦ ὁμότιτλου διηγήματος, καί εἶναι - καί δέν εἶναι, ἐνῶ ἀποτελεῖ ξεγέλασμα μαζί καί ἀπειλή μας, ἀντιμετωπίζει μέ σκεπτικισμό κάποια ἔθιμα πού τά γελοιοποίησε ἡ πραγματικότητα, ἀσκώντας παράλληλα καυστική κοινωνική κριτική ( "σπασμένα πιάτα") καί χαμογελάει σαρδόνια κάποτε γιά τή ζωή πού ἐπιχειροῦμε νά τήν "ξαναστήσουμε", κι ὅταν ἀκόμα τά κότσια μᾶς ἐγκαταλείπουν ("τά σκαλοπάτια", ἕνα διήγημα κλαυσίγελως).
Ἐκεῖνο πού εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο, εἶναι ἡ ἀποφθεγματική συχνά φράση πού ὑπογραμμίζει τήν οὐσία συνήθως τοῦ διηγήματος, ἀλλά καί ἐξασφαλίζει στή λογοτεχνία κύρος καί διαχρονικότητα. "Ξεσκάτωσα τή μάνα μου, πού μ' εἶχε ξεσκατώσει", "Οἱ νεκροί νιώθουν ἄνθρωποι, ὅπως κι ἐμεῖς". "Ὅλο κι ὅλο πού ζητοῦν εἶναι νά τούς πᾶμε μέχρι τόν Ἅϊ Λουκᾶ". "Πέφτει ὁλοένα πέφτει ἡ σκόνη πάνω στόν κόσμο, μά κανένας δέν τή βλέπει ἔτσι ἀθόρυβα πού κάθεται, κόκκο τόν κόκκο". "Δέν μπορεῖ ἐπιτέλους νά μένει ἀτιμώρητη ἡ ἔλλειψη μειλιχιότητας πρός τό παιδί".
Δίχως νά ἐξαντλοῦμε ὅσα ἔχουμε νά ποῦμε γιά "τήν κουνιστή πολυθρόνα" - ἴσα καί τήν προσεγγίσαμε, - τήν προτείνουμε ὡς ἕνα ἀπό τά καλύτερα βιβλία πού κυκλοφόρησαν τά τελευταῖα χρόνια στόν τόπο μας. Ὁ Π.Κ. ἔρχεται κατ' εὐθείαν ἀπό τόν Παπαδιαμάντη, ἔχοντας ὅμως ὡς δάσκαλο στήν οἰκονομία τοῦ λόγου τόν Καβάφη, στόν ὁποῖο, ἐξ ἄλλου, συχνά παραπέμπει, ἀλλά καί τή δική του ποίηση, πού εἶναι ἐξ ἴσου ἐνδιαφέρουσα.
Κοντολογίς "Ἡ κουνιστή πολυθρόνα" - θά προτιμοῦσα τόν τίτλο "Ὁ ρακοσυλλέκτης" - εἶναι μιά λογοτεχνία πού συνιστᾶ ἄποψη δίχως νά ὑπηρετεῖ καμμιά ἄποψη, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος, σ' αὐτή, κρίνεται ἀπό τήν εὐαισθησία του ἀπέναντι σέ θεμελιακές ἀξίες πού ἡ ἴδια ἡ ζωή ὁρίζει ὡς τέτοιες καί ὄχι ἡ συμβατική καί στεγνή ἀντίληψη τῆς ὀργανωμένης κοινωνίας. Ἔτσι, ἡ πεζογραφία τοῦ Π.Κ. ἀποτελεῖ κατάθεση στήν ὑπόθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀναδεικνύοντας τό οὐσιαστικό καί καταγγέλοντας τό ὑποκριτικό καί ψεύτικο.

[Τό κείμενο γράφηκε γιά τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου καί δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό Φιλοσοφία καί Παιδεία, τεῦχος 14, Ἰανουάριος 1999]

Δεν υπάρχουν σχόλια: