Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Ἕνα κάτι σμαραγδί [γ]

17. Καλοκαίρι Ἀχαϊκό
(Στό Γιῶργο)

Ἄν δέν προλάβω νά σοῦ πῶ ὅσα μέ καῖνε
Ἀφουγκράσου τήν ἐφηβεία τῆς θάλασσας
Τίς δειλινές ἀνάσες τοῦ γλυκόριζου
Τίς σιωπές πού μιλᾶνε στ' ἁρμυρείκια
Ἀφουγκράσου τά χρώματα πού ἀνέμιζαν
Στόν ἁπλωμό ἀνάμεσα στίς λεῦκες
Τήν ἔκσταση τοῦ κρίνου μας στήν ἄμμο
Οἱ ροδιές κι οἱ πικροδάφνες
Πού φυτέψαμε μαζί τόν Αὔγουστο γιά φράχτη
Ἔχουν κρατήσει τή φωνή μου
Σκύψε καί θά τήν ἀκούσεις

Ἄν δέν κατάφερα νά πῶ ὅσα μέ καῖνε
Ἀφουγκράσου "Τόν ἀφρό τῶν ἡμερῶν"
"Τόν ἔρωτα στά χρόνια τῆς χολέρας"
"Τό γλάρο"καί τόν "Θεῖο Βάνια"
Καί τούς ποιητές
Ὤ, ναί, ἀφουγκράσου τούς ποιητές
Καί προπαντός τούς ἄγνωστους
κι ἔλα νά μέ συναντήσεις.


18. Κάτι

Κάτι πασχίζει ν' ἀποδράσει
ἀπό τά μάτια σου, τά χέρια σου, τό στόμα
Καμιά φορά σφηνώνεται στά φρύδια τρομαγμένο
Ἄλλοτε πάλι μετεωρίζεται
ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα
πισωγυρίζει τέλος καί σβήνει στά χείλη σου
ἤ τρεμουλιάζει στά δάχτυλά σου
Ἄν κάποτε βρῶ τό κουράγιο
ν' ἁρπάξω τά χέρια σου
καί νά τά σφίξω δυνατά τόσο
πού νά πονέσεις
δές το σάν ἀπόπειρα μοιρασιᾶς.


19. Βιβλική πυρκαγιά

Τρῶμε τ' ἀποκαΐδια ἀμίλητοι.
Τό ρουμπινί φεγγάρι πλέει στή στάχτη
Κι ἡ θάλασσα ἐκεῖ, ἀνένδοτη. Ἑτοιμογεννη.


20. Κάτι ἀκόμα

Τοῦτο τό παιδί πού γέρασε
μέ τή γεύση μιᾶς στιλπνῆς νεότητας
κάθεται κι ἀγναντεύει τή ζωή
Πίσω ἀπό τά βαριά του βλέφαρα
ἡ μέρα ἀναδύεται ἀνάλαφρη
δίχως ἡλικία.

Τοῦτο τό παιδί πού γέρασε
σχεδιάζοντας τό μέλλον του
κοιτάζει τώρα τό πενιχρό του χτές
κι ἐλπίζει πώς κάπου κεῖ στίς φυλλωσιές
προσμένει ἀκόμα τό παιγνίδι τῶν ὀνείρων του
πώς θά 'ρθει τέλος πάντων κάτι ἀκόμα
πώς δέν μπορεῖ νά 'ναι μονάχα αὐτό.


21. Ἐπιστροφή

Θά ξεκινήσουμε, εἶπαν,
ὅταν θά γίνει πανσέληνος.
Κανείς δέν γνοιάστηκε γιά τόν πεζόδρομο
πού ἀπόθεσε κάθιδρος
τό βαρύ φορτίο τῆς παράκλησης,
ἐνῶ ἡ ματιά του γυρόφερνε
τά γύψινα πρόσωπα
Κι ἡ ἐπιστροφή;
Κανένας δέ ρώτησε γιά τήν ἀβάσταχτη
μοναξιά του σ' ἐκείνη τήν ἐπιστροφή.


22. Ἀγγελτήριο θανάτου

Ἴσα κι ἀκούστηκε ἡ φωνή σου στό τηλέφωνο
νά μοῦ θυμίσει πώς ὑπάρχεις
Κλείσαμε μ' ἕνα "γειά σου", "θά συναντηθοῦμε"
ὕστερα ἔμαθα τυχαῖα πώς ἀρρώστησες
τό ξέχασα ὅμως ἤ δέ βρῆκα τόν καιρό.
Καί τώρα πού διαβάζω στήν ἐφημερίδα
τό ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου σου
ἔτσι μέ δίχως λύπη ἤ μιά τύψη ἔστω
γυρίζω τή σελίδα ἀμέριμνα
κι ἔχω τήν αἴσθηση
πώς δέ σέ γνώρισα ποτέ.


23. Ἀπόφαση
(μνήμη Ροδούλας Μπαρκούρα)

Ἀνάδινε τή συμμετρία τοῦ ἔλατου
καί τήν ἄπειρη ὀλιγάρκεια
τοῦ κρίνου τῆς ἄμμου
Στεκόταν διαρκῶς στό ἴδιο σημεῖο
σ' ἕνα ξέφωτο, ἀσάλευτη, μιά ρίζα
Οἱ περίοικοι τήν ἤξεραν
Ὅλο τρέχει ἔλεγαν
Πῶς τά προλαβαίνει
Ὅμως ἐκείνη
στεκόταν πάντα ἐκεῖ
στό ξέφωτο, μιά Ἀπόφαση
Ἀνάδινε τή σπανιότητα
τοῦ κρίνου τῆς ἐρήμου
-ἔτσι τό λένε ἀλλοῦ -

Χάθηκες καί σέ ψάχνουν τά παιδιά!



24. Ἐφηβεία
(Στό γιό μου)

Ὅλα σοῦ πέφτουνε στενά
Ἡ ἀνάσα σου θραύεται
πάνω στούς τοίχους
Ἄν μποροῦσα
θά σοῦ χάριζα ἕνα μεγάλο παράθυρο
διάπλατο στό στερέωμα
ν' ἁπλώνεις τό χέρι
καί νά τρυγᾶς τούς Γαλαξίες
Ἄν μποροῦσα
θά σοῦ χάριζα τήν ἅπλα
μιᾶς μικρῆς κοριτσίστικης καρδιᾶς.


25. Τό τοῦνελ

Πῶς βρέθηκα σ' αὐτό τό τοῦνελ δέ θυμᾶμαι
Ἴσως τήν ὥρα τῆς νεροποντῆς
Σίγουρα πέρασαν κι ἄλλοι ἀπό δῶ
Ἄφησαν τήν ἀνάσα τους στούς νοτισμένους
Τοίχους, τό φόβο τους στίς σκοτεινές
Καμάρες, τήν ἐρημιά τους ἀποτυπωμένη
Στό λασπωμένο δάπεδο, τήν κραυγή τους
Στήν ταραγμένη ἀγρύπνια τους

Σ' αὐτό τό τοῦνελ πού δέν μπορῶ
Νά θυμηθῶ πῶς βρέθηκα
Ἡ φωνή μου ὁλοένα καί σωπαίνει
Ἡ ὄψη μου κρόσι τό κρόσι της ξεφτίζει
Χρόνο τό χρόνο συρρικνώνομαι
Ὥς ννά μέ βροῦν οἱ αἰῶνες ἔμβρυο
Ἀποτιτανωμένο στή μήτρα τῆς σιωπῆς.


26. Σκηνιάς
(Στούς χωριανούς μου πού δουλεύανε στή Γάβα*)

Τραβούσανε τό χωματόδρομο
λές καί χορεύανε τόν μπάλο
"ἄχ-βάχ" ἀναστενάζαν οἱ πορόλιθοι
"ἀγράμπελη μυριανθισμένη
Πουκάμισα πλεούμενα
σέ στάχινα νερά
κι ἕνας ἀγέρας ἔρωτας
"Ἑλένη-Ἑλένη μέ τήν ἐλιά
ἔβγα τό χάραμα στήν μπαλκονιά"
"Ἄγγελεεεε, γειά σου καναρίνι μου"
Καί δόστου πελεκούσανε τά νιάτα τους
Καί δόστου πριονίζαν τά κορμιά τους.

*Λατομεῖο


27. Ἀναμονή
(Στίς κόρες μου: Ἀλεξάνδρα καί Ἀλίκη)

Οἱ λεύκες ἀντηχοῦν τό γέλιο σας
καί τά σπουργίτια κεντοῦν τίς ὧρες
μέ τά χρυσά μαλλιά σας
Ὁ πατέρας ὅλη μέρα
κράζει τό ὄνομά σας: Λαμπετώ! Φωτεινή!
Μά τί ζητοῦν οἱ δροσοστάλες
στίς ξερολιθιές;
Δική σας ἡ θάλασσα
καί τ' ἁρμυρείκια
καί τά κόκκινα πλεούμενα
κι οἱ ἐνάλιοι θεοί.

Εἰσίν τῶ ἡλίῳ δύο κόραι:
Λαμπετώ, Φωτεινή.

Κάτω Ἀχαΐα


Δεν υπάρχουν σχόλια: