Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Σπύρος Κατσίμης

Ο ποιητής του φευγαλέου και της ρέμβης

Ο Σπύρος Κατσίμης έκαμε την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του '50. Μπορούμε λοιπόν να τον εντάξουμε, ως ποιητική περίπτωση, στους ποιητές της Β΄Μεταπολεμικής γενιάς. Η ποίησή του διαθέτει τα γνωρίσματα της μοντέρνας ποίησης: ελεύθερο στίχο, εσωτερικό ρυθμό, ονειρικό στοιχείο, αντηχήσεις από την παραδοσιακή ποίηση - ιδίως τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σεφέρη. Ευτυχώς δεν πέφτει στην παγίδα του υπερρεαλισμού, παίρνει από αυτόν ό,τι της χρειάζεται, ίσα για ν' αποκτήσει -μέσα στη λιτότητά της- περισσότερη ελευθερία. Έτσι ο Σ.Κ. δημιουργεί ένα ποιητικό τοπίο προσωπικό και αναγνωρίσιμο, με κύρια χαρακτηριστικά: τα απαλά χρώματα, τό γκρίζο της βροχής και της ομίχλης, την ευγένεια του παλιού, τη ζωγραφική ματιά του πίνακα που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογικής έκδοσης των ποιημάτων του. Αρκετά ποιήματά του αφήνουν την αίσθηση μιάς μαγικής εικόνας χωρίς εικόνα.
Το ποιητικό γεγονός ακολουθεί την προσωπική μυθολογία του ποιητή, σε ατομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο, αυτό που αλλιώς λέμε "λυρισμό του εγώ"και "λυρισμό του εμείς": Η αναζήτηση του έρωτα, οι γονείς, το παλιό σπίτι, η αγαπημένη, τα παιδιά, η ομορφιά του παλιού, οι φίλοι, η ιστορία ως γεγονός βιωμένο, όπως: το Πολυτεχνείο και η μεταπολίτευση, τα οράματα, η πολιτική ως κούφια ρητορεία, η νέα εποχή ως οδύνη, η περιβαλλοντική αλλοίωση, η αλλοτρίωση από την κοινωνία της κατανάλωσης, η θλίψη για τη διαψευσμένη ζωή. Αυτά και άλλα που όμως καταθέτονται ως ψίθυροι, όχι ως κραυγές ή συνθήματα, σαν αναστεναγμοί που βγαίνουν από βαθιά κι ίσα και φτάνει ο αχός τους, ή, σαν καπνός που ταξιδεύει στον ορίζοντα από κάτι που κουφοκαίει.
Στις πρώτες συλλογές παρακολουθούμε μια ματαίωση, ένα σπάραγμα ζωής αδικαίωτο, μιάν ευαισθησία που αγωνίζεται να βρει την έκφρασή της. Ήδη, κάποιοι στίχοι - όχι ολόκληρα ποιήματα - προοιωνίζονται την κατοπινή ανθοφορία:
"ό,τι αγαπιέται δεν πεθαίνει" από το ποίημα "Το λυκόφως του καλλιτέχνη".
"Κείτομαι εδώ αποζητώντας έναν ήρεμο ύπνο
κάτω απ' τά γυμνά δέντρα,
το φθινόπωρο γλυκά ν' αποκοιμήσω
να ονειρευτεί την Άνοιξη και Σένα
(από το ποίημα "Μεθυσμένο Φθινόπωρο")

Μιά πιό ξεκαθαρισμένη ποιητική πρόθεση επισημαίνουμε στο ποίημα "Η κούκλα".
Το 1964 κυκλοφορεί η συλλογή "Έξοδος", όπου είναι, ευκρινώς πλέον, μιά πιό ώριμη φωνή. Τα ποιήματα συντομεύουν, η ποιητική ιδέα γίνεται διαυγέστερη, ο ποιητής ελέγχει τα ποιητικά του μέσα, κατακτάται σιγά-σιγά η απαραίτητη οικονομία, με αποτέλεσμα ποιήματα που μας αιφνιδιάζουν με την αρτιότητά τους:

Η ζωγραφιά

Έμεινες όσο να τελειώσω
τη ζωγραφιά μου αγαπημένη
μπρός από τη θάλασσα, τα ρόδα και τά στάχυα
με τα κόκκινα χείλη, τα ξανθά μαλλιά
και τα γαλάζια μάτια.

Και τώρα δεν υπάρχεις πιά,
Γιατί ήσουν μόνο της αγάπης
η θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
που θέλησα να ζωγραφίσω.

Στη συλλογή "Οι Ρήτορες" (1974), η ποιητική τέχνη του Σ.Κ. παρουσιάζει σταθερή πορεία, μιά σιγουριά -θά'λεγα_, και, εδώ, κάνουν την εμφάνισή τους ποιήματα αιχμής για τους αγώνες των νέων για ελευθερία και δικαιοσύνη. Σε στίχους δραστικούς μνημειώνεται η εξέγερση των νέων στο Πολυτεχνείο:
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως

Μας κυνηγούσαν στα σκοτεινά πάρκα και τις παρόδους
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
(από το ποίημα "Μας ξάφνιασε η νύχτα").

Αρκετά ποιήματα αποτυπώνουν την αμηχανία για την αποξένωση ανθρώπων και τόπων:

Το δωμάτιο
Το δωμάτιο μου φάνηκε σαν ξένο,
άλλ' όταν έστρωσα
το παλιό μου χαλί, τοποθέτησα
το φθαρμένο τραπέζι στη μέση
και τη μοναδική καρέκλα, τότε
γίνηκε ίδιο με τ' άλλο που εγκατέλειψα.

Έτσι, κι από το παράθυρο η θέα
του δρόμου ήταν ίδια και οι γείτονες
σαν πρόσωπα γνωστά που μ' ακολούθησαν
στη νέα μου συνοικία.

Άλλα ποιήματα αποπνέουν σαρκασμό για το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας:

Το νεόχτιστο

Οι γέροι έχτιζαν το σπίτι για το μέλλον,
φροντίζοντας πολύ να μεγαλώσουν το χώρο
των ανατολικών δωματίων, τα παράθυρα
-με θέα τα πράσινα περιβόλια-
να είναι το σπίτι καλά προφυλαγμένο
απ' τις βροχές και τους ανέμους.

Έβαψαν, ύστερα, τους τοίχους
μ' ανοιξιάτικα χρώματα κι απόμειναν
ετοιμοθάνατοι... προσμένοντας
τους συγγενείς.

Στις συλλογές που ακολουθούν 1983 έως και 2004, τα ποιήματα γίνονται ακόμη πιό συμπαγή, επιτυγχάνεται συχνά αυτό που λέμε συμπύκνωση, ενώ η αιχμή και ο σαρκασμός, ευκρινέστερα τώρα, κυριαρχούν:

Ο λόφος

Μιά μέρα πέρασαν τις γειτονιές με τα χαλάσματα
Και βρέθηκαν στον μοναδικό πράσινο λόφο, κυκλωμένοι
από τους οικοπεδοφάγους...

Ένα άλλο στοιχείο που διατρέχει ολόκληρο το ποιητικό σώμα του Σ.Κ. είναι ο έρωτας, στην αληθινή του διάσταση: άπιαστος, περιπόθητος, βαθύτατα υπαρξιακός. Ο Σ.Κ. δεν παίζει μαζί του, δεν τον αντιμετωπίζει εγκεφαλικά, δηλ. ψεύτικα, αντιθέτως, διάχτυη είναι η ανάγκη της ψυχής του να σμίξει την άλλη ψυχή, να ταυτιστεί μέσω αυτής με την ψυχή του κόσμου. Η Ελληνική σκέψη για το μέγα μυστήριο του έρωτα, απ' όπου αντλεί την υπόστασή της η Σολωμική αγαπημένη αλλά και η Καβαφική "αιθέρια μορφή" είναι μιά κατάσταση βαθιά βιωμένη στην ποίηση του Σ.Κ. και υποβάλλεται με ευκρίνεια σε ποιήματα όπως: "Η ζωγραφιά", "Η φράση", "Όταν ο ήλιος".

Η πόλη είναι μιά άλλη τέμνουσα της ποίησής του, γοητευτική και ερωτική στην παλιά της μορφή, σύμβολο του παλιού κόσμου, άσχημη και απωθητική στη νέα της μορφή, σύμβολο του νέου κόσμου, στον οποίο ο ποιητής νιώθει μετανάστης, ξένος. Σ' ένα ποίημά του από τη συλλογή του "Μετανάστης" (2004), ο παλιός κόσμος συμβολίζεται με μιά παλιά μελωδία:

Η μελωδία

Είναι μια εικόνα που γυροφέρνω στο μυαλό μου.
Κάθομαι στη γέρικη πολυθρόνα και ακούω
τη μελωδία του παλιού ραδιοφώνου μέσα
στο μισοσκόταδο.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ και ποιόν
θα συναντήσω.
Τη μελωδία την αναζητώ σε όλα τα δισκάδια
μα δεν έχω στοιχεία και καθώς
τη σιγοψιθυρίζω, άγνωστη στους άλλους,
έμεινε, δίχως τέλος, στην καρδιά μου.

Σε άλλο ποίημα διαφαίνεται καθαρά η αδυναμία του ποιητή να ενσωματωθεί στο νέο κόσμο:
Είσαι αυτός που μπορεί να ξανανιώνει
σ' ένα παλιό κόσμο που τελειώνει.

Αλλού ανιχνεύεται η θεραπεία διά της ποίησης:

Η μοναξιά

Τέτοιες βραδιές αγαπούσε
Την προσμονή την πεντάμορφη.
Άνοιγε το παράθυρο
να μπει, καθώς του την έστελναν
τ' άστρα και το φεγγάρι
στο μοναχικό δωμάτιο.

Κι ύστερα την έπαιρνε απ' το χέρι
για ένα περίπατο στο δάσος
ή στ' ασημένιο ακρογιάλι.

Η ματιά του πέφτει συχνά σε ερημικά τοπία, σε ερημικούς ανθρώπους, μιά μοναχική γυναίκα με τη λάμπα πίσω από ένα τζάμι, μιά γριούλα σ' ένα σπίτι αποξεχασμένο, ένα σκυλί που πάει κι έρχεται ή κάποιον περιμένει. Ο σκύλος, ζώο της καρδιάς όπως φαίνεται για τον ποιητή, ξεχειλίζει θύμηση και του χαρίζει ένα εξαιρετικό σε δομή και αισθαντικότητα ποίημα με τίτλο: "Για ένα σκύλο που πέθανε".

Σε άλλα ποιήματα κυριαρχεί η μουσική, ένα γραμμόφωνο παίζει, ένα παλιό ραδιόφωνο, μιά μπάντα στην πλατεία, κιθάρες και βιολιά.
Το ποιητικό τοπίο του Σ.Κ., σε μεταφορική γλώσσα είναι ένα περιβόλι στο οποίο μπαίνεις και χαίρεσαι τη διακριτική παρουσία σπάνιων λουλουδιών. Αν είσαι απρόσεκτος περιπατητής, δεν θα τα δεις, γιατί τα χρώματά τους είναι απαλά, τό άρωμά τους διακριτικό. Σ' αυτό το περιβόλι δεν συναντάς μεγάλα δέντρα, περνάς και φεύγεις γοητευμένος, σάν νά σ' άγγιξε πνοή φευγαλέα, απροσδιόριστη. Ο Σ.Κ. είναι ο ποιητής του φευγαλέου.
Το ίδωμά του, κάθε φορά, το σμιλεύει με υπομονή, ψάχνοντας την κατάλληλη λέξη, έτσι ώστε να μοιάζει με κουβέντα που δεν έχει αρχή ούτε τέλος, καλεί τον αναγνώστη να τη συμπληρώσει, απαιτεί τη συμμετοχή του.
Ο Σ.Κ. κατέχει την ποιητική μας παράδοση, την έχει επισκεφτεί, για να φτάσει όμως στη δική του ποίηση, ανοίγει ένα δικό του μονοπάτι που το ξέρει μόνο αυτός. Καταλαβαίνω γιατί οι παλιότεροι αλλά και οι σύγχρονοί του έχουν μιλήσει θετικά για τη δουλειά του. Ιδίως στή σύγχυση που ακολούθησε τον "υπερρεαλισμό" στη χώρα μας, ο ποιητής αυτός, καταφέρνει να κρατήσει καθαρή τη ματιά του, προσηλωμένη στο μέσα του τοπίο, ένα τοπίο μνήμης και νοσταλγίας, διάψευσης αλλά και ελπίδας, αιχμής γιά ό,τι άσχημο αλλά και άπειρης κατανόησης, ένα τοπίο Τσεχωφικό, όπου τα συναισθήματα υποβάλλονται, δεν προκαλούνται, υπηρετούν την ανθρωπιά μας.
Ο Σ.Κ. δεν επιδιώκει τον εντυπωσιασμό, δεν καταφεύγει σε κούφια λεκτικά σχήματα, αφήνει το συναίσθημα να οδηγεί, δίχως εκζήτηση. Συχνά καταφέρνει ένα καλό αποτέλεσμα με τη χρήση της αντίθεσης.

Η κίνηση

Συνηθισμένες κινήσεις ενός συνηθισμένου ανθρώπου
στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας.

Συνηθισμένη ζωή, συνηθισμένο τηλεφώνημα
συνηθισμένη μουσική...

Και ξαφνικά, με μιά κίνηση ασυνήθιστη
πέφτει στο δρόμο απ' το παράθυρό του.

Σε γενικές γραμμές ο Σ.Κ. λέει όχι στην ευκολία, καταθέτει με ειλικρίνεια, δεν καμώνεται, η ποίησή του υπηρετεί την αλήθεια και την ομορφιά, το κλασικό δηλαδή ιδεώδες στην τέχνη. Όπου ο στίχος του ευτυχεί, μας παίρνει, κάνοντάς μας κοινωνούς μιάς ήρεμης μελαγχολίας, μιάς "ρέμβης", που κατά τον Έμερσον, αποτελεί "σφραγίδα ποιότητας". Συνοπτικά συνεχίζει επάξια τον εφτανησιώτικο ποιητικό λυρισμό.
Ένα σιγανό τραγούδι -είναι η φωνή του- αρχινημένο αφνίδια, χωρίς προετοιμασία, ξυπνάει μνήμες, ανασταίνει τις παλιές γειτονιές, τους παλιούς φίλους, τις παλιές αγάπες, αλλά και τις καταστροφές, τα ερείπια, τα δύσκολα χρόνια, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τα ματωμένα όνειρα, τους ανυπεράσπιστους αγώνες, τη χαμένη τιμή του νέου ανθρώπου, αλλοτριωμένου από τα τερτίπια της νέας εποχής. Ένα γραμμόφωνο ξεχασμένο σε κάποια πλατεία της Κέρκυρας είναι η ποίηση του Κατσίμη, παίζει νοσταλγικές μελωδίες, απόκοσμες. Όποιος θέλει να τις ακούσει, δεν έχει παρά να ταξιδέψει ως εκεί, να σκύψει δηλαδή στα ποιήματά του.

Το ραντεβού

Ήταν ένας απλός περίπατος και είχα αργήσει
με τόσους σταθμούς που έκανα, τόσα χρόνια
που έζησα σ' αυτή την πόλη.
Συνέχισα το δρόμο μου, μπήκα στο καφενείο
και σε περίμενα να πιούμε καφέ, να με ρωτήσεις
αν το χειμώνα θ' αλλάξω κλίμα ή πώς
θ' αποφύγω το κρύο
να με ρωτήσεις για τη διαδρομή μου.
Είναι καιρός που έρχεσαι στο καθημερινό μας ραντεβού
καιρός που τρέχω μες στη βροχή
πηδώντας τον φράχτη, διασχίζοντας τον κήπο
προς το ανοικτό παράθυρο του ισογείου
καιρός που διανύω μεγάλες αποστάσεις
σ' ένα κόσμο μικρό.

Είναι καιρός που σ' αγαπώ


[το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 36, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2005]