Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Ἀπό πτερόν φτερό [β]

Τό "ἄχ"
μνήμη Β.Κ.

Τό πιάνο σου
σέ κρατάει σάν μυστικό.
Τά πλῆκτρα του
ἀκόμα εἶναι ζεστά
ἀπό τά δάχτυλά σου.
Μαῦρο γιαλιστερό κουβούκλι᾿
τύμβος᾿
κλείνει τό κάτι τῆς ζωῆς σου,
τήν ψίχα της
αὐτό μονάχο ἀκούει
ἐκεῖνο τό "ἄχ"
πού ἄηχο
ἀντηχεῖ στή σκοτεινιά του.

Ὁ λόγγος

Κάθε πού βλέπω τόν πατέρα μου,
σκέφτομαι: λόγγος.
Ψάχνω γιά μονοπάτι
μά τίποτα.
Κι ὅμως ἀκούω τίς κραυγές του,
ὅταν ἑφτά χρονῶν
βόσκοντας γίδια, τό δεκάξι,
κάπου παγιδεύτηκα,
σάν τό πουλί στό ξόβεργο.
Γιά σκέψου νύχτα
ἕνα παιδί στό λόγγο!
Κ' ἔφτασε ἡ μάνα του τρελή
μέ λαδοφάναρο, τόν γλίτωσε.
Ὅμως ἐγώ, πατέρα,
πῶς νά σέ γλιτώσω,
ἀκούω τίς κραυγές
μά πῶς νά φτάσω...
Οἱ λόγγοι πιά δέν ἔχουν μονοπάτια.

Ἡ Ἀλεξάνδρα

Τή νιώθω πάντα στό δωμάτιό της
νά γράφει, νά ὀνειρεύεται.
Ὅμως στή ντουλάπα
βρίσκω τά ροῦχα μου ἄθικτα,
φοῦστες καί πουκαμίσες
στή θέση τους ἀκύμαντες.
Ἡ κολώνια της μόνο
ἐπιμένει στά φουλάρια μου
ἀλλά κι αὐτή
μέρα τή μέρα ἐξατμίζεται.

Τώρα ἡ ντουλάπα μου
ὑπόκυψε, θαρρεῖς, σέ μιά γαλήνη᾿
ἄραξε᾿
δίχως πιά τόν πειρατή της.

Ἀνθισμένο ἀγκάθι

Φίλοι μου,
ἀποφάσισα: θά φύγω.
Πάρτε τή θέση μου,
ἁπλωθεῖτε,
ὅ,τι ἀκόμη θάλεγα
μοιράστε.
Ἐγώ πηγαίνω μακριά
κρατώντας ἀπό σᾶς
πυράκανθο γιά μνήμη.

Φίλοι μου, εἶστε φίλοι μου,
μά φεύγω.
Ἐγώ μεταναστεύω
ἐντός μου.

Δέν εἶναι

Χῶροι
πού παίχτηκε τό χτές σου,
ἥρωες κομπάρσοι
προσπερνᾶνε᾿
βλέπεις δέ σέ κοιτᾶν,
κανείς δέν ἔχει μάτια
γιά κανένα᾿
σκιές
πού κάποτε φοβόσουν
- μάταιοι φόβοι -
σκιά κ' ἐσύ τοῦ χτές
σκιάχτρο τῶν ἄλλων
δίχως νά τό ξέρεις!
Ἕνας αἰώνας, χίλια χρόνια
ἐχθροί καί φίλοι εἶναι φίλοι,
ἐχθροί καί φίλοι
τίποτα δέν εἶναι.

Ἡ θραύση

Οἱ πιό πολλοί τοῦ κράταγαν λουλούδια,
μά δέ βαριέσαι,
ἡ φαρμακίλα δέσποζε
κ' ἡ σήψη.
Κάποιος ἀνυποψίαστος
τοῦ ἄφησε στό μαξιλάρι
μιά συλλογή ποιήματα.

Ἀμίλητος ἐκεῖνος κι ἄθραυστος
μᾶς κοίταζε ἕναν-ἕναν
ἀτελείωτα᾿
θραύοντας τέλος
τήν μιάν ἄκρη τῶν χειλιῶν του
"σκατά" εἶπε μόνο
κ' ἔγειρε.

25η Μαρτίου

Πρωΐ - πρωΐ
νά φτιάξω τήν ἀλιάδα,
μπάς καί δέ δώσω τό παρόν.
Ἀπό τό alium - σκόρδο
ξόρκι
φυλαχτό
φλάμπουρο
καριοφίλι
τό κοπανάω στῶν Τουρκῶν τά στίφη!

Ἀλιά-, βάϊ, ἀλιά-
Ἑλλάδα πούσαι στό γκρεμό
ό-κέϊ φορτωμένη!..
ὤ, καίει...
Ἔ, μήν καίγεσαι!