Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Τά ποιήματα της Τετραφωνίας

1. Ἐσωτερική μετανάστευση

Τό εἴδωλό μου στόν καθρέφτη
τῆς παμπάλαιης αὐλῆς:
φούστα λευκή μέ νταντελένιο γύρο
στό μέτωπο μιά μαργαρίτα᾿
ὕστερα χάθηκε
Ὁ πατέρας μου
παρατημένος στό κατώφλι
-ἄργησες- εἶπε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος
Μιά πεταλούδα στάθηκε
στήν ἔρημη παλάμη του
ἄσπρο καί κίτρινο μετάξι
Κι ἐγώ πού αἰῶνες μέτραγα τό γυρισμό
μιά πέτρα ψάχνω ἀσβεστωμένη
νά σωριάσω κύκλους πεντήκοντα.

2. Τώρα

Τώρα δέ μᾶς μένει παρά νά οὐρλιάζουμε
Ἄλλωστε τί θά μπορούσαμε νά ποῦμε τώρα
πού τά σπίτια στεγάζουνε πράγματα
καί οἱ ἄνθρωποι ἀποθηκεύονται
σέ καταυλισμούς γιά νά πεθάνουν ἐπιτέλους
Τώρα πού οἱ δρόμοι πολιορκοῦν τίς εἰσόδους μας
καί ἡ ἔξοδος ἀπαγορεύεται
ἐπί ποινῆ θανάτου
Τώρα πού κι ὁ ἀέρας καί ἡ θάλασσα
πυρπολοῦν τήν ἀγρύπνια μας
καί τά παιδιά μας κηδεύονται
προτοῦ τά γεννήσουμε
μέ τήν ποίηση τοῦ μέλλοντος
πνοή σφαλισμένη στό στόμα
Τώρα πού τά κοτσύφια κουρνιάζουν
στά δένδρα τῆς μνήμης μας
καί κεῖνοι πού ψάχνουν τά τελευταῖα
κυκλάμινα εἶναι οἱ μοναδικοί ἐπιζήσαντες
μιᾶς ἀμετάκλητης ὀμορφιᾶς
Τώρα πού τά ὄνειρα ἀποτεφρώθηκαν.

3. Ἡ Λίμνη

Αὐτή τή λίμνη τή θυμᾶμαι ἀπό παιδί
ἤ μᾶλλον ἀπό βρέφος ἴσως κι ἀπό ἔμβρυο
Κολυμπούσαμε ἐδῶ ἀπό καταβολῆς κόσμου
μοῦ φαίνεται μαζί μέ χέλια
ὠοθῆκες ψαριῶν φύκια πλαγκτόν
Ὅλος ὁ ἔμβιος κόσμος φαντάζομαι
ὅταν πεθαίνει καταλήγει ἐδῶ
καθώς πρίν γεννηθεῖ. Γι αὐτό κάποτε
ἀναδίδεται θαρρεῖς ὀσμή σάπιου βυθοῦ
Ἐδῶ μεσάνυχτα μέ τήν πανσέληνο
μπορεῖς νά δεῖς καθρεφτισμένα στά νερά
γιά μιά στιγμή πρόσωπα ἐφήβων
ἤ νηπίων νά σέ κοιτάζουν
μέ τή θλίψη ἐπιτύμβιων μορφῶν.

4. Ἀναδίπλωση

Φτάσαμε γυμνοί καί κατάκοποι
στόν οἶκο ὅπως ἔλεγαν τοῦ πατρός μας
Περίεργο, δέ μᾶς περίμενε κανείς
Ὁ ἀντίλαλος μόνο τῆς πίκρας μας
κι ἕνα κλαδάκι μέντας ξεχασμένο στό τραπέζι
Ἀκονίσαμε τό κουράγιο κι ἀντέξαμε
Ὅταν οἱ μέρες μας δέσανε καρπό
τή νιότη μας, εἴπαμε νά μοιράσουμε
Περίεργο, ὅλοι ἀπέστρεψαν τό πρόσωπο
Ἐμεῖς δέ ζητήσαμε τίποτα, φώναζαν
Μείναμε μέ τήν προσφορά μας ἀξόδευτη
Τήν ὥρα πού μᾶς χτύπησαν τήν πόρτα
ἑτοιμάζαμε κιόλας τίς ἀποσκευές μας
Σέ κανένα δέν ἀνοίξαμε.

5. Ὁ θρίαμβος
(μνήμη Νώντα Σκιαδᾶ)

Τό σούρουπο ἔπεφτε ἁπαλά
στά πρόσωπά μας ἔτσι πού
μοιάζαμε ὅλοι νέοι σέ μιάν
ἄχρονη στιγμή. Μπροστά μας ὁ ὅμοιος
ἀναπαυόταν στά λευκά χρυσάνθεμα
Κρατοῦσα τό κερί κι εἶχα τήν αἴσθηση
ἤ μᾶλλον τήν ἐπίγνωση
πώς συμμετέχω σ' ἕνα θρίαμβο
ἀφοῦ θριαμβευτική ἐξάλλου ἦταν
κι ἡ παρουσία τοῦ χρυσάνθεμου
καθώς ἡ ἐφήμερη ὀμορφιά του
καταργοῦσε τό κενό.

6. Γέρμα

Μιά-μιά ἀποχωροῦν οἱ λιγοστές μας μέρες
Κρατήσαμε τίς ἐκρήξεις τῶν μαλλιῶν μας
στή χάση τοῦ ἥλιου
καί τόν ξέφρενο χορό τῶν πελμάτων μας
Ἦταν τότε πού συναντηθήκαμε
Φοροῦσες τό στρατιωτικό σου χιτώνιο
κι ἐγώ μιά κόκκινη ζώνη στή μέση
Τραβοῦσες συνέχεια φωτογραφίες
Τίς φύλαξα στό συρτάρι
Γιά πρόσεξε τά μάτια μας
Καίγονται.

Ὅμως ἀπόψε κρυώνω
Ρίξε κατι στούς ὤμους μου
Ἐκεῖνο τό ζεστό σου χιτώνιο
Κρέμεται ἀκόμη στήν ντουλάπα
Κοίταξε τό φεγγάρι στή γέμιση
κλείνει πάλι τόν κύκλο του
Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ξέρουμε
Περπατάμε μαζί
μά ὅλοι τερματίζουμε μόνοι
μέ τό χέρι μαρμαρωμένο
νά σφίγγει τό τίποτα.

Νά μοιάζαμε τουλάχιστο τῶν δέντρων
πού γερνάνε θηλάζοντας.

[Η Τετραφωνία είναι συλλογική έκδοση μαζί μέ τίς: Αγγελική Σιδηρά, Ντίνα Μαρίνη, Ναυσικά Γεωργοπούλου, 1989]




Δεν υπάρχουν σχόλια: