Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Ενα κάτι σμαραγδί [α]

1. Ενα κάτι
(στόν πατέρα μου)

Τώρα που δεν έχεις πια τι να κοιτάζεις
θέλω να σου στείλω ένα κάτι
Ν' ανοίξεις το φάκελο
κι αντίς για γράμμα
νάβρεις ένα κάτι σμαραγδί
Να το κοιτάς και ν' αποξεχαστείς
όλη μέρα
μέχρι τό σούρουπο.


2. Αναβολές

Μαζί με τόσα άλλα
Κουβαλώ και τις αναβολές μου
Τα "αύριο" , "κάποτε", "μετά"
Που ακόμα περιμένουν
Χειρονομίες και λέξεις
Που αιωρούνται ακόμα
Αισθήματα που δεν εκφράστηκαν
Κι όμως υπήρξαν
Και καταλήξανε τελείες
Σε άγραφα ποιήματα.

Κάθε φορά αναβάλλοντας
Φοβάμαι να ευτυχήσω.


3. Σιωπή

Η μάνα μου λες κι έχει πεθάνει
Θάρθεις; ρωτάει στο τηλέφωνο
και πριν της απαντήσω κλείνει
Κάθε φορά
κοιτάζει τα μαλλιά μου
και τα χέρια μου
επίμονα
μια τα μαλλιά μου
μια τα χέρια
και σωπαίνει
Κι είναι κυπαρισσί η σιωπή
κι αποκάτω σκύλος που γαυγίζει.


4. Ερωτικό

Βαστούσαμε σφιχτά στην παλάμη
μιά βέβαιη χαρά
Το διάστημα ανάμεσά μας
σύρμα δονούμενο
Τι παιγνίδι κι αυτό με τις λέξεις
τέλειο πιγκ-πογκ
Εκεί που σταθήκαμε
μαζεύω κάθε μέρα κυκλάμινα.


5. Πείρα θαλάσσης
στή Σοφία

Χάραμα κι η θάλασσα
πεθαίνει απ' ωραιότητα.
Στην έσχατη ασχήμια εγώ
επείγομαι
νερό να γίνω, κύμα,
να ματαιωθώ.
Καί βλέπω
μέσα στον όρμο
το γερό κορμί μου
να επιπλέει
κλαρί ανθισμένο
ροδακινιάς
να συμμαζεύει το σκόρπιο μου κεφάλι
κι ακέραιο το σώμα τώρα
ν' αράζει και να υπομένει
άλλος να ματαιώσει τη ματαιότητα.


6. Ασφόδελος

Σφρίγος ονείρου
Διάβηκε λειβάδια από σκιές
Διαπέρασε υπόγεια στρώματα
κι υψώθηκε μεταξωτός
χνούδι ζωής
μαντατοφόρος
Σε τόπους κοιμητήρια
κάτοικος κι εγώ
σ' άτεχνες σαρκοφάγους
σαρκοτρώγομαι
μα σε κρατώ μέσα στα μάτια μου
ασφόδελε
με τα μικρά αστεροειδή σου
ερωτανθέ
δραπέτη του θανάτου


7. Τα μπαλκόνια

Ταξιδεύουν ακουμπισμένοι στις κουπαστές
των μπαλκονιών
Ο ένας πάνω από τον άλλο
ο ένας πλάι ή και απέναντι στον άλλο
Ήρωες όλοι μαζί της ίδιας ιστορίας
Το σενάριο τούς θέλει πρόσωπα βουβά
μέχρι το τέλος καθηλωμένους
στις κουπαστές των μπαλκονιών
να περιμένουν τις εντολές του σκηνοθέτη
Ενός-ενός κάποια στιγμή
ο ρόλος του τελειώνει
Τα μπαλκόνια ολοένα ελαφρώνουν
Κάποτε κρέμονται άδεια κλουβιά
- Τι γίναν οι ήρωες;
- Όταν τελειώσει ο ρόλος σου, θα μάθεις.

Ἄγγελου Τερζάκη: " Ἡ πριγκηπέσσα Ἰζαμπώ" (Μέ ἀφορμή τά 800 χρόνια ἀπό τή Φραγκοκρατία)

Στο μυθιστόρημα «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ», ο συγγραφέας κατορθώνει να εισαγάγει τον αναγνώστη στον μακρινό κόσμο της Φραγκοκρατίας και να τον βοηθήσει να βιώσει κάτι από την ιδιαιτερότητα του: τα ήθη των κατακτητών, τη ζωή των σκλάβων, τον πολεμικό, πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα της εποχής, τη μοίρα των αδύνατων αλλά και των δυνατών, τις δολοπλοκίες, τις προδοσίες -ακόμα κι από τους δικούς-, την ανάγκη των ανθρώπων για διάκριση και δύναμη αλλά και για τρυφερότητα κι αλληλεγγύη, τη διαχρονική ανάγκη κάθε ατόμου να γίνει πρόσωπο και να κατακτήσει την ευτυχία και, πάνω απ' όλα, τον έρωτα σαν στοιχείο που ωθεί στην υπέρβαση και την επίτευξη υψηλών στόχων, καταλύει τις συμβάσεις και οδηγεί στην ταύτιση με την ίδια την ελευθερία.
Στο μυθιστόρημα αυτό ο προσεκτικός αναγνώστης παρακολουθεί, βήμα - το βήμα, πώς ένας άνθρωπος άσημος και υποτιμημένος, ακόμη κι από τους συντοπίτες του, καταφέρνει, μέσα από οριακές για τη ζωή του και την ακεραιότητα του καταστάσεις, να συνειδητοποιήσει την αδιαπραγμάτευτη αξία της ελευθερίας, και να ανυψωθεί από το σκοτάδι στο φως, από την ανυπαρξία στην πράγματι ζωή, να οδηγηθεί από την καταφρόνια στην αξιοπρέπεια.
Ο ήρωας που αντιπροσωπεύει αυτή την πορεία είναι ο Νικηφόρος Σγουρός, πρόσωπο πλαστό και συμβολικό, αντίθετα προς την Ιζαμπώ, πρόσωπο ιστορικό, που τ' όνομα της διάλεξε για τίτλο ο συγγραφέας.
Μελετώντας το αξιόλογο αυτό έργο, αναρωτιόμουν γιατί άραγε ο Άγγελος Τερζάκης του έδωσε αυτόν τον τίτλο, γιατί, ναι μεν η κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου συμπρωταγωνιστεί στις σελίδες του, δεν είναι όμως και το κύριο πρόσωπο, αφού, τυπικά και ουσιαστικά, το κύριο πρόσωπο είναι ο Νικηφόρος Σγουρός. Μια πρώτη εξόφθαλμη απάντηση είναι ότι πρόθεση του συγγραφέα είναι να προσδιορίσει χρονικά τα διαδραματιζόμενα στο μυθιστόρημα, σαν να λέει δηλαδή: «Στα χρόνια της Ιζαμπώς». Μια δεύτερη, όμως, προσεκτικότερη ανάγνωση μου έδωσε μια πίο ολοκληρωμένη απάντηση. «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ», η μοιραία αυτή κόρη του Γ. Βιλλαρδουίνου και της Άννας Κομνηνής - Αγγελίνας, ενός δηλ. Φράγκου και μιας Ρωμιάς, στο μυθιστόρημα του Τερζάκη είναι η ηρωίδα-σύμβολο της ίδιας της Ελλάδας τότε, είναι ο ελληνικός κόσμος και η μοίρα του στα χρόνια της Φραγκοκρατίας: Φραγκοπατημένος και Ρωμαίικος, στα χέρια φιλόδοξων ηγεμόνων που το τελευταίο που επεδίωκαν ήταν η προκοπή κι η ευημερία του, υποταγμένοι στις μεταξύ τους αντιπαλότητες, την κυριαρχία και τη δύναμη, στα πάθη και τις δολοπλοκίες, μοιραίοι κι αυτοί εν τέλει, παγιδευμένοι στα τερτίπια της εποχής τους.
«Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ» η Πελοπόννησος ειδικότερα -φραγγελωμένη, η Αχαία-φραγγελωμένη. Τίποτε δεν μπορεί να την σώσει. Η Ελλάδα απουσιάζει, δεν υπάρχει πατρίδα. Στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος διαβάζουμε: «Για άλλη μια φορά η Ιζαμπώ έχει νιώσει τον εαυτό της εξόριστο, η ψυχή της γυρεύει μια πατρίδα». Ωστόσο αυτή η ανύπαρκτη πατρίδα βρίσκεται στο μυαλό και στην καρδιά του Νικηφόρου Σγουρού, γόνου της οικογένειας των Σγουρών που κυβερνούσαν το Ανάπλι πριν την Φραγκοκρατία, ξεπεσμένου τώρα και καταφρονεμένου. Ο Ν. Σ. είναι νέος και ωραίος, γνωρίζει την καταγωγή του, τον εμπνέει μια γυναίκα που δεν τη γνωρίζει, πέρασε από μπροστά του μια νύχτα σαν αστραπή καβαλάρισσα κι, από τότε, δονεί την ύπαρξη του ολάκερη. Με όπλα την ευχή της βάγιας του, το άλογο του τον Αστρίτη, ένα δακτυλίδι -τεκμήριο της ταυτότητας του κι αυτόν τον έρωτα- αλάφιασμα στην καρδιά του, θα φύγει καταδιωγμένος από τους κατακτητές και θα καλπάσει στο άγνωστο. Η λαχτάρα του για τη ζωή γρήγορα θα μετατραπεί σε εφιάλτη, καθώς, στα πρώτα κιόλας βήματα του, Φα γνωρίσει την προδοσία, τη σπιου-νιά, τη δύναμη του ισχυρού αλλά και την αδυναμία του, τον ευτελισμό του σκλάβου. Κάποια στιγμή, θα διαπιστώσει πως ο κρυφός του έρωτας δεν είναι άλλη από την Ιζαμπώ, την πριγκηπέσσα του κράτους των Βιλλαρδουίνων. Με τη δική της ενθάρρυνση, θα ζήσει ένα διάστημα στο κάστρο της Καλαμάτας σαν ένας ξωμάχος της εμπιστοσύνης των Φράγκων, θα δει και θα μάθει, θ' ακολουθήσει ακόμα και τους κουρσάρους στη θάλασσα και θα γευτεί την επικίνδυνη μα ελεύθερη ζωή τους και γεμάτος εμπειρίες, πιο ώριμος τώρα, θα προσπαθήσει να ανατρέψει τη μοίρα του. Πώς θα το πετύχει; Πρώτα-πρώτα, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των σκλάβων, των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων από τον κατακτητή συντοπιτών του. Δεν είναι ζύχοΚο: θα χρειαστεί να απεκδυθεί απ' οτιδήποτε τον χωρίζει απ' αυτούς. Κάποια στιγμή θα πετάξει από πάνω του την τριμμένη αρχοντική φορεσιά του και θα φωνάξει: «Δεν τη χρειάζομαι, εγώ είμαι ένας από σας».
«Δίκαιος και ίσιος σ' όλες του τις πράξεις
αλλά με λύπην κι όλας κι ευσπλαχνίαν»,

θα γίνει ο ιδανικός επαναστάτης και, συνειδητοποιώντας πως ο έρωτας του για την Ιζαμπώ δεν είναι παρά ο έρωτας του για την ελευθερία, θα καταλάβει το κάστρο της στην Καλαμάτα όταν εκείνη θα λείπει στην Ανδραβίδα, θα συγκρουσθεί με τα φουσάτα της σ' έναν άνισο αλλά απέλπιδο αγώνα και, ανυποχώρητος πλέον, θ' ανέβει με τους συντρόφους του στα ψηλά βουνά, καταφύγιο των ελεύθερων ψυχών και λημέρι των υπερασπιστών των αδυνάτων. Αντρας, από την άλλη, τίμιος και συνεπής, θα προσπαθήσει να πείσει την Ιζαμπώ να τον ακολουθήσει, αλλά εκείνη, πιο απελπισμένη από ποτέ, θα μείνει υποταγμένη στο πεπρωμένο της, θύμα μιας ανελέητης εποχής.
Η Ιζαμπώ, Φράγκισσα και Ρωμιά μαζί από μητέρα, μοιρασμένη στα δύο, πολιορκημένη μέσα της, με μιαν αιώνια θλίψη στα τεράστια μάτια της, μάνα και σύζυγος και πριγκηπέσα, σφραγισμένη από τη μοίρα της να μην ευτυχήσει, δε γίνεται να τον ακολουθήσει. Ο κόσμος που συμβολίζει είναι καταδικασμένος στον συμβιβασμό και την υποταγή. Μόνο κάποιες ψυχές σαν του Σγουρού αγρυπνούν. Είναι οι ψυχές που κουβαλούν μέσα τους τη μεγάλη ιστορία του τόπου τους ή, καλύτερα, τη μεγάλη ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη γη. Έρχονται από πολύ μακριά, σε μας εδώ από την εποχή του Προμηθέα, διασχίζουν τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα, περνάνε από τα Βυζαντινά πεδία των μαχών, φεύγουνε κλέφτες στα βουνά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σμίγουν με τον Ρήγα και τον Κολοκοτρώνη, τα παλικάρια της Εθνικής Αντίστασης και του Πολυτεχνείου, τους ανθρώπους που πρωτοστατούν σήμερα στην επίλυση των ζωτικής σημασίας προβλημάτων της σύγχρονης εποχής.

Ο Ά. Τερζάκης σμιλεύει τον ήρωα του διαχρονικό και διατοπικό, πέρα από συμβάσεις. .Είναι ο άνθρωπος, όπου γης, που πάνω ακόμα κι απ' αυτή τη σύμβαση που λέγεται πατρίδα, τοποθετεί το δικαίωμα του να ζει με αξιοπρέπεια. Αυτό τον δρόμο, από την καταφρόνια στην αξιοπρέπεια, τον δείχνει ο συγγραφέας με το βίο και τα έργα του Νικηφόρου Σγουρού, ενός ανθρώπου που εν δυνάμει βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Είναι εκείνο το στοιχείο της ψυχής μας που δε συμβιβάζεται, μας φτερώνει και μας ωθεί να πετάξουμε:
Βάλε δη βάλε κυρίλος είην Αχ νάμουν
δς τ' έπ ί κύματος άνθος Ένας κυρίλος (θαλασσοπούλι) νάμουν
[άμ' άλκυόναισιν ποτήται Που μ' αλκυόνες
νηδεές ήτορ έχων Πάνω απ' του κύματος τ' άνθος πετά
άλιπόρφυρος έαρος όρνις Δίχως φόβο στην καρδιά μου
Θαλασσόχρωμο της Άνοιξης πουλί.
Οι περικαλλείς αυτοί στίχοι του Αλκμάνα που μας έρχονται από τον 7° π.Χ. αιώνα μαρτυρούν την προαιώνια λαχτάρα του ανθρώπου για τα ύψη, ύψη κυρίως εσωτερικά, εκεί που χάνεται ή κερδίζεται η τιμή μας.

[Τό κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στό περιοδικό Ομπρέλα, τεῦχος 75, Δεκέμβριος 2006-Φεβρουάριος 2007 καί ἀναδημοσιεύθηκε στό ἠλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα τήν 29η Ἰανουαρίου 2007]

Τά ποιήματα της Τετραφωνίας

1. Ἐσωτερική μετανάστευση

Τό εἴδωλό μου στόν καθρέφτη
τῆς παμπάλαιης αὐλῆς:
φούστα λευκή μέ νταντελένιο γύρο
στό μέτωπο μιά μαργαρίτα᾿
ὕστερα χάθηκε
Ὁ πατέρας μου
παρατημένος στό κατώφλι
-ἄργησες- εἶπε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος
Μιά πεταλούδα στάθηκε
στήν ἔρημη παλάμη του
ἄσπρο καί κίτρινο μετάξι
Κι ἐγώ πού αἰῶνες μέτραγα τό γυρισμό
μιά πέτρα ψάχνω ἀσβεστωμένη
νά σωριάσω κύκλους πεντήκοντα.

2. Τώρα

Τώρα δέ μᾶς μένει παρά νά οὐρλιάζουμε
Ἄλλωστε τί θά μπορούσαμε νά ποῦμε τώρα
πού τά σπίτια στεγάζουνε πράγματα
καί οἱ ἄνθρωποι ἀποθηκεύονται
σέ καταυλισμούς γιά νά πεθάνουν ἐπιτέλους
Τώρα πού οἱ δρόμοι πολιορκοῦν τίς εἰσόδους μας
καί ἡ ἔξοδος ἀπαγορεύεται
ἐπί ποινῆ θανάτου
Τώρα πού κι ὁ ἀέρας καί ἡ θάλασσα
πυρπολοῦν τήν ἀγρύπνια μας
καί τά παιδιά μας κηδεύονται
προτοῦ τά γεννήσουμε
μέ τήν ποίηση τοῦ μέλλοντος
πνοή σφαλισμένη στό στόμα
Τώρα πού τά κοτσύφια κουρνιάζουν
στά δένδρα τῆς μνήμης μας
καί κεῖνοι πού ψάχνουν τά τελευταῖα
κυκλάμινα εἶναι οἱ μοναδικοί ἐπιζήσαντες
μιᾶς ἀμετάκλητης ὀμορφιᾶς
Τώρα πού τά ὄνειρα ἀποτεφρώθηκαν.

3. Ἡ Λίμνη

Αὐτή τή λίμνη τή θυμᾶμαι ἀπό παιδί
ἤ μᾶλλον ἀπό βρέφος ἴσως κι ἀπό ἔμβρυο
Κολυμπούσαμε ἐδῶ ἀπό καταβολῆς κόσμου
μοῦ φαίνεται μαζί μέ χέλια
ὠοθῆκες ψαριῶν φύκια πλαγκτόν
Ὅλος ὁ ἔμβιος κόσμος φαντάζομαι
ὅταν πεθαίνει καταλήγει ἐδῶ
καθώς πρίν γεννηθεῖ. Γι αὐτό κάποτε
ἀναδίδεται θαρρεῖς ὀσμή σάπιου βυθοῦ
Ἐδῶ μεσάνυχτα μέ τήν πανσέληνο
μπορεῖς νά δεῖς καθρεφτισμένα στά νερά
γιά μιά στιγμή πρόσωπα ἐφήβων
ἤ νηπίων νά σέ κοιτάζουν
μέ τή θλίψη ἐπιτύμβιων μορφῶν.

4. Ἀναδίπλωση

Φτάσαμε γυμνοί καί κατάκοποι
στόν οἶκο ὅπως ἔλεγαν τοῦ πατρός μας
Περίεργο, δέ μᾶς περίμενε κανείς
Ὁ ἀντίλαλος μόνο τῆς πίκρας μας
κι ἕνα κλαδάκι μέντας ξεχασμένο στό τραπέζι
Ἀκονίσαμε τό κουράγιο κι ἀντέξαμε
Ὅταν οἱ μέρες μας δέσανε καρπό
τή νιότη μας, εἴπαμε νά μοιράσουμε
Περίεργο, ὅλοι ἀπέστρεψαν τό πρόσωπο
Ἐμεῖς δέ ζητήσαμε τίποτα, φώναζαν
Μείναμε μέ τήν προσφορά μας ἀξόδευτη
Τήν ὥρα πού μᾶς χτύπησαν τήν πόρτα
ἑτοιμάζαμε κιόλας τίς ἀποσκευές μας
Σέ κανένα δέν ἀνοίξαμε.

5. Ὁ θρίαμβος
(μνήμη Νώντα Σκιαδᾶ)

Τό σούρουπο ἔπεφτε ἁπαλά
στά πρόσωπά μας ἔτσι πού
μοιάζαμε ὅλοι νέοι σέ μιάν
ἄχρονη στιγμή. Μπροστά μας ὁ ὅμοιος
ἀναπαυόταν στά λευκά χρυσάνθεμα
Κρατοῦσα τό κερί κι εἶχα τήν αἴσθηση
ἤ μᾶλλον τήν ἐπίγνωση
πώς συμμετέχω σ' ἕνα θρίαμβο
ἀφοῦ θριαμβευτική ἐξάλλου ἦταν
κι ἡ παρουσία τοῦ χρυσάνθεμου
καθώς ἡ ἐφήμερη ὀμορφιά του
καταργοῦσε τό κενό.

6. Γέρμα

Μιά-μιά ἀποχωροῦν οἱ λιγοστές μας μέρες
Κρατήσαμε τίς ἐκρήξεις τῶν μαλλιῶν μας
στή χάση τοῦ ἥλιου
καί τόν ξέφρενο χορό τῶν πελμάτων μας
Ἦταν τότε πού συναντηθήκαμε
Φοροῦσες τό στρατιωτικό σου χιτώνιο
κι ἐγώ μιά κόκκινη ζώνη στή μέση
Τραβοῦσες συνέχεια φωτογραφίες
Τίς φύλαξα στό συρτάρι
Γιά πρόσεξε τά μάτια μας
Καίγονται.

Ὅμως ἀπόψε κρυώνω
Ρίξε κατι στούς ὤμους μου
Ἐκεῖνο τό ζεστό σου χιτώνιο
Κρέμεται ἀκόμη στήν ντουλάπα
Κοίταξε τό φεγγάρι στή γέμιση
κλείνει πάλι τόν κύκλο του
Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ξέρουμε
Περπατάμε μαζί
μά ὅλοι τερματίζουμε μόνοι
μέ τό χέρι μαρμαρωμένο
νά σφίγγει τό τίποτα.

Νά μοιάζαμε τουλάχιστο τῶν δέντρων
πού γερνάνε θηλάζοντας.

[Η Τετραφωνία είναι συλλογική έκδοση μαζί μέ τίς: Αγγελική Σιδηρά, Ντίνα Μαρίνη, Ναυσικά Γεωργοπούλου, 1989]