Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Ἕνα κάτι σμαραγδί [δ]

28. Σπουδές

Τά περιβόλια μας ἴσα καί χωροῦσαν
τήν ἀνάσα μας ὅταν τίς νύχτες
πλαγιάζαμε στά χαμομήλια.
Ὁ ὕπνος μας λιγοστός
ἔπρεπε νά κερδίσουμε τήν αὐγή.
Οἱ ἄνθρωποι στίς πολιτεῖες
μᾶς κοιτοῦσαν καί σώπαιναν...
Ἀναρωτήθηκες ἀγάπη μου ποτέ
γιατί ἡ μνήμη μας ἔχει τήν ἡλικία
τῶν παιδιῶν μας; Τά μάτια τῶν γονιῶν μας
κρύβανε χείμαρρους τό χάδι
μά στάθηκε σταλακτίτης στίς κόγχες τους.
Ἤτανε δύσκολοι καιροί, ψελλίζουνε.


29. Κεφαλλονιά

Οἱ λόφοι ντυμένοι σπαρτολούλουδα
ἅπλωναν στά μπαλκόνια τῆς μνήμης
σεντόνια πού μύριζαν
φύλλα λεμονιᾶς.
Ἀγέρας καί τσίτινα ὄνειρα
καί τό σαλίτζο ζωή ἀσβεστωμένη
Πρωΐ τῆς Γονατοκκλησιᾶς.


30. Τά χέρια μας

Σάν ξεδιπλώνω τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων
βρίσκω τήν ξεχασμένη μου ἡλικία.
Πίσω ἀπό τό σκοτεινό σου ἀνάβλεμμα
διακρίνω τήν πομπή τῶν ὡρῶν
λυπημένες φιγοῦρες στό σύθαμπο.
Τά χέρια, τί θ' ἀπογίνουν τά χέρια μας
ὑψωμένα μεσίστια στό πεζούλι τῆς προκυμαίας.

31. Ἰδεώδης τρομοκράτης

Πρωϊνή βροχή στή Μεσογείων
Γλιστρῶ σ' ἕνα κατάστημα ἀκόμα
Μοῦ δίνονται χαμόγελα σφιγμένα
Ἄν ξεσφίξουν, θά κυλήσει ἀπελπισία
Ὁ κύριος κοστολογεῖ τήν εἴσοδό μου
Ἐκρηκτικό τό πεντοχίλιαρο στό χέρι μου
Τό ρίχνω στό γκισέ καί φεύγω.


32. Καλοκαίρι '90

Ἡλιοβασίλεμα τό φόρεμά σου
Γκρίζο, μαβί καί πορφυρό
Καί φεύγεις

Λιάζεται ὁ ἔρωτας στήν ἄμμο
Παίρνει φωτιά
Κι ἡ θάλασσα τόν σβήνει

Μοσχοσάπουνο μαγνόλιας
Κρατῶ στά χέρια
Μά νερό στάλα.

Πανύψηλες οἱ λεύκες
Καί τά φύλλα
Σμάρι σπουργίτια ὅπως πέφτουν.


33. Ἡ φωνή
(Μνήμη Ἄγγελου Ἀλυσανδράτου)

Φωνή, ψυχή μου, πού τήν ἔχει
ἔλεγε ἡ μάνα μου
ὅπως κατέβαινε τή σκάλα
μέ τό ἀντίδωρο στό ἄσπρο μαντηλάκι της
Κι ὅσο κρατοῦσε τό τραγούδι
παράταγε τό πήλινο καβούκι της
καί λικνιζότανε ἀνάλαφρη
στό κύμα τῆς φωνῆς

Ἡ ἠχώ της μένει καί τό θάνατο χλευάζει.


34. Χάϊ-Κάϊ

Κρίνα τῆς ἄμμου
στ' ἀνθογυάλι κι ὁ κόσμος
γυαλί καί κρίνο

*

Σπάζει τό ρόδι
Στήν ἄσπρη πορσελάνη
κυλοῦν ρουμπίνια

*

Κοίτα χαλάζι
Νεράκι ἀποσταγμένο
σέ τέλειο σχῆμα

*

Τά δάχτυλά σου
Κεριά κι ἀνάβουνε
Στάζουνε χάδι

*

Τό μώβ ἀνθάκι
Ὄμορφα πού κεντάει
τήν γκρίζα μέρα


35. Ἔρωτας

Ὁ ἔρωτας σάν τό μπουμπούκι
Ζεῖ στή μυστική του κάμαρα
Μέσα σέ βελούδινες ἀφές
Κι ἀρώματα χάνεται
Στίς χρωματικές περιπλανήσεις του
Μέχρι πού ὁρμάει
Γιά τήν κορυφή
Τήν κατακόκκινη
Κι εἶναι τότε ὡραῖος σάν θάνατος.
Καί παρευρίσκεται στή νεκρική
Πομπή του, μπουμπούκι
Ἀνοίγει καί κηδεύεται μές στ' ἄνθος του.

1 σχόλιο:

CHRISTOS είπε...

Νατάσα είμαι παλιός μαθητής της...άλλωστε ισως το ξέρεις γιατί πρέπει να ήμασταν συμμαθητές στο Α2 στο Χολαργό. Σωστά; Θέλω να επικοινωνήσω μαζί της και με όλη την τάξη μας. Πως μπορώ;